Από αριστερά: Ο Σπύρος Λούης, ο Τζέσε Οουενς και ο Λευτέρης Πετρούνιας | CreativeProtagon

Επάγγελμα Ολυμπιονίκης/ Πόσο πληρώνεται η δόξα;

Το πρώτο... πριμ που δόθηκε σε Ολυμπιακούς Αγώνες, ήταν ένα γαϊδουράκι. Το 2004, η Ελλάδα είχε φτάσει να «χρυσώνει» και τον όγδοο νικητή. Σήμερα, δεν υπόσχεται τίποτε. Ούτε, καν, στον πρώτο. Αραγε, ποια είναι η δίκαιη τιμή ενός μεταλλίου; Πώς το αποτιμούν οι άλλες χώρες;
Sportscaster

Οταν ο Σπύρος Λούης τερμάτισε πρώτος στον Μαραθώνιο του 1896, τον ρώτησαν τι θα ήθελε για επιβράβευση. «Ενα γαϊδουράκι», απάντησε. «Για να μην κουβαλάμε το νερό που πουλάμε, με τα χέρια». Του το έδωσαν. Είναι το πρώτο καταγεγραμμένο πριμ στην ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων.

Ο θρίαμβος του νερουλά από το Μαρούσι δεν άλλαξε τη ζωή του, στο παραμικρό. Μόνο τον απεριόριστο σεβασμό εισέπραξε. Πλέον, οι 129.000 Αθηναίοι της εποχής δεν τον αντιμετώπιζαν ως αγράμματο χωρικό, αλλά ως ένδοξο Ολυμπιονίκη. Πέθανε πάμπτωχος, το 1940. Σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, έγινε στάδιο. Και λεωφόρος. Τι να το κάνει;

Ο Λούης βιάστηκε πολύ να γεννηθεί. Το ίδιο και ο Κωστής Τσικλητήρας, κι άλλες μεγάλες μορφές του πρώιμου ελληνικού αθλητισμού. Τα κρατικά μπόνους, οι χορηγίες, οι διορισμοί στο δημόσιο και άλλα -μετρήσιμα σε χρήμα- προνόμια, άρχισαν να συνοδεύουν την Ολυμπιακή δόξα πολλές δεκαετίες αργότερα. Οχι μόνο στη φτωχή Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ο πρώτος «χρυσός» Ολυμπιονίκης στον σύγχρονο Στίβο, ο Αμερικανο-ιρλανδός Τζέιμς Μπρένταν Κόνολι, ο οποίος στις 6 Απριλίου 1896 πρώτευσε στο τριπλούν, «επιβραβεύτηκε» από τις ΗΠΑ με μια… περιποιημένη αποβολή από το Χάρβαρντ. Το διάσημο πανεπιστήμιο δεν είχε εγκρίνει τη συμμετοχή του στους Αγώνες της Αθήνας (το ταξίδι με το καράβι διαρκούσε 162 ημέρες). Ετσι, όταν ο Κόνολι επέστρεψε, βρήκε την πόρτα κλειστή. Για να ζήσει, ο εθνικός πρωταθλητής των ΗΠΑ έγινε δημοσιογράφος – κι έπειτα συγγραφέας. Πολλά χρόνια αργότερα, το Χάρβαρντ μετάνιωσε. Του πρόσφερε θέση επίτιμου διδάκτορα. Εκείνος, την απέρριψε.

Ο κόσμος άρχισε να πληρώνει αδρά τους κορυφαίους αθλητές, κυρίως από τη δεκαετία των ’70s.

Αλλά και ο Τζέσε Οουενς, μια από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες των Ολυμπιακών Αγώνων, δεν έτυχε καλύτερης μεταχείρισης. Στο βιβλίο του Τζέρεμι Σαπ για την Ολυμπιάδα του Βερολίνου (1936), υπάρχει μια σοκαριστική δήλωση του υπεραθλητή που ταπείνωσε τη ναζιστική Γερμανία: «Περισσότερο από τον Χίτλερ, με περιφρόνησε ο Ρούσβελτ». Τρία χρόνια μετά τα τέσσερα χρυσά μετάλλια που κατέκτησε στο Βερολίνο, ο Οουενς χρεωκόπησε σε μία αποτυχημένη επιχειρηματική του προσπάθεια. Για να επιβιώσει, υποχρεώθηκε να τρέχει σε κούρσες, στις οποίες οι αντίπαλοί του ήταν… άλογα.

