«Χάσαμε ένα είδωλο. Εναν ήρωα, ένα μέντορα, έναν μαχητή, έναν εθνικό θησαυρό». Τα λόγια ανήκουν στον Τσέστερ Κούπερ, πρωθυπουργό των Μπαχάμας και αφορούν τον Σίντνεϊ Πουατιέ, τον σπουδαιότερο καλλιτέχνη που γέννησε το συγκεκριμένο εξωτικό νησιωτικό σύμπλεγμα στα ανοιχτά της Φλόριντα. Πέθανε
Κάποιοι τον αποκαλούσαν «Μαύρο Λόρενς Ολίβιε» ή τον συνέκριναν με τον Ορσον Ουέλς. Αδικο. Ο Σίντνεϊ Πουατιέ είχε στοιχεία και από τους δύο, όμως ήταν κάτι το μοναδικό. Αποτέλεσμα ταλέντου, αναμφισβήτητα, αλλά και σκληρής δουλειάς, πίστης και επιμονής. «Εκανε τα πάντα για να δείξει ότι ακόμη κι εκείνοι που ξεκινούν από πολύ χαμηλά μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο», συμπλήρωσε ο πρωθυπουργός, Τσέστερ Κούπερ. Πράγματι, άλλαξε τον κόσμο. Ή καλύτερα τον ανάγκασε να αλλάξει. Να δει στον καθρέφτη την ασχήμια του ρατσισμού. Ο μικρός Σίντνεϊ…
Ο Πουατιέ είδε το φως αυτού του κόσμου στο Μαϊάμι τον Φεβρουάριο του 1927, δύο μήνες πριν το αναμενόμενο, όταν οι γονείς του πήγαν για να πουλήσουν τις ντομάτες που καλλιεργούσαν, γι’ αυτό και απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα, μεγάλωσε όμως στο νησί Κατ των Μπαχάμας και στην πρωτεύουσα Νασάου μέχρι τα 15 του.
Τότε επέστρεψε οριστικά στις ΗΠΑ, για να ζήσει κοντά στον αδελφό του, στο Μαϊάμι, όμως δύο χρόνια αργότερα μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να εργαστεί στη λάντζα ενός εστιατορίου. Λέγεται πως εκεί έμαθε και ανάγνωση, από τις εφημερίδες και χάρη στη βοήθεια ενός εβραίου σερβιτόρου…
Επειτα από μια σύντομη στρατιωτική θητεία στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο νεαρός Σίντνεϊ περνάει από οντισιόν στο American Negro Theatre και απορρίπτεται προδομένος από την προφορά της Καραϊβικής και της δυσκολίας του στο τραγούδι… Με σκληρή δουλειά καταφέρνει να αμερικανοποιήσει την εκφορά του λόγου και κερδίζει μια θέση μεταξύ των μαθητών της σχολής.
Το 1949 κάνει το ντεμπούτο του στο φιλμ «Το Μίσος Προστάζει» του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς, με συμπρωταγωνιστή τον Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ. Η ερμηνεία του στο ρόλο του μαύρου γιατρού που απειλείται από έναν λευκό ασθενή του ανοίγει τον δρόμο για αξιόλογους ρόλους, μέχρι που το 1955 καθιερώνεται σαν επαναστάτης μαθητής στο κλασικό φιλμ «Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακα», στο πλευρό του Γκλεν Φορντ.
Ο Πουατιέ συνέχισε να κερδίζει επαίνους: έπαιξε έναν λιμενεργάτη που καθοδηγεί τον περιπλανώμενο Τζον Κασαβέτη στο «Edge of the City» (1957), και στη συνέχεια εξασφάλισε την παρθενική του υποψηφιότητα για Οσκαρ καλύτερου ηθοποιού μαζί με τον συμπρωταγωνιστή του Τόνι Κέρτις, για το «Οταν σπάσαμε τις αλυσίδες» («The Defiant Ones», 1958) του Στάνλεϊ Κρέιμερ, στην οποία υποδύονται δύο κατάδικους που αλυσοδεμένοι δραπετεύουν στο βαθύ Νότο (έχασαν από τον Ντέιβιντ Νίβεν για το Separate Tables).
Ακολούθησε το μιούζικαλ «Πόργκι και Μπες» (1959) βασισμένο στην ομώνυμη όπερα του Τζορτζ Γκέρσουιν και σκηνοθέτη τον Οτο Πρέμινγκερ, το θεατρικό δράμα της Λορέιν Χάνσμπερι, «A Raisin in the Sun» σε σκηνοθεσία Ντάνιελ Πέτρι (1961) .
Τρία χρόνια αργότερα κερδίζει το Οσκαρ για την ερμηνεία του στο δράμα «Lilies of the Field» («Κάτω από το Βλέμμα του Θεού», 1964). Το φιλμ αφηγείται την ιστορία ενός πλανόδιου εργάτη που συναντά μια ομάδα μοναχών από την ανατολική Γερμανία, που πιστεύουν ότι έχει σταλεί σε αυτές από τον Θεό για να τους χτίσει ένα νέο παρεκκλήσι στην έρημο της Αριζόνα…
Στην κορυφή
Η διαδρομή του Σίντνεϊ Πουατιέ κορυφώνεται τρία χρόνια αργότερα, το 1967, όταν θα πρωταγωνιστήσει στο «Στον κύριό μας, με αγάπη», μια βρετανική παραγωγή – απάντηση στη «Ζούγκλα του μαυροπίνακα». Θα ακολουθήσει το «Ιn the Heat of the Night» (Η Ιστορία ενός εγκλήματος), με τον Ροντ Στάιγκερ στο ρόλο του ρατσιστή σερίφη μιας πόλης του Μισισίπι να κερδίζει το Οσκαρ και το «Μάντεψε ποιος θα έρθει το βράδυ» με τον Σπένσερ Τρέισι και την Κάθριν Χέπμπορν απολαυστικούς στους ρόλους των πεθερικών που αδυμονούν να γνωρίσουν τον εκλεκτό της θυγατέρας τους… Ενας ύμνος στον διαφυλετικό έρωτα η προβολή του οποίου απαγορεύτηκε σε 17 Πολιτείες…
Πίσω από την κάμερα
Το Χόλιγουντ αν και αρέσκεται να προβάλει ταινίες με επαναστάτες, δεν ανέχεται τους ίδιους τους επαναστάτες στους κόλπους του, οπότε η πολιτικοποίηση του Σίντνεϊ Πουατιέ και οι απόψεις του υπέρ των ίσων πολιτικών δικαιωμάτων τον έσπρωξαν στο περιθώριο.
Αρχικά πίσω από την μηχανή λήψεως, στην καρέκλα του σκηνοθέτη, απ’ όπου αναδύθηκε το ταλέντο του στην κωμωδία, δουλεύοντας με τον Μπιλ Κόσμπι (Uptown Saturday Night/1974), Let’s Do It Again/1975 και A Piece of the Action/1977).
Η πιο γνωστή σκηνοθετική του δουλειά είναι αναμφισβήτητα το Stir Crazy (1980) με πρωταγωνιστές τους Τζιν Γουάιλντερ και Ρίτσαρντ Πράιορ. Αχτύπητο δίδυμο, έτσι κι αλλιώς…
Εχοντας χριστεί ιππότης το 1974 (λόγω της υπηκοότητας των Μπαχάμας, μέλους της βρετανικής Κοινοπολιτείας), διορίστηκε πρεσβευτής της χώρας στην Ιαπωνία το 1997 και το 2002 έλαβε τιμητικό Όσκαρ για την προσφορά του στην 7η Τέχνη.