Κάθε του θρίαμβος είναι μία νίκη του αριστοκρατικού τένις και, συνάμα, ένα σφίξιμο στο στομάχι για όσους λατρεύουν το σπορ – όχι το σκορ. Γιατί κάθε του παράσταση, κάθε του τρόπαιο, φέρνει το τέλος όλο και πιο κοντά. Στις 8 Αυγούστου θα κλείσει τα 36. Η κλεψύδρα αδειάζει. Το «αντίο» θα είναι πικρό για το άθλημα που ο Ρότζερ Φέντερερ τίμησε όσο κανείς. Ο Ελβετός πήγε κόντρα στο ρεύμα της εποχής, που θέλει τους νικητές να είναι «εξολοθρευτές». Με την αρμονία στο παιχνίδι του, την αισθητική του, τις σχεδόν τέλειες κινήσεις του, επανέκδωσε και βελτίωσε ένα τένις ξεχασμένο από τα μέσα της δεκαετίας των ’80s. Δεν είναι, απλώς, ο καλύτερος: είναι ένα είδος υπό εξαφάνιση.
Ενα ζεστό απόγευμα του Ιουλίου του 2001, ο Φέντερερ νίκησε στα προημιτελικά του Γουίμπλεντον τον επτά φορές κάτοχο του τροπαίου, Πιτ Σάμπρας (στην πρώτη τους και τελευταία επίσημη αναμέτρηση). Ο Σάμπρας, εντυπωσιασμένος από τον τρόπο του -τότε- εικοσάχρονου παιδιού από τη Βασιλεία, του είχε κάνει μία ανεπανάληπτη φιλοφρόνηση. Είχε δηλώσει πως, για πρώτη φορά στη ζωή του, αισθάνθηκε ότι έχασε από κάποιον που έπαιξε καλύτερα απ’ αυτόν. Σαν άλλος προφήτης είχε αναγγείλει την έλευση εκείνου που θα «ανάσταινε» το άθλημα.
«Ο θάνατος του τένις επήλθε στις 10 Ιουνίου του 1984, ακριβώς στις 19.08. Τότε που ο Τζον ΜακΕνρόου, ο πιο ταλαντούχος τενίστας της εποχής, έχασε από τον δεκαθλητή Ιβάν Λεντλ. Εκείνη τη βάρβαρη στιγμή που ο συμπαθής Λεντλ πανηγύριζε το λάθος του αντίπαλου του, το τένις τελείωνε. Θα ακολουθούσε μια γενιά παικτών γεμάτων όρεξη για τρέξιμο, παθιασμένων με την αποτελεσματικότητα, αλλά χωρίς το ταλέντο που μαγεύει τον θεατή», έγραψε στην USA Today ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, ένας από τους κορυφαίους αθλητικούς αρθρογράφους των ΗΠΑ, μετά τη νίκη του Φέντερερ στον τελικό του Αμερικανικού Οπεν, στις 11 Σεπτεμβρίου 2004. Για να συμπληρώσει ότι «ο Ελβετός ήρθε για να καταπλήξει τον κόσμο, θέτοντας τις βάσεις μιας νέας θρησκείας, της θρησκείας του ταλέντου». Αυτό, ακριβώς, έκανε ο Φέντερερ: με την ποιότητα και τη χαρισματικότητά του σάρωσε τα τρόπαια, σε ένα άθλημα όπου -μετά τον ΜακΕνρόου και (δευτερευόντως) τον Σάμπρας- η αντοχή και η δύναμη θεωρούνταν τα κύρια συστατικά της επιτυχίας.
Σάρωσε τα τρόπαια και τα ρεκόρ. Την Κυριακή κατέκτησε τον όγδοο τίτλο του στο Βρετανικό Οπεν, το 19o Γκραν Σλαμ του, και έγινε ο τρίτος τενίστας στα χρονικά που κερδίζει περισσότερα από ένα major τουρνουά χωρίς να χάσει ούτε σετ (το είχε κατορθώσει και στην Αυστραλία, τον περασμένο Χειμώνα). Λίγο πριν κλείσει τα 36 του χρόνια, είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία κατακτητής του Γουίμπλεντον στη σύγχρονη μορφή του (από το 1968). Μετράει 93 τίτλους καριέρας και απέχει μόλις κατά έναν από τον Ιβάν Λεντλ, που είναι ο δεύτερος της κατάταξης (ο Τζίμι Κόνορς προηγείται με 109). Επιπλέον, ισοφάρισε το επίτευγμα του Αυστραλού Κεν Ρόσγουολ, κερδίζοντας δύο Γκραν Σλαμ σε ηλικία άνω των 35 ετών.
