Protagon A περίοδος

Λονδίνο: Ολυμπιονίκης της φιλοξενίας 2.0

Η ανάληψη, για δεύτερη φορά, της φιλοξενίας των Αγώνων είχε αυτή τη φορά συμβολικό χαρακτήρα για το Λονδίνο. Η πόλη είχε βγει βαριά λαβωμένη από τις φλόγες του, πρόσφατου, πολέμου.

Αρης Μαλανδράκης

Αν η έκρηξη του Βεζούβιου, με τις φοβερές συνέπειές του, επέτρεψαν στο Λονδίνο να αναλάβει τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1908 (δες προηγούμενη ανάρτηση), η έκρηξη του Β’  παγκοσμίου πολέμου, και οι δικές του φοβερές συνέπειες, έγιναν αφορμή να προσθέσει το Λονδίνο έναν ακόμα πόντο στο σκορ των διοργανώσεων. Η διοργάνωση του 1948 έγινε ύστερα από ένα μακρόχρονο διάλειμμα 12 ετών, ή τριών Ολυμπιάδων. Η αμέσως προηγούμενη τέλεση είχε γίνει το 1936 στο Βερολίνο, με τον Χίτλερ στο θεωρείο και την Ευρώπη σε μακάριο ύπνο. Σύμφωνα με τον προγραμματισμό της ΔΟΕ, σειρά είχαν το Τόκυο για τους Αγώνες του 1940 και το Ελσίνκι για τους μεθεπόμενους, του 1944. Οι φλόγες του μεγάλου πολέμου έστειλαν τον προγραμματισμό στο καλάθι των αχρήστων –ή, μάλλον, των «εκκρεμών» μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Με τη λήξη του, καμία πόλη ή χώρα φαίνονταν ικανές να αναλάβουν μια τέτοια διοργάνωση. Εκτός από το Λονδίνο που καιροφυλακτούσε!

Η ανάληψη, για δεύτερη φορά, της φιλοξενίας των Αγώνων είχε αυτή τη φορά συμβολικό χαρακτήρα για το Λονδίνο. Η πόλη είχε βγει βαριά λαβωμένη από τις φλόγες του, πρόσφατου, πολέμου. Κατεστραμμένη από τους βομβαρδισμούς, η αγγλική πρωτεύουσα είχε 121 στρέμματα του πολεοδομικού της ιστού με σοβαρές ζημιές, και άλλα 104 στρέμματα κυριολεκτικά ισοπεδωμένα από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς. Ο συμβολισμός ήταν προφανής: παρότι γιάτρευε ακόμα τις πληγές του, το Λονδίνο ήταν έτοιμο να αποδείξει την ετοιμότητα και αποτελεσματικότητα του αναγεννημένου κόσμου. Του κόσμου των νικητών, εννοείται, αφού αποκλείσθηκε η συμμετοχή της Γερμανίας και της Ιαπωνίας σε αυτούς τους Αγώνες. Η Ρωσία (διάβαζε: Σοβιετική Ενωση), παρόλο που είχε προσκληθεί, αρνήθηκε να συμμετάσχει και ο «ψυχρός πόλεμος», που μόλις είχε ξεκινήσει, κόντεψε να μετατρέψει τους θερινούς Αγώνες της χρονιάς εκείνης σε… πρόωρους «χειμερινούς».

Η ανάληψη των Αγώνων, πάντως, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ούτε η εξεύρεση των απαραίτητων πόρων σε τέτοιους καιρούς. Αποτέλεσμα; Οι γνωστές περικοπές. Το μπάτζετ ήταν τόσο περιορισμένο, ώστε η διοργάνωση αυτή έμεινε στην ιστορία με την ονομασία «Οι Αγώνες της Λιτότητας» (στη δική μας διοργάνωση του 2004, η λιτότητα προέκυψε μετά τους Αγώνες). Δεν έγιναν καινούρια αθλητικά έργα και οι αποστολές βολεύτηκαν σε διάφορα δημόσια κτήρια, όχι στις εγκαταστάσεις ενός αθλητικού κέντρου. Αυτή τη φορά, πάντως, ο καιρός ήταν με το μέρος του Λονδίνου. Αντίθετα από τη διοργάνωση του 1908, που έγινε υπό διαρκή βροχή και ασυνήθιστο για την εποχή κρύο, εκείνη του 1948 έγινε με πεντακάθαρο ουρανό και ηλιόλουστες μέρες. 

