Υπό την απειλή ενός νέου… Grexit βρίσκεται και πάλι η Ελλάδα. Αυτή τη φορά δεν είναι τα οικονομικά δεδομένα που αναπροσαρμόζουν τη στάση των ευρωπαίων εταίρων έναντι της Αθήνας, αλλά το Μεταναστευτικό. Οι συνεχόμενες ροές μεταναστών και προσφύγων και η αδυναμία της Ελλάδας να τις ελέγξει, όπως διατείνεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχει οδηγήσει τα πράγματα σε ένα άκρως οριακό σημείο. Το τελεσίγραφο που απέστειλε την Τετάρτη ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Βάλντις Ντομπρόβσκις, δείχνει ότι το φάσμα της εξόδου από τη Συνθήκη Σένγκεν δεν βρίσκεται πια σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά σε απολύτως πραγματικό.
Ποια είναι, όμως, η Συνθήκη Σένγκεν και τι πρακτικό αντίκρισμα θα έχει για τη χώρα μας η απευκταία πιθανότητα να αποχωρήσουμε από αυτήν;
Πολλοί μιλούν για αυτή τη συνθήκη, ελάχιστοι μάλλον θυμούνται πως όλα ξεκίνησαν στις 14 Ιουνίου 1985 από ένα μικρό χωριό του Λουξεμβούργου, φημισμένο για την παραγωγή κρασιού, που έδωσε το όνομά του στη Συμφωνία, το Σένγκεν.
Εκείνη η πρώτη συμφωνία υπογράφηκε από πέντε κράτη-μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Βέλγιο, Γερμανία, Γαλλία, Λουξεμβούργο και Ολλανδία) – τον επονομαζόμενο και «πυρήνα» της Ευρώπης. Ο στόχος ήταν να υπάρξει προοδευτική κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, την καθιέρωση της ελεύθερης κυκλοφορίας για όλα τα πρόσωπα, υπηκόους των κρατών που υπέγραψαν τη Συμφωνία, καθώς και την αστυνομική και δικαστική συνεργασία. Περαιτέρω, στις 19 Ιουνίου 1990 υπεγράφη εκ νέου στο Σένγκεν η Σύμβαση Εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, που συμπλήρωνε και εξειδίκευε την αρχική Συμφωνία. Η εν λόγω συνεργασία κινούνταν σε καθαρά διακυβερνητικό επίπεδο και εκτός του θεσμικού πλαισίου των ΕΚ, μέχρι τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης του Αμστερνταμ.
Αλλα κράτη μέλη των ΕΚ και της ΕΕ που μεταγενέστερα υπέγραψαν Πρωτόκολλα και Συμφωνίες προσχώρησης στα δύο ανωτέρω διεθνή κείμενα ήταν η Ιταλία το 1990, η Ισπανία και η Πορτογαλία το 1991, η Ελλάδα το 1992, η Αυστρία το 1995 και η Δανία, η Φινλανδία και η Σουηδία το 1996.
Παράλληλα με τις τελευταίες, η Ισλανδία και η Νορβηγία – δύο κράτη τα οποία, αν και δεν ήταν μέλη των ΕΚ, εντούτοις συμμετείχαν προ πολλού (1957) στη Βόρεια Ενωση Διαβατηρίων (γνωστή και ως Σκανδιναβική Ενωση Διαβατηρίων) με τους λοιπούς σκανδιναβούς γείτονές τους – υπέγραψαν ειδική Συμφωνία με τα υπόλοιπα δεκατρία κράτη μέλη της ΕΕ που συμμετείχαν στο κεκτημένο του Σένγκεν προκειμένου να συνδεθούν και αυτά με τη Ζώνη Σένγκεν.
Στην Ελλάδα η Συνθήκη του Σένγκεν, η Σύμβαση Εφαρμογής της Συνθήκης του Σένγκεν και τα Πρωτόκολλα και οι Συμφωνίες προσχώρησης των νέων κρατών (μεταξύ 1990 και 1996) κυρώθηκαν από τη Βουλή των Ελλήνων με το Νόμο 2514/1997.