Ο κόσμος άρχισε να πληρώνει αδρά τους κορυφαίους αθλητές, κυρίως από τη δεκαετία των ’70s. Κι αυτό οφείλεται -εν πολλοίς- στον Ζοάο Χαβελάνζε, ο οποίος απεβίωσε χθες (Τρίτη) σε ηλικία 100 ετών. Ως πρόεδρος της FIFA, από το 1974, ήταν εκείνος που άνοιξε την πόρτα των σπορ στους χορηγούς. Πολύ σύντομα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες ακολούθησαν το παράδειγμα του ποδοσφαίρου. Τα κράτη μπήκαν -κι’ αυτά- σε μια «τρελή» πλειοδοσία για μετάλλια και διακρίσεις. Σήμερα, στο Ρίο, στο στάδιο που φέρει το όνομά του, οι πρωταθλητές του Στίβου γνωρίζουν, πια, πως το βάθρο των νικητών είναι το σκαλοπάτι τους για μια καλύτερη ζωή. Το πόσο καλύτερη, εξαρτάται από το πού γεννήθηκαν.

Τζόζεφ Σκούλινγκ. Ο 21 χρονος που νίκησε τον Φελπς (REUTERS/Marcos Brindicci)

Η περίπτωση του Τζόζεφ Σκούλινγκ είναι ενδεικτική. Ο 21χρονος αθλητής από τη Σιγκαπούρη, ο οποίος νίκησε τον κολυμβητή – θρύλο Μάικλ Φελπς στην «πεταλούδα» και χάρισε στην ασιατική νησιωτική χώρα των 5.500.000 ψυχών το πρώτο της χρυσό μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες, θα πάρει μπόνους ύψους 672.000 ευρώ. Περίπου 30 φορές μεγαλύτερο από τα 22.000 ευρώ που δίνουν οι ΗΠΑ στους δικούς τους «χρυσούς» Ολυμπιονίκες.

Οσο πιο μικρό είναι ένα έθνος στον αθλητικό χάρτη, τόσο ακριβότερα πληρώνει για μερικές στιγμές διεθνούς περηφάνειας. Εκτός από τη Σιγκαπούρη, τα πιο υψηλά πριμ καταγράφονται σε χώρες όπως το Ουζμπεκιστάν (811.000 ευρώ), η Αρμενία (700.000), η Ινδονησία (342.000) ή το Καζακστάν (205.000 ευρώ). Κι αν είναι φτωχές; Αν δεν έχουν πολλά να δώσουν; Πάντα βρίσκουν έναν τρόπο να φανούν γενναιόδωρες.

Οι παίκτες Μπάντμιντον της Μαλαισίας, όπως αποκάλυψε η Daily Telegraph, επιδοτούνται από έναν ιδιοκτήτη χρυσορυχείου, ο οποίος υποσχέθηκε σε όποιον αθλητή ανέβει στο βάθρο, μια ράβδο χρυσού αξίας 498.000 ευρώ.

Το Ιράν δίνει 120.000 ευρώ, ένα αυτοκίνητο και ένα οικόπεδο στην περιοχή από την οποία κατάγεται ο αθλητής.

Η Βουλγαρία προσφέρει στον πρώτο Ολυμπιονίκη της 125.000 ευρώ. Τα 70.000 από τον κρατικό κορβανά και τα 55.000 από ιδιωτικές τράπεζες.

Οι Ουκρανοί θα πάρουν 110.000 ευρώ. Αλλα 11.000 τους υπόσχεται -κάθε φορά- ο Σεργκέι Μπούμπκα, μέσω της Ροντοβίντ Μπανκ, της τράπεζας της οποίας ελέγχει το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών.