Τα σαράντα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από την πρώτη ανάληψη ήταν περισσότερο από εμφανή στην τελετή έναρξης και στο υπόλοιπο διάστημα των Αγώνων. Αυτό δεν αφορούσε μόνο τους νέους αθλητές-αστέρια του μεταπολεμικού στίβου, ούτε τα ρεκόρ (που είχαν βελτιωθεί πολύ από τις πενιχρές επιδόσεις του 1908). Μια σημαντική διαφορά ήταν η τηλεόραση, με το BBC να επιχειρεί το πρώτο  σημαντικό βήμα στη «ζωντανή» μετάδοση μεγάλων αθλητικών διοργανώσεων. Για την ιστορία να πούμε ότι οι υπεύθυνοι του σταθμού πλήρωσαν το (αστείο με σημερινά δεδομένα, αλλά αστρονομικό για τα δεδομένα της εποχής) ποσό των 1.000 λιρών για τα δικαιώματα της μετάδοσης.

Στους φετινούς, τρίτους πλέον, Ολυμπιακούς Αγώνες που φιλοξενεί το Λονδίνο, το γεγονός εορτάζεται με την ανάλογη επισημότητα. Ανήμερα της έναρξης, και για ένα τρίλεπτο (από τις 08:12 – 08:15) το Μπιγκ Μπεν σήμανε συνεχώς, δίνοντας πανηγυρικό τόνο στο υπόλοιπο της ημέρας. Υπολογίζεται, μάλιστα, ότι στο τρίλεπτο αυτό ξεπέρασε τους 40 κτύπους. Απ’ ό,τι λέγεται, είναι η δεύτερη φορά που το ιστορικό ρολόι-σύμβολο του Λονδίνου παραβαίνει το αυστηρό πρόγραμμα των ωριαίων σημάνσεων. Είχε συμβεί ξανά στις 15 Φεβρουαρίου 1952, ημέρα ταφής του βασιλιά Γεωργίου. Εκείνου, δηλαδή, που θα κήρυττε, λίγα χρόνια νωρίτερα,  την έναρξη των Αγώνων του 1948. 

Ηταν 4 το απόγευμα, με το Μπιγκ Μπεν να σημαίνει 4 -και όχι 44- φορές, όταν ο βασιλιάς Γεώργιος κήρυξε την επίσημη έναρξη. Την ίδια στιγμή, 2.500 περιστέρια αφήνονταν ελεύθερα να πετάξουν στον ουρανό, συμβολίζοντας την ειρήνη που όλοι προσδοκούσαν να παγιωθεί στα ρευστά εκείνα χρόνια. Αυτό ήταν, όλο κι όλο, το πρόγραμμα της εναρκτήριας τελετής, απέχοντας παρασάγγας από τα δαπανηρά (και επτασφράγιστα μέχρι την παρουσίασή τους) φαντασμαγορικά σόου των ημερών μας. Αν και ήταν «μικρών διαστάσεων» θέαμα, μπόρεσε να συμπεριλάβει μια δόση αγγλικού κουλέρ λοκάλ. Κάτι ανάλογο με αυτό που υπάρχει και στη φετινή τελετή. Μόνο που τώρα κυριαρχεί η «βουκολική» εκδοχή της Αγγλίας, καταλαμβάνοντας (ως σκηνικό και ως σημείο αναφοράς) ένα μέρος του εναρκτήριου προγράμματος. Στην εναρκτήρια τελετή του 1948 αυτό που κυριαρχούσε ήταν το κάρβουνο! Επρόκειτο για μια επινόηση των διοργανωτών, που παρέπεμπε στις παραδόσεις της αγγλικής επαρχίας. Ο τελευταίος λαμπαδηδρόμος που μπήκε στο Γουέμπλεϊ για να ανάψει στο βωμό τη φλόγα, έτρεξε κατά μήκος ενός διαδρόμου που ήταν φτιαγμένος από την στάχτη κάρβουνων του Λέστερ –φημιστού, τότε, για την παραγωγή ξυλανθράκων.

