Ο Εντερζίτο Αντόνιο Μασέδο Λόπες -ο Εντερ, ο οποίος πέτυχε το «χρυσό» γκολ της Πορτογαλίας στον αγώνα με τους Γάλλους- έγινε ο πρώτος σκόρερ στα χρονικά των Euroτελικών που δεν γεννήθηκε στην Ευρώπη. Το φως της ζωής το είδε στη Γουινέα Μπισάου, μια χώρα της δυτικής Αφρικής με ενάμισι εκατομμύριο ψυχές. Μέχρι το 1973, δηλαδή 14 χρόνια προτού γεννηθεί ο ήρωας της ιστορίας μας, υπήρξε πορτογαλική αποικία.
Το χειρότερο μέρος για να μεγαλώσει ένα παιδί, σύμφωνα με έρευνα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών που δημοσιεύτηκε το 2008. Διαμετακομιστικό κέντρο ναρκωτικών που ταξιδεύουν από τη Λατινική Αμερική προς την Ευρώπη, και παράδεισος της παιδικής εργασίας. Μόνον τέσσερα στα δέκα παιδιά ηλικίας 5 έως 14 ετών πάνε σχολείο. Τα υπόλοιπα -τα περισσότερα- δουλεύουν. Για ψίχουλα, κάτω από άθλιες συνθήκες.
Φτώχεια καταραμένη. Οι γονείς του είχαν αρχίσει να σχεδιάζουν την απόδρασή τους από την ημέρα που γεννήθηκε ο Εντερ. Κι όταν κόντευε τα τρία, πήραν τη μεγάλη απόφαση. Εφυγαν από την Αφρική και πήγαν στη Λισσαβώνα για εγκατάσταση. Αλλά, δεν ήταν τόσο απλό. Κάποιο πρόβλημα με τα χαρτιά τους, τους έστειλε πίσω στη Γουινέα Μπισάου. Ο μικρός μπορούσε να παραμείνει στην Πορτογαλία. Ναι, αλλά πού; Σε ένα ορφανοτροφείο. Τουλάχιστον μέχρι να επιστρέψουν.
Δεν ήταν ακριβώς ορφανοτροφείο, αλλά ένα ίδρυμα που φιλοξενούσε παιδιά και νέους ηλικίας έξι έως 21 ετών, των οποίων οι γονείς αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα. Τα στέγαζε, τα σίτιζε και φρόντιζε για την εκπαίδευσή τους. Οταν οι γονείς κατάφεραν να γυρίσουν στην Πορτογαλία, όχι μόνο δεν πήραν πίσω τον Εντερ αλλά έστειλαν εκεί και τα υπόλοιπα παιδιά τους, που γεννήθηκαν αργότερα: τις τρεις αδερφές και τον αδερφό του, που -σήμερα- έχουν σκορπίσει σε διάφορα σημεία της Ευρώπης.
Για τον Εντερζίτο, το μεγαλύτερο και πιο έξυπνο απ’ όλα τα αδέρφια, είχαν πολύ φιλόδοξα σχέδια. Σε αυτόν επένδυσαν τα όνειρα ολόκληρης της οικογένειας. Θα μορφωνόταν στο εσωτερικό σχολείο – ορφανοτροφείο «Girassol» της Κοΐμπρα, θα σπούδαζε, θα έβρισκε μια καλή δουλειά και θα τους ζούσε όλους, γονείς κι αδέρφια. Κάπως έτσι συνέβη, όμως όχι ακριβώς…
Οπως σε όλα τα ορφανοτροφεία, εκεί βασίλευαν το πρόγραμμα και η πειθαρχία. Αφύπνιση στις επτά το πρωί, στρωμένα τα κρεβάτια έως τις 07:30, γρήγορο πρόγευμα και επιβίβαση στο σχολικό λεωφορείο. Επιστροφή στις έξι το απόγευμα, δείπνο στις 20:00 και ελεύθερος χρόνος για ντους και παιχνίδι έως τις 22:30. Αμέσως μετά, όλοι στα δωμάτιά τους, για ύπνο. Αυτό ήταν το σπίτι του Εντερ, όμως δεν τον ένοιαζε. Δεν θα περνούσε καλύτερα, αν ζούσε με τους πάμπτωχους γονείς του στην τρώγλη που έμεναν εκείνοι. Το μόνο που τον πείραζε, ήταν που έβλεπε τα υπόλοιπα παιδιά να τα επισκέπτονται πολύ συχνά οι δικοί τους. Ενώ εκείνον…
Το ίνδαλμά του ήταν ο Ρονάλντο -ο Βραζιλιάνος, βεβαίως, όχι ο Κριστιάνο- ο οποίος εκείνη την περίοδο γνώριζε τις μεγάλες του δόξες στα γήπεδα
Οπως λέει ο ίδιος, προσαρμόστηκε πολύ σύντομα και συνειδητοποίησε ότι αυτό το ίδρυμα ήταν ό,τι καλύτερο γι’ αυτόν. «Με βοήθησε να γίνω ένας καλός άνθρωπος, και εκεί έκανα φίλους ζωής». Μόνο με το διάβασμα δεν είχαν πολύ καλές σχέσεις. Δεν έβλεπε την ώρα, να ξεχυθεί στη γειτονική αλάνα για να παίξει ποδόσφαιρο με τους φίλους του. Την μπάλα την κουβαλούσε όπου κι αν πήγαινε, και την κλωτσούσε σε κάθε ευκαιρία: εκεί που περίμεναν το σχολικό, στους δρόμους, στην αυλή του σχολείου, στους διαδρόμους του ορφανοτροφείου.
