Πρώτο κλικ. Δεύτερο κλικ. Κι έπειτα αμέτρητα. «Δεν περιμένω. Κάνω κλικ για να πιάσω την στιγμή». Η Σαμπίνε Βάις είναι γεννημένη φωτογράφος της στιγμής, της ασπρόμαυρης στιγμής, και στα 93 της τα κύτταρά της δεν έχουν αλλάξει. Το βασικό της κύτταρο. Της ματιάς. Μέσα από τον φακό.
Οι σκηνές δρόμου που αποτυπώνει με όλα αυτά τα κλικ, σε άσπρο μαύρο πάντα, είναι αναγνωρίσιμες διεθνώς. Πίσω από τα παιδιά, τους αντικατοπτρισμούς στα ήσυχα λασπόνερα, ή έναν ηλικιωμένο βιολονίστα που σέρνει τα χρόνια του και το βιολί του, ή ακόμη και τα πορτρέτα του μεγάλου Αλμπέρτο Τζιακομέτι στο εργαστήρι του με τα γλυπτά του, ξέρουν πολλοί – οι γνώστες της φωτογραφίας τουλάχιστον – ότι κρύβεται η Σαμπίνε, που γεννήθηκε το 1924 στην Ελβετία, δούλεψε στο στούντιο του μεγάλου Φρεντ Μπουασονά στην πατρίδα της και εγκαταστάθηκε το 1946, μετά τον πόλεμο, στο Παρίσι των καλλιτεχνών. Ως φωτογράφος μόδας αρχικά και βοηθός του γερμανού μαιτρ Βίλι Μέιβαλντ (1907 – 1985). Μέχρι που στο ανήσυχο Παρίσι, το 1952 πλέον, υπέγραψε συμβόλαιο με την θρυλική – τότε – Vogue και τα άλλα τα πήρε η Ιστορία στον ρου της. Μέχρι σήμερα που παραμένει η τελευταία εκπρόσωπος της ουμανιστικής σχολής στην φωτογραφία, με εκπροσώπους επιφανείς όπως ο Ανρί-Καρτιέ Μπρεσόν και ο Ρομπέρ Ντουανό.
Η έκθεσή της (ναι, στα 93!) «Les Villes, La Rue, L’Autre» -Οι Πόλεις, ο Δρόμος, ο Άλλος, αν θέλετε– στο Κέντρο Πομπιντού, στο Παρίσι, θυμίζει στον κόσμο όσα θα ήθελε να ξέρει και κυρίως να δει από εκείνη. Γιατί η Σαμπίνε Βάις, πολιτογραφημένη Γαλλίδα, 69 χρόνια τώρα, προτιμά την κατάφυτη αυλίτσα της στο σπίτι της, στο εύπορο 16ο τομέα της Πόλης του Φωτός. Και τις αναμνήσεις της.
Αυλή, είπαμε. Και κήπο. Κήπο θεωρεί και τις φωτογραφίες που εκτίθενται στο Πομπούρ. Όλες «τραβηγμένες» για την προσωπική της ευχαρίστηση, όπως έχει εξομολογηθεί στους επιμελητές. «Είναι ο προσωπικός μου μυστικός κήπος. Η πνευματική μου φωλιά. Οι προσωπικές μου αναμνήσεις», λέει στον Guardian. Πάντα από το δρόμο. Πάντα με άξονα τον Άνθρωπο. Το είπαμε: τελευταία – ζούσα – εκπρόσωπος της ουμανιστικής σχολής στην φωτογραφία.
Αυτός ο μυστικός κήπος ήταν για τα μάτια της μόνον μέχρι σήμερα. Στο σπιτάκι της, που βρήκε το 1949 χάρη στις επαφές του συζύγου της, του αμερικανού ζωγράφου Χιου Βάις, με τους ανθρώπους στα πολύβουα τότε εργαστήρια ζωγραφικής της Μονμάρτης. Τι κι αν δεν είχε τρεχούμενο νερό και είχε μόνον μία μικρή εξωτερική τουαλέτα; «Μια χαρά μου έκανε», λέει εκείνη σήμερα που το σκηνικό γύρω από εκείνο το σπιτάκι, το σπιτάκι της, έχει αλλάξει άρδην, αφήνοντάς το μικρό οίκημα (5 επί 5!) του 19ου αιώνα και κάποτε λιλιπούτειο εργαστήρι γλυπτικής να φαντάζει σαν από άλλη εποχή, στη μέση του «νέου» τοπίου, στο 16ο παρισινό διαμέρισμα.
Εκεί μέσα μπορεί να γυρίζει πίσω στα… ελβετικά της χρόνια, όταν στα 8 της κρατούσε (και χρησιμοποιούσε) μια φτηνή φωτογραφική μηχανή Bakelite για να αρχίσει να πλάθει τον «μυστικό κήπο της» ή αργότερα όταν μάθαινε, με επιμέλεια περισσή, τις τεχνικές της φωτογραφίας. Και οι δικοί της νόμιζαν ότι θέλει να γίνει τεχνικός της φωτογραφίας. Μπορεί μαιτρ σαν τον Ανρί-Καρτιέ Μπρεσόν να προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να δείξουν στον κόσμο την φωτογραφία ως ύψιστη μορφή τέχνης, ισάξια με τις άλλες (ακόμη και καταφεύγοντας σε τεχνικές επιχρωματισμού και άλλες), αλλά η Σαμπίνε, όταν πια έφτασε εκεί που ήθελε να φτάσει, θεωρούσε την τέχνη της φωτογραφίας αυθύπαρκτη και τέχνη των χεριών, των ματιών και της καρδιάς, ασπαζόμενη με ενθουσιασμό τον τίτλο όχι του καλλιτέχνη, αλλά της φωτογράφου. Μάρτυρες και τα εντυπωσιακά ασπρόμαυρα καρέ της που συγκροτούν την έκθεσή της – εκείνη δεν το περίμενε πως θα συμβεί αυτό ποτέ – στο Μπομπούρ. Καλλιτεχνία; Όχι. Φωτογραφία. Με το Φι κεφαλαίο.
Info
«Sabine Weiss: Les Villes, La Rue, L’Autre», στο Κέντρο Pompidou του Παρισιού, έως τις 15 Οκτωβρίου.