Η Συμφωνία του Σένγκεν τέθηκε σε ισχύ στις 26 Μαρτίου 1995, δημιουργώντας έτσι τη Ζώνη Σένγκεν, που ενσωματώθηκε στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Αμστερνταμ την 1η Μαΐου 1999, με εξαίρεση την Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Εκτοτε το κεκτημένο του Σένγκεν (Schengen acquis) εφαρμόζεται και αναπτύσσεται περαιτέρω εντός του θεσμικού και νομικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ισλανδία και η Νορβηγία υπέγραψαν το 1999 ειδική Συμφωνία με το Συμβούλιο της ΕΕ για τη σύνδεσή τους με το κεκτημένο του Σένγκεν.
Σήμερα ο χώρος Σένγκεν αποτελείται από 26 ευρωπαϊκές χώρες, 22 από τις οποίες είναι κράτη μέλη της ΕΕ. Κάθε χώρα που ανήκει στον χώρο Σένγκεν αξιολογείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι εφαρμόζει στο ακέραιο τους κανόνες που έχουν συμφωνηθεί από όλους.
Τι προσφέρει η Συνθήκη Σένγκεν
Εντός του εδάφους του χώρου Σένγκεν είναι εξασφαλισμένη η ελεύθερη κυκλοφορία όχι μόνο προσώπων, αλλά και εμπορευμάτων, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Κι αυτό γιατί τα εσωτερικά σύνορα μεταξύ των χωρών που έχουν υπογράψει τη Συνθήκη, έχουν ουσιαστικά καταργηθεί και αντικατασταθεί με ενιαία εξωτερικά σύνορα.
Στα κράτη του χώρου Σένγκεν ισχύουν κοινοί κανόνες όσον αφορά τις θεωρήσεις για διαμονές σύντομης διάρκειας, τις αιτήσεις ασύλου και τους ελέγχους στα σύνορα, οι οποίοι πρέπει να τηρούνται απαρέγκλιτα.
Πρακτικά, τα πλεονεκτήματα που εξασφαλίζει η Συνθήκη στους πολίτες των χωρών που την έχουν υπογράψει είναι πολλά. Οι εν λόγω πολίτες που κινούνται μέσα στον συγκεκριμένο χώρο δεν υποβάλλονται σε συνοριακούς ελέγχους, ούτε προβλέπεται για αυτούς αναμονή σε αεροδρόμια ή σε θαλάσσια και χερσαία σύνορα.
Η διενέργεια αστυνομικών ελέγχων επιτρέπεται μόνο αν η αστυνομία έχει πληροφορίες για πιθανή απειλή στη δημόσια ασφάλεια. Στα λιμάνια και τα αεροδρόμια, οι μοναδικοί έλεγχοι που επιτρέπονται αφορούν στην επαλήθευση της ταυτότητας του νόμιμου κατόχου του εισιτηρίου.
Αναφορικά δε με την ύπαρξη κοινών εξωτερικών συνόρων, τα πλεονεκτήματα που εξασφαλίζει η Σένγκεν είναι η βελτιωμένη συνεργασία και ο συντονισμός μεταξύ των αστυνομικών υπηρεσιών και των δικαστικών αρχών των διαφόρων χωρών που εγγυώνται την ασφάλεια εντός του χώρου Σένγκεν.
Επιπλέον, συνοριοφύλακες μιας χώρας μπορούν να αποσπώνται σε άλλη χώρα στο πλαίσιο κοινών επιχειρήσεων ή να παρέχουν στήριξη σε κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες πιέσεις.
Η παραπάνω παράμετρος είναι ιδιαίτερη σημαντική για τη χώρα μας που αντιμετωπίζει πρωτόγνωρη πίεση στα σύνορά της λόγω της προσφυγικής κρίσης. Επίσης, σε περίπτωση εξόδου από τη Σένγκεν, η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει τα πλεονεκτήματα της συνεργασίας ανάμεσα στα κράτη του ενιαίου χώρου, σε μια περίοδο που η απειλή της τρομοκρατίας είναι μεγαλύτερη από ποτέ.