Οι 22 χώρες που συμμετείχαν στους Αγώνες του 1908, έγιναν 59 σε αυτή τη δεύτερη διοργάνωση. Και οι 2008 αθλητές, τότε, έφθασαν τους 4.104. Σημαντικό στοιχείο σύγκρισης ηθών και κοινωνικού πλαισίου ανάμεσα στις δύο εποχές, αποτελούν οι γυναικείες συμμετοχές. Οι μόλις 37 αθλήτριες του 1908 έγιναν, αισίως, 390 στους Αγώνες του 1948. Ξεχώρισε, ανάμεσά τους, η «Ιπτάμενη σύζυγος». Ετσι αποκάλεσαν την Ολλανδή δρομέα ταχυτήτων, Φάνι Μπλάνκερς-Κοέν, 30 ετών και μητέρα δύο παιδιών, που κατέκτησε 4 χρυσά μετάλλια. Από τους άνδρες ξεχώρισε ο Φιλανδός Βέικο Χουτάνεν, που κέρδισε 3 χρυσά, ένα ασημένιο και ένα χάλκινο μετάλλιο στη γυμναστική. Ξεχώρισε επίσης ο Αμερικανός Μπομπ Ματίας, που κέρδισε μετάλλιο στο δέκαθλο σε ηλικία 17 ετών, αποτελώντας το νεότερο νικητή εκείνης της διοργάνωσης. Μαζί τους και ο θρυλικός Εμιλ Ζάτοπεκ, ένας λοχίας του τσεχικού στρατού, που έγινε ο πρώτος αθλητής στο ολυμπιακό αγώνισμα των 10.000 μ. με χρόνο κάτω από 30 λεπτά.

Η Ελλάδα συμμετείχε σε αυτούς τους Αγώνες με 61 αθλητές, 41 περισσότερους από την αποστολή του 1908. Κάτι που δεν βοήθησε, πάντως, στη συλλογή μεταλλίων. Τα 3 ασημένια και ένα χάλκινο που κατέκτησε η Ελλάδα στην προγενέστερη διοργάνωση, έμοιαζαν θρίαμβος μπροστά στη μηδενική συγκομιδή του 1948. Παρ’ όλα αυτά, η χώρα τιμήθηκε (κατά κάποιο τρόπο) με χρυσό μετάλλιο. Δεν το κέρδισε κάποιος αθλητής, αλλά ένας ποιητής. Οχι Ελληνας, αλλά από τη μακρινή Φιλανδία. Ο λόγος για τον Ααλε Λίνι που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Αγώνες της Τέχνης. Σε ισχύ από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1912, οι καλλιτεχνικοί αγώνες αποτελούσαν μια αντίστοιχη, διαγωνιστική διοργάνωση. Διαρκούσαν όσο και οι αθλητικοί αγώνες και συναγωνίζονταν δημιουργοί από τους τομείς της αρχιτεκτονικής, της λογοτεχνίας (πεζός λόγος και ποιήματα), της μουσικής, της ζωγραφικής και της γλυπτικής με έργα αθλητικής θεματολογίας. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1948 ήταν οι τελευταίοι στους οποίους διεξήχθησαν αυτοί οι παράλληλοι καλλιτεχνικοί αγώνες. Η ΔΟΕ έκρινε ασύμβατο το συναγωνισμό επαγγελματιών σε μια διοργάνωση όπου όλοι οι υπόλοιποι είναι ερασιτέχνες. Για να ξαναγυρίσουμε όμως στο χρυσό μετάλλιο του Φιλανδού και την «από σπόντα» διάκριση της Ελλάδας. Το ποίημά του που κέρδισε την πρωτιά, ανάμεσα σε 44 συμμετέχοντες, είχε τίτλο «Laurel of Hellas». Η δάφνη των αρχαίων νικητών τιμήθηκε όπως άξιζε. Το ίδιο και η (100% ελληνική) ονομασία της χώρας που γέννησε αυτούς τους αγώνες.