Το προηγούμενο ήταν το Αυστραλιανό Οπεν, τον περασμένο Ιανουάριο. Αλλος «άθλος» και τούτος: έπειτα από μία εξάμηνη αποχή από τα courts, λόγω ενός σοβαρού τραυματισμού, μέσα στο 2017 κατέκτησε -εκτός από το τρόπαιο στη Μελβούρνη- δύο τίτλους Μάστερς 1000 και έναν στο Χάλε, προτού βάλει «το κερασάκι στην τούρτα», χθες, στο Λονδίνο. Εφέτος έχει ηττηθεί μόνο δύο φορές σε 33 αναμετρήσεις. Στα Γκραν Σλαμ και στα Μάστερς είναι αήττητος, με 25 νίκες σε ισάριθμες αναμετρήσεις, ενώ δεν έχει χάσει από τενίστα του Top-100.
Αλλά, ο μύθος του δεν οφείλεται στις νίκες του, ούτε στα ρεκόρ του. Αυτό που τον γιγάντωσε, είναι ο περφεξιονισμός του παιχνιδιού του. Ο Φέντερερ αποτελεί την -ακόμα καλύτερη- συνέχεια του Κόνορς, του ΜακΕνρόου και του Σάμπρας, που υπήρξαν οι τρεις μεγαλύτεροι τεχνίτες. Παίζει λες και αισθάνεται το καθήκον να υπερασπιστεί την ευγενική καταγωγή του τένις, απέναντι σε παίκτες με μυαλό – κομπιούτερ ή ατσάλινη θέληση. Απέναντι στον Νόβακ Τζόκοβιτς, που θαρρείς πως προβλέπει τις επόμενες κινήσεις του αντιπάλου του σαν σκακιστής, ή στον ισοπεδωτικό Ράφα Ναδάλ, που είναι ένα φαινόμενο αντοχής και δύναμης. Το τένις του Φέντερερ είναι αρχοντικό. Παλαιομοδίτικο, μα τόσο γοητευτικό. Ο Ελβετός δίδαξε, με την απαράμιλλη τεχνική του, το πώς μπορείς να εκπλήξεις τον αντίπαλο από οποιαδήποτε θέση του γηπέδου. Τον αντίπαλο, αλλά και τον θεατή. Εκανε το παιχνίδι πιο συναρπαστικό.
Από τον Ναδάλ έχει χάσει πολλές φορές – τις περισσότερες. Το 2008, που ξεπετάχτηκε ο Ισπανός, ο Ματς Βίλαντερ -ο σουηδός θρύλος του τένις- είχε προφητεύσει πως «αν προσπαθούσαμε να κατασκευάσουμε έναν τενίστα που θα μπορούσε να νικήσει τον Φέντερερ, αυτός θα ήταν ο Ναδάλ». Πράγματι, ο απόλυτος κυρίαρχος την τετραετία 2004-2008 Φέντερερ, βρήκε τον μπελά του από τον αριστερόχειρα Ράφα που ξεχειλίζει ενέργεια και πάθος. Υστερα, εμφανίστηκε στο προσκήνιο και ο Τζόκοβιτς. Ο συναγωνισμός έγινε αδυσώπητος. Ο Φέντερερ, όμως, εξακολούθησε να θριαμβεύει -μέχρι τα… γεράματα- με εκείνο το ψύχραιμο, αψεγάδιαστο, σαγηνευτικό του παιχνίδι. Σε βάθος χρόνου, το ταλέντο νίκησε, και τη δύναμη, και τη λογική.
Αμέσως μετά τον κυριακάτικο θρίαμβό του στο Λονδίνο, ο Ελβετός ανέβασε στο Twitter μία φωτογραφία που τον δείχνει να ασπάζεται το 19ο Γκραν Σλαμ τρόπαιο της καριέρας του. Μέσα σε λίγα λεπτά, συγκέντρωσε 70.000 retweets, 140.000 Likes και σχεδόν 6.000 σχόλια. Ανάμεσα σε όσους υποκλίθηκαν στον «Βασιλιά», ήταν και πολλοί τενίστες, παλιοί (όπως ο Μπόρις Μπέκερ) και σύγχρονοι, όπως ο Τόμας Μπέρντιχ -τον οποίο ο Φέντερερ νίκησε στον ημιτελικό του Γουΐμπλεντον- ή ο συμπατριώτης του, Σταν Βαβρίνκα. Τον περασμένο Ιανουάριο, οι αντιδράσεις -σε όλο τον κόσμο- για τη νίκη του στο Οπεν της Αυστραλίας ήταν πρωτοφανείς. Εχουν την εξήγησή τους: οι φίλοι του τένις αντιλαμβάνονται πως, αυτό που βιώνουν, είναι οι τελευταίες στιγμές του μεγαλύτερου τενίστα όλων των εποχών.
Ο Φέντερερ έχει αρχίσει να χάνει το ματς με τον χρόνο που κανένας, ποτέ, δεν κατάφερε να νικήσει. Ηδη, έχει υποχρεωθεί σε εξάμηνες αποχές από τη δράση. Το παιχνίδι του Ελβετού, όμως, παραμένει ακμαίο και ελκυστικό. Λες και δεν πέρασε ούτε μια μέρα από εκείνο το απόγευμα που νίκησε τον Σάμπρας και πήδησε πάνω στην κεντρική σκηνή του τένις.