Τα κράτη που ανήκουν στη Σένγκεν ανταλλάσσουν πληροφορίες για την καταπολέμηση του οργανωμένου διασυνοριακού εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Η ενισχυμένη αστυνομική συνεργασία καθιστά δυνατή την καταδίωξη εγκληματιών πέραν των συνόρων, τη διασυνοριακή παρακολούθηση, τη σύσταση κοινών αστυνομικών κέντρων και ομάδων, καθώς και τη χρήση του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν (SIS), το οποίο βοηθά στη διατήρηση της εσωτερικής ασφάλειας εντός των κρατών του χώρου Σένγκεν.
Το SIS είναι ένα τεράστιο σύστημα πληροφοριών που παρέχει στην αστυνομία και τις αρμόδιες αρχές της Ελλάδας (και των άλλων κρατών της Σένγκεν) πρόσβαση σε καταχωρίσεις για εξαφανισμένα πρόσωπα, για πρόσωπα ή αντικείμενα που συνδέονται με ποινικά αδικήματα και για υπηκόους τρίτων χωρών που δεν επιτρέπεται να εισέλθουν ή να παραμείνουν στον χώρο Σένγκεν.
Οι απώλειες στον τουρισμό
Είναι προφανές πως αν η Ελλάδα αποπεμφθεί από τη Συνθήκη Σένγκεν για ένα χρονικό διάστημα που μπορεί να κυμανθεί μέχρι δύο χρόνια, οι απώλειες για τον ελληνικό τουρισμό θα είναι σημαντικές. Με τις διελεύσεις να είναι πλέον πολύ πιο δύσκολες από πριν, αρκετοί τουρίστες, για να αποφύγουν την ταλαιπωρία, είναι δεδομένο πως θα επιλέξουν άλλους πιο πρόσφορους τουριστικούς προορισμούς. Κι όλα αυτά σε μια περίοδο που ήδη οι προκρατήσεις από ξένα ταξιδιωτικά γραφεία δείχνουν πως το προσεχές καλοκαίρι αναμενόταν μια σημαντική, όσο και αναγκαία, αύξηση της τουριστικής κίνησης στη χώρα μας. Πρόβλημα, πάντως, θα υπάρξει και στη μεταφορά προϊόντων και εμπορίου με πολλές συνέπειες στην οικονομική ζωή της χώρας.
Τι γράφει ο γερμανικός Τύπος
Σε άρθρο στον ιστότοπο της γερμανικής εφημερίδας Spiegel σημειώνεται: «Προσωρινό ή όχι το κλείσιμο έδωσε μια πρόγευση για το ακόλουθο σενάριο: τι θα συνέβαινε εάν η ΕΕ πραγματοποιούσε τις απειλές της και έδιωχνε από τη ζώνη του Σένγκεν την Ελλάδα;»
«Ενα μάθημα για την ΕΕ» είναι ο τίτλος του ρεπορτάζ και αναφέρεται στο προσωρινό κλείσιμο των συνόρων μεταξύ Ελλάδας και FYROM. Στο άρθρο σημειώνεται: «Προσωρινό ή όχι το κλείσιμο έδωσε μια πρόγευση για το ακόλουθο σενάριο: τι θα συνέβαινε εάν η ΕΕ πραγματοποιούσε τις απειλές της και έδιωχνε από τη ζώνη του Σένγκεν την Ελλάδα;»
Και λίγο παρακάτω το άρθρο σημειώνει: «Το κλείσιμο των συνόρων για δέκα ώρες οδήγησε σε έναν συνωστισμό: 1.200 πρόσφυγες ανάμεσά τους παιδιά, ηλικιωμένοι και ασθενείς εγκλωβίστηκαν σε ένα βενζινάδικο στην Ειδομένη. Άλλοι 1.200 σε ένα προσφυγικό καταυλισμό στα σύνορα… Οι πρόσφυγες εκεί πρέπει να βασιστούν στον εαυτό τους, χωρίς υποστήριξη από ανθρωπιστικές οργανώσεις όπως του Γιατρούς χωρίς Σύνορα ή την οργάνωση Save the Children».