Οι αθλητικές υπερδυνάμεις όλο και μειώνουν τα πριμ για τους Ολυμπιονίκες τους

Στη Λευκορωσία, πέρα από τα 130.000 ευρώ που δίνει το κράτος, μια εταιρεία παραγωγής κρέατος πριμοδοτεί τους Ολυμπιονίκες σε είδος, εφ’ όρου ζωής.

Οι Αμερικανοί δεν τσιγκουνεύονται μόνον επειδή έχουν πνιγεί στα μετάλλια (έχουν σαρώσει συνολικά 2.698, από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 κι έπειτα), αλλά γιατί (και) αυτή τη δουλειά την αφήνουν στην ιδιωτική πρωτοβουλία: στους χορηγούς. Είναι ένα αγγλοσαξονικό έθιμο. Οι αθλητές της Μεγάλης Βρετανίας που ανεβαίνουν στο Ολυμπιακό βάθρο, δεν παίρνουν ούτε μια λίρα. Οπως γράφει η The Telegraph, τα 12.750 ευρώ που εισπράττουν, τους αποδίδονται επειδή τα πρόσωπά τους θα κοσμήσουν τα γραμματόσημα του Ηνωμένου Βασιλείου.

Οι αθλητικές υπερδυνάμεις, όλο και μειώνουν τα πριμ για τους Ολυμπιονίκες τους. Η Κίνα, πλέον, πληρώνει τα χρυσά μετάλλια προς 42.400 ευρώ το καθένα. Ο Κομμουνισμός ήταν πιο ανοιχτοχέρης. Ο Καναδάς και η Αυστραλία, προς 13.000 ευρώ. Ακόμη και ο Πούτιν, που θεωρεί οτι τα στάδια προσφέρονται για επίδειξη δύναμης, προσπαθεί να καμουφλάρει την πρεμούρα του για διακρίσεις. Δίνει στο «χρυσό» 54.000 ευρώ -και ένα τζιπ 4Χ4- όμως επιτρέπει στις ρωσικές αθλητικές ομοσπονδίες να προσφέρουν τα δικά τους ξεχωριστά πριμ.

Η Ιταλία, με 165.000 ευρώ, είναι η πιο γενναιόδωρη ευρωπαϊκή χώρα. Στη Γαλλία, το πριμ είναι 59.000 ευρώ, όμως μετά το 2011 φορολογείται αγρίως. Η Γερμανία δίνει 18.000 ευρώ, αλλά εκεί, οι αθλητές υψηλού επιπέδου δικαιούνται μια μόνιμη θέση εργασίας, στον Στρατό ή στην Αστυνομία, ασχέτως με το αν έχουν φέρει μετάλλιο ή όχι. Στη Σουηδία, ο Ολυμπιονίκης λαμβάνει ένα συμβολικό δώρο. Στην Ουγγαρία, ισόβια σύνταξη.

Οι τεράστιες ανισότητες στην οικονομική επιβράβευση των κορυφαίων αθλητών έχουν να κάνουν με δυο -ακόμη- παραμέτρους. Πρώτον, τα 50.000 ευρώ που δίνει η Σρι Λάνκα, τα οποία φαντάζουν μικρό ποσό, στη συγκεκριμένη χώρα ισοδυναμούν με μια μικρή περιουσία. Δεύτερον, το φοβερό παγκόσμιο ρεκόρ του Γουέιντ φαν Νίκερκ στα 400 μέτρα «αξίζει» 32.000 ευρώ (τόσα προσφέρει η Νότιος Αφρική), ενώ το χρυσό μετάλλιο ενός μαλαισιανού αθλητή που θα πάρει χρυσό στο Μπάντμιντον, 500 χιλιάρικα.