Το ίνδαλμά του ήταν ο Ρονάλντο -ο Βραζιλιάνος, βεβαίως, όχι ο Κριστιάνο- ο οποίος εκείνη την περίοδο γνώριζε τις μεγάλες του δόξες στα γήπεδα. Καθώς μεγάλωνε, τα πόδια του δυνάμωναν και τα σουτ του σκορπούσαν την καταστροφή. Δεν είχε αφήσει στο κτίριο τζάμι για τζάμι. Οι τιμωρίες έπεφταν βροχή: του τραβούσαν τ’ αυτιά, τον έστελναν για ύπνο νωρίτερα, δεν τον άφηναν να βλέπει τηλεόραση. Αλλά, εκείνος, συνέχιζε απτόητος. Του ήταν αδύνατον να αντισταθεί στην ευχαρίστηση που του έδινε το ποδόσφαιρο. Τίποτε άλλο δεν τον ενδιέφερε, πλέον.
Τον δρόμο προς την πραγματοποίηση του παιδικού του ονείρου -να γίνει ένας διάσημος ποδοσφαιριστής- τον βρήκε εντελώς τυχαία. Ενας δάσκαλος, που ήταν και προπονητής σε ερασιτεχνική ομάδα της περιοχής, τον είδε να παίζει στο προαύλιο του σχολείου και εντυπωσιάστηκε. Του πρότεινε να του βγάλει δελτίο, κι ο Εντερ ενθουσιάστηκε. Ζήτησε σχετική άδεια από το σχολείο, κι άρχισε προπονήσεις. Αν και τις περισσότερες τις έχανε μέσα στην εβδομάδα, λόγω των μαθημάτων, στους αγώνες ήταν ο καλύτερος.
Ο πρώτος του… χορηγός ήταν ο χασάπης της γειτονιάς. Του είχε τάξει και πριμ: «Για κάθε γκολ που θα βάζεις, θα τρως μια μπριζόλα». Ο Εντερ έπαιξε εκεί επτά χρόνια. Μόλις ενηλικιώθηκε, πήρε την πρώτη του μετεγγραφή: στην Τουριζένσε, με 400 ευρώ μηνιαίως. Εκείνος κρατούσε κάτι λίγα, για χαρτζιλίκι, και τα υπόλοιπα τα έστελνε στη μητέρα του.
Το όνειρό του είχε βγει αληθινό κατά το ήμισι. Είχε γίνει ποδοσφαιριστής, όμως ήταν παντελώς άγνωστος. Από το 2008 έως το 2012 έπαιξε στην Ακαντέμικα. Καθώς η Πορτογαλία είναι γεμάτη από κυνηγούς ταλέντων που αναζητούν «θησαυρούς» από τη Λατινική Αμερική, ο νεαρός Αφρικανός κέντρισε το ενδιαφέρον σπουδαίων ομάδων, όπως η Πόρτο, η Αρσεναλ, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και η Νάπολι. Αλλά ήταν άτυχος. Κάποιοι απατεώνες μάνατζερ τον έμπλεξαν άσχημα.
Θα μπορούσε -τότε- να έχει πάει στη Γουέστ Χαμ, η οποία του είχε προσφέρει ένα πολύ καλό συμβόλαιο. Αλλά, εκτός από άτυχος, είναι και… μυστήριος. Δεν του άρεσε -λέει- ο τρόπος με τον οποίο τον προσέγγισε η αγγλική ομάδα. Ετσι, στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, εξαφανίστηκε. Δεν μπήκε καν στον κόπο να απαντήσει αρνητικά. Με αποτέλεσμα να καταλήξει στην ταπεινή Μπράγκα. Από το ολότελα…
Δεν έφταιγε μόνον η αποτυχία στο Μουντιάλ. Η παρουσία του Εντερ στην εθνική, ποτέ δεν έγινε δεκτή με ενθουσιασμό.