Αυτό δεν είναι το μοναδικό άρθρο που καταγράφεται στον σημερινό γερμανικό Τύπο για το τελεσίγραφο της Κομισιόν προς την Ελλάδα. Η Welt του Βερολίνου αναφέρεται στη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και την κατάσταση στο Προσφυγικό και σημειώνει: «Το γεγονός ότι ειδικά η Ελλάδα είναι αυτή που θα πρέπει να φυλάξει τα πιο σημαντικά εξωτερικά σύνορα είναι μοιραίο. Η υπερχρεωμένη και οικονομικά κατεστραμμένη χώρα αποτυγχάνει καθημερινά να φέρει εις πέρας αυτό το τεράστιο έργο.
Η χώρα-μέλος της ΕΕ μετά από τόσα χρόνια οικονομικής κρίσης θεωρείται ένα αποτυχημένο κράτος με ανεπαρκή διοίκηση, πελατειακή οικονομία και έλλειψη κοινωνικών υποδομών. Και το ρήγμα στα ευρωπαϊκά εξωτερικά σύνορα μοιάζει να βαθαίνει. Από τις αρχές του χρόνου, παρά τον χειμωνιάτικο καιρό, ο αριθμός των προσφύγων αυξήθηκε κατά πολύ, ακόμα μια φορά. Κανένας από τους πρόσφυγες δεν θέλει να μείνει παραπάνω από όσο είναι απαραίτητο στο ελληνικό έδαφος. Η περίθαλψη θεωρείται αναξιοπρεπής παρόλο που οι Βρυξέλλες παρέχουν οικονομική βοήθεια».
Σε άλλο δημοσίευμα, η Welt αναφέρεται στην ετήσια έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας. Ανάμεσα σε άλλα και στην Ελλάδα: «Οι χώρες στις οποίες η διαφθορά υποχώρησε κατά τρόπο εντυπωσιακό είναι η Μεγάλη Βρετανία, η Σενεγάλη και η Ελλάδα. Η χώρα που βρίσκεται σε κρίση θεωρούνταν το 2012 η πιο διεφθαρμένη χώρα της Ευρώπης. ‘’Οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν την περίοδο της κρίσης φέρνουν καρπούς’’ δηλώνει ο Φιν Χάινριχ, διευθυντής ερευνών στην Διεθνή Διαφάνεια. ‘’Οι πιο σοβαρές μορφές διαφθοράς, οι οποίες υπήρχαν μέχρι το 2011 μειώθηκαν’’. Η διαφθορά για παράδειγμα στο σύστημα υγείας υποχώρησε πολύ».
Το προσωρινό κλείσιμο των συνόρων από τη FYROM
Η Handelsblatt αναφέρεται και αυτή στο Προσφυγικό και επιγράφει ρεπορτάζ της με τον τίτλο: «Οι Βρυξέλλες θέτουν τελεσίγραφο στην Ελλάδα». Η εφημερίδα σημειώνει: «Η κυβέρνηση στην Αθήνα ξεκίνησε ήδη τον Νοέμβριο του 2015 να τηρεί τους κανόνες της συνθήκης του Σένγκεν, ωστόσο ο Επίτροπος Ντομπρόβσκις δήλωσε πως ‘’θα πρέπει να γίνουν περισσότερα’’. Αυτό σημαίνει αποτελεσματική καταγραφή των προσφύγων που καταφθάνουν, λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων και απέλαση ανθρώπων που δεν δικαιούνται άσυλο.
Η ελεύθερη κυκλοφορία ανθρώπων και αγαθών στην ΕΕ μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο εάν διασφαλιστούν τα εξωτερικά σύνορα. Εάν αποτύχει η συμφωνία του Σένγκεν, αυτό θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά. Απειλούνται οικονομικές ζημίες δισεκατομμυρίων».