Ο Λευτέρης Πετρούνιας με το χρυσό του μετάλλιο (REUTERS/Mike Blake)

Στην Ελλάδα, περάσαμε από το ένα άκρο στο άλλο. Από τους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης (1992) κι έπειτα, το χρήμα στρωνόταν άφθονο στα πόδια των Ολυμπιονικών μας. Το 2004, είχαμε φτάσει να επιβραβεύουμε ακόμη και τον όγδοο νικητή (29.347 ευρώ). Ακόμη και τη συμμετοχή σε τελικό αγωνίσματος. Δίναμε τα υψηλότερα πριμ στην Ευρώπη: 190.756 ευρώ για την πρώτη θέση, 132.062 για τη δεύτερη και 102.715 για την τρίτη.

Επιπλέον, τα Ελληνικά Ταχυδρομεία επιχορηγούσαν τους χρυσούς Ολυμπιονίκες με 100.000 ευρώ, τους αργυρούς με 50.000, και τους χάλκινους με 25.000. Συν τα πριμ από την ομοσπονδία κάθε αθλήματος. Συν τους μισθούς από το Δημόσιο, τις Ενοπλες Δυνάμεις ή τα Σώματα Ασφαλείας. Συν τις άδειες για πρακτορείο Προ-Πο, και τα άλλα προνόμια.

Εκείνα τα ωραία χρόνια, ο πρώην πρόεδρος των Ελλήνων Ολυμπιονικών, Παναγιώτης Φασούλας, σχολίαζε οτι «το να πάρει ένας Ολυμπιονίκης μία άδεια πρακτορείου Προ-Πο ως μοναδική παροχή από το κράτος, είναι τουλάχιστον για γέλια». Σήμερα, δεν παίρνει ούτε αυτή. Πλέον, το εγγυημένο πριμ της Πολιτείας για Ολυμπιακές διακρίσεις είναι το ολοστρόγγυλο μηδέν. Το ποιος -και αν- θα εισπράξει κάτι, εξαρτάται από τις διαθέσεις των εκάστοτε υπουργών Οικονομικών και Αθλητισμού. Αλλά και από το εισόδημα του αθλητή που διακρίθηκε, σύμφωνα με τον νέο αθλητικό νόμο.

Τι μεσολάβησε; Η άτιμη η κρίση. Και, πριν από αυτή, η ντροπιαστική περιπέτεια του Κώστα Κεντέρη, της Κατερίνας Θάνου και του Λεωνίδα Σαμπάνη, η οποία είχε -ήδη- οδηγήσει στην επανεξέταση του καθεστώτος χορήγησης προνομίων στους Ολυμπιονίκες.

Αν ο Λούης και ο Τσικλητήρας γεννήθηκαν πολύ νωρίς, η Αννα Κορακάκη, ο Λευτέρης Πετρούνιας, ο Σπύρος Γιαννιώτης και όποιοι άλλοι αθλητές μας φέρουν μετάλλια από το Ρίο, γεννήθηκαν πολύ αργά. Κι αν η αποτίμηση της Ολυμπιακής δόξας ανεβοκατεβαίνει -λες και πρόκειται για μετοχή στο Χρηματιστήριο- το ερώτημα παραμένει σταθερή αξία: οφείλει, το κράτος, να επιβραβεύει οικονομικά τους Ολυμπιονίκες του – με ποιον τρόπο και πόσο;

Αν τους ρωτήσετε, ούτε οι ίδιοι δεν θα συμφωνήσουν μεταξύ τους. Ο Λευτέρης Πετρούνιας θα σας πει οτι ζηλεύει τους πρωταθλητές που έχουν λυμένο το πρόβλημα του βιοπορισμού – και μοναδικό τους μέλημα είναι η προπόνηση. Ενώ ο Σπύρος Γιαννιώτης, δηλώνει ερασιτέχνης. Οχι, δεν είναι απογοητευμένος από την Πολιτεία. Οχι, δεν τον πιάνει το παράπονο. Γιατί η ανταμοιβή που περιμένει για τον αγώνα του, δεν είναι υλική – ποτέ δεν ήταν.

Ανάμεσα στις εθνικοπατριωτικές φωνές του «δώστα όλα» σε όποιον σηκώνει ψηλά τη σημαία στο στάδιο, και στην αφελή εντύπωση οτι ένας αθλητής μπορεί να γίνει Ολυμπιονίκης… στον ελεύθερο χρόνο του, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση.