Λαθραναγνώστες υπήρχαν πάντα. Ακόμη και όταν ο Τύπος είχε συνεπείς ή και φανατικούς αναγνώστες οι οποίοι πλήρωναν στο περίπτερο και αγόραζαν την εφημερίδα τους ή το περιοδικό τους. Αλλά ζημιά στο λογιστήριο οι τζαμπατζήδες δεν έκαναν. Υπήρχαν κυκλοφορίες, διαφημίσεις και, φυσικά, δάνεια (διότι τα media είναι ακριβή δουλειά).
Η τεχνολογική επανάσταση στη μετάδοση της πληροφορίας (σάιτ, σόσιαλ μίντια) συρρίκνωσε την πελατεία των παραδοσιακών Μέσων και καταβαράθρωσε τα έσοδά τους σε συνδυασμό με την όλο και λιγότερη πια έντυπη διαφήμιση. (Ειδικά για τα ημέτερα εκδοτικά συγκροτήματα ας συνυπολογιστεί και το αιφνίδιο κλείσιμο της δανειακής στρόφιγγας, μετά την κρατική χρεοκοπία και τη μετατροπή των τραπεζών σε φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς.)
Ταυτόχρονα με την ηλεκτρονική δημοσιογραφία γεννήθηκε και ο νέος τύπος του αναγνώστη: ο ηλεκτρονικός λαθραναγνώστης – όσον αφορά τα προϊόντα Τύπου που τα αφεντικά τους τα έβαλαν στη βιτρίνα μεν, αλλά «ξέχασαν» το μαγαζί ξεκλείδωτο. Οσοι όμως το κλείδωσαν, απέκτησαν νέους αναγνώστες που δεν σνομπάρουν τις αστικές συνήθειες του παλιού καλού καιρού: οι άνθρωποι πληρώνουν για να έχουν ποιοτική πληροφόρηση, ακόμη και στο Διαδίκτυο.
Ο λαθραναγνώστης νέου τύπου είναι ο ανέξοδος χρήστης δημοσιογραφικών πληροφοριών, για τη συλλογή, την επεξεργασία και τη μετάδοση των οποίων οι επαγγελματίες του Τύπου εργάστηκαν και -στο πλαίσιο των νέων οικονομικών συνθηκών- αμείφθηκαν υπό προϋποθέσεις (όχι απολύτως αγοραίες, αφού το κράτος εκ συστήματος αφαιμάσσει την αγορά).
Η έμπνευση της Βάινερ
Το πρόβλημα της συρρίκνωσης του παραδοσιακού Τύπου δεν απέφυγαν και μεγάλα συγκροτήματα του εξωτερικού, όπως ο Guardian. Στο βρετανικό Μέσο κατάφεραν όμως να αντιστρέψουν την απελπιστική οικονομική κατάσταση χάρη στην έμπνευση της γενικής διευθύντριάς τους, της Κάθριν Βάινερ -η οποία μάλιστα θα βρίσκεται στην Αθήνα 13-15 Ιουνίου ως κεντρική ομιλήτρια στο παγκόσμιο δημοσιογραφικό συνέδριο του Global Editors Network).
Η Βάινερ (Katharine Viner), η πρώτη γυναίκα που το 2015 ανέλαβε αυτή τη θέση στo συγκρότημα του Guardian και μάλιστα στη δυσκολότερη περίοδό για αυτό, απηύθυνε έκκληση στο αναγνωστικό κοινό να συνδράμει το έργο της διάσωσης. Μέσα σε τρία χρόνια η ιδέα της καρποφόρησε: οι αναγνώστες ανταποκρίθηκαν στη σχετική συστηματική καμπάνια και η «σοδειά» ήταν εντυπωσιακή.
Την τελευταία τριετία πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι από όλον τον κόσμο στήριξαν οικονομικά τον Guardian
Το Μέσο είχε υποστεί τρομερές ζημίες, αλλά ανέκαμψε θεαματικά: «Η Guardian News & Media κατέγραψε λειτουργικά κέρδη 800.000 λιρών για το οικονομικό έτος 2018-19, σε σύγκριση με τη ζημία 57 εκατ. λιρών προ τριετίας» αναφέρει σχετικό άρθρο του. Η διεύθυνσή του μάλιστα θεωρεί ότι πλέον «η επιχείρηση υφίσταται σε βιώσιμη βάση, έπειτα από την εφαρμογή ενός προγράμματος διάσωσης που ακολούθησε πολλά έτη σημαντικών απωλειών».
Πώς τα κατάφερε, αφού η ηλεκτρονική του «απόληξη» δεν είναι συνδρομητική;
Δώσε και σώσε
Το μαγικό ραβδί του Guardian δεν είναι άλλο από την αναγνωστική συνεισφορά, αγγλιστί donation. Οι αναγνώστες του, συνειδητοί υποστηρικτές του, πολίτες με αναγνωστική παιδεία, καταβάλλουν προαιρετικώς ό,τι επιθυμούν ώστε το Μέσο μέσω του οποίου «διαβάζουν» τον κόσμο γύρω τους να παραμένει ζωντανό. Η παγκοσμιότητα της αγγλικής γλώσσας βοηθάει βεβαίως θεαματικά την αναγνωσιμότητα, άρα και την ευρύτητα των δωρεών.
Η εταιρεία του Guardian δήλωσε ότι έχει 655.000 τέτοιους υποστηρικτές μηνιαίως, τόσο στην έντυπη όσο και στην ψηφιακή μορφή του, ενώ άλλοι 300.000 άνθρωποι πραγματοποίησαν εφάπαξ εισφορές μόνο το 2018.
«Ποτέ δεν θα μπορούσαμε να επιτύχουμε ανάκαμψη χωρίς εσάς» ευχαριστεί σε άρθρο της και η διευθύντρια
«Η γενναιόδωρη υποστήριξή σας, αναγνώστες μας, μαζί με τη διαφήμιση, εφέτος κάλυψαν το κόστος παραγωγής μίας δημοσιογραφίας η οποία ενημερώνει και εμπνέει εκατομμύρια ανθρώπους σε όλον τον κόσμο. Ολα τα κέρδη και όλες οι οικονομικές συνεισφορές των αναγνωστών επανεπενδύονται απευθείας στη δημοσιογραφία μας.
»Οπως ακριβώς κάναμε πριν από τρία χρόνια, ορίσαμε και τώρα έναν νέο φιλόδοξο στόχο: να επιτύχουμε τη στήριξη δύο εκατομμυρίων ανθρώπων, από όλον τον κόσμο, μέχρι το 2022. Αυτό το επίπεδο υποστήριξης θα σημαίνει ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να ερευνούμε και να φωτίζουμε τις πιο σημαντικές και παγκοσμίου ενδιαφέροντος ιστορίες της εποχής μας».