Ο Εντερ υπέγραψε -το 2012- για τέσσερα χρόνια, έκανε μια φοβερή πρώτη σεζόν, όμως το 2013 τραυματίστηκε σοβαρά. Εμεινε εκτός για έξι μήνες, και ποτέ δεν κατάφερε να επιστρέψει στα υψηλά επίπεδα απόδοσης στα οποία είχε φτάσει, πριν υποστεί ρήξη χιαστών στο γόνατο. Στο μεταξύ, είχε γράψει μερικές συμμετοχές στην εθνική ομάδα της Πορτογαλίας κάτω των 23 ετών, όπου κλήθηκε για πρώτη φορά το 2010. Η Γουινέα Μπισάου τον προσκάλεσε πολλές φορές να φορέσει τη φανέλα της, όμως ο Εντερ ήταν ανένδοτος. «Ηρθα στην Πορτογαλία παιδί και είμαι Πορτογάλος. Αυτή είναι η χώρα μου έδωσε τα πάντα. Αν δεν αγωνιστώ εδώ, δεν θα το κάνω πουθενά».
Στους Ανδρες της Πορτογαλίας κλήθηκε και, μάλιστα, ήταν μέλος της αποστολής στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014, στη Βραζιλία. Επαιξε βασικός, όμως δεν είχε καταφέρει να σκοράρει, απογοητεύοντας όπως και όλοι οι υπόλοιποι. Μόνο που, αυτός ήταν ο «ξένος». Ενα υιοθετημένο, από τη χώρα, παιδί. Γι’ αυτό, όλοι στράφηκαν εναντίον του. Οι αποδοκιμασίες των Πορτογάλων οπαδών προς το πρόσωπό του ήταν τόσο έντονες, ώστε προκάλεσαν την αντίδραση του προέδρου της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας. «Πιστεύω ότι πρέπει να δείχνουμε περισσότερο σεβασμό στους παίκτες της εθνικής μας ομάδας, ανεξαρτήτως από το αν τους συμπαθούμε ή όχι», είχε δηλώσει ο Ζοάο Πίντο.
Δεν έφταιγε μόνον η αποτυχία στο Μουντιάλ. Η παρουσία του Εντερ στην εθνική, ποτέ δεν έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Οχι από ρατσισμό, αλλά για καθαρά αγωνιστικούς λόγους. Πριν από λίγους μήνες, όταν ο Φερνάντο Σάντος ανακοίνωσε ότι θα πάρει μαζί του τον 29χρονο φορ στο Euro της Γαλλίας -αντί για τον Μπρούνο Μορέιρα- στην Πορτογαλία έγινε… διαδήλωση. Αν το θέμα δεν πήρε εκρηκτικές διαστάσεις, είναι επειδή όλοι σέβονται τον προπονητή. Γι’ αυτό δέχτηκαν, με βαριά καρδιά, κι αυτή την επιλογή του.
Η μετακόμιση του Εντερ στην Αγγλία έναντι 6,7 εκατ. ευρώ, το περασμένο καλοκαίρι, ήταν η νέα ευκαιρία που αναζητούσε καιρό, όμως ο πορτογάλος επιθετικός αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων. Το ντεμπούτο του στη Σουόνσι το έκανε στις 8 Αυγούστου 2015, και μέχρι τον Δεκέμβριο είχε ελάχιστο χρόνο συμμετοχής, σε 15 αγώνες (με μηδέν γκολ). Ενας τραυματισμός στον αστράγαλο ήρθε να τον αποτελειώσει. Στις 24 Ιανουαρίου φέτος επανήλθε, παίζοντας μόλις για ένα λεπτό κόντρα στην Εβερτον. Αυτή ήταν η τελευταία του εμφάνιση στο Νησί.
Αμέσως μετά πήγε δανεικός στη Λιλ, η οποία -περιέργως- ενδιαφέρθηκε για έναν φορ που είχε να σκοράρει οκτώ μήνες. Εκεί, ο Εντερ αναγεννήθηκε. Σε 14 ματς πέτυχε έξι γκολ. Την πιο κατάλληλη στιγμή. Διότι αυτές οι επιδόσεις του έγειραν την πλάστιγγα υπέρ του, στο μυαλό του Σάντος. Πριν από λίγο καιρό, που έληξε ο δανεισμός του, η Λιλ πλήρωσε στους Αγγλους 4,5 εκατομμύρια ευρώ και τον έκανε δικό της.
Οι Γάλλοι θα βλέπουν μπροστά τους, για πολύ καιρό ακόμη, τον «δήμιο» τους, τον άνθρωπο που τους άρπαξε το τρόπαιο του Euro μέσα από τα χέρια. Οσο για τους Πορτογάλους, επιτέλους, ήρθε η ώρα να αγαπήσουν το θετό τέκνο τους που κάποτε έσπαγε τζάμια αλλά την Κυριακή έσπασε την «αιώνια γκαντεμιά» τους, με ένα σουτ από 30 μέτρα.