Ενα δύσκολο εξάμηνο έχουν μπροστά τους νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Προ των πυλών βρίσκονται οι νέες ανατιμήσεις έως 20% σε βασικά καταναλωτικά είδη στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Θα εκδηλωθούν έως το τέλος του μήνα, πυροδοτώντας εκ νέου τον πληθωρισμό που έχει ήδη σκαρφαλώσει στα υψηλότερα επίπεδα της δεκαετίας (5,1%) και βαδίζει προς νέα, υψηλότερα ρεκόρ. Αλλά και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ετοιμάζεται να κάνει στροφή στην πολιτική της, με αυξήσεις επιτοκίων τους επόμενους μήνες, αν δεν ανακοπεί το πληθωριστικό φαινόμενο που ενισχύεται από την κούρσα του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και των πρώτων υλών στις διεθνείς αγορές εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης τιμών και της πανδημίας.
Η πανδημία στο πέρασμά της αφήνει μεγάλες πληγές στην οικονομία. Αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις των ειδικών, θα κάνουμε Πάσχα με μεγαλύτερη ελευθερία και χωρίς σκληρά υγειονομικά περιοριστικά μέτρα, αλλά θα είναι πολύ ακριβό για την τσέπη των καταναλωτών.
Νοικοκυριά και επιχειρήσεις αναζητούν ομπρέλα απέναντι στα ακραία καιρικά φαινόμενα στο μέτωπο των τιμών. Και η κυβέρνηση, υπό την πίεση της κοινωνίας, ανακοινώνει, συνεχώς, νέα μέτρα στήριξης, αλλά είναι σαφές ότι αυτά δεν αρκούν για να απορροφήσουν το σύνολο από την αύξηση του κόστους διαβίωσης. Ούτε όλο το επιπλέον κόστος που δέχονται κλάδοι της αγοράς που έχουν πληγεί από την πανδημία.
Ενα ντόμινο επιπτώσεων ξεκινά από τις εισαγόμενες ανατιμήσεις που περνούν στις τιμές των τελικών προϊόντων, ροκανίζουν το διαθέσιμο εισόδημα και καταλήγουν να δοκιμάζουν τις αντοχές του προϋπολογισμού που έχει περιορισμένα περιθώρια για μέτρα στήριξης. Από την έναρξη της πανδημίας έως σήμερα έχουν διατεθεί 43,3 δισ. ευρώ από τον κρατικό κορβανά για να στηριχθεί η κοινωνία. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού εκτοξεύτηκε τα δύο προηγούμενα χρόνια, αλλά φέτος πρέπει να μειωθεί δραστικά μεταξύ 1%-1,5% του ΑΕΠ για να εκπληρώσει η χώρα τις δεσμεύσεις της και να περάσει σε πρωτογενή πλεονάσματα από του χρόνου, όπως ορίζουν οι υποχρεώσεις της στην ευρωζώνη.
Χαμένοι και κερδισμένοι
Νοικοκυριά, μικρομεσαίες επιχειρήσεις και Δημόσιο είναι οι μεγάλοι χαμένοι της πανδημίας και των ανατιμήσεων που ήρθαν στη συνέχεια. Υπάρχουν όμως και μεγάλοι κερδισμένοι. Οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ είδαν τους τζίρους και τα κέρδη τους να εκτινάσσονται τη δύσκολη περίοδο της πανδημίας. Στα ταμεία τους κατευθύνθηκε ένα μεγάλο μέρος από τις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή καταναλωτικής δαπάνης.
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: το 2020 οι 34 μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ αύξησαν τον τζίρο τους σχεδόν κατά 900 εκατομμύρια ευρώ σε σχέση με το 2019. Οι πωλήσεις τους το πρώτο έτος της πανδημίας ανήλθαν στα 9,98 δισ. ευρώ έναντι 9,11 δισ. ευρώ το προηγούμενο έτος (αύξηση 9,54%). Ο χορός εσόδων και κερδών συνεχίζεται και φέτος, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου ο τζίρος στο σύνολο των σούπερ μάρκετ διαμορφώθηκε σε 11,38 δισ. ευρώ έναντι 11 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2020 και 10,58 δισ. ευρώ το 2019.
Οσο για τα κέρδη (προ φόρων), το 2020 οι 10 μεγαλύτεροι όμιλοι και εταιρείες σημείωσαν εντυπωσιακή αύξηση κατά 167,56%. Από 64,18 εκατ. ευρώ το 2019, το 2020 εκτοξεύθηκαν στα 171,73 εκατ. ευρώ. Για τις 34 αλυσίδες σούπερ μάρκετ (που αναφέραμε νωρίτερα) το εννεάμηνο του 2021 η καθαρή κερδοφορία τους αυξήθηκε κατά 113, 6% στα 190,87 ευρώ από 89,36 ευρώ το ίδιο εννεάμηνο του 2019. Κερδοφορία που ενισχύθηκε και λόγω της μείωσης του φόρου των κερδών των επιχειρήσεων στο 22% από 24%.
Νέες αυξήσεις σε βασικά προϊόντα
Σήμερα, τα σούπερ μάρκετ υποστηρίζουν ότι δεν αντέχουν οικονομικά να απορροφήσουν το κόστος των εισαγόμενων ανατιμήσεων. Προαναγγέλλουν νέες αυξήσεις σε βασικά προϊόντα και πρωτοστατούν στο αίτημα να μειωθεί ο ΦΠΑ ως μέτρο αποσυμπίεσης της ακρίβειας. «Αντί να βάλουν πλάτη», όπως λένε σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις παράγοντες του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, και να απορροφήσουν τις εισαγόμενες ανατιμήσεις, τα σούπερ μάρκετ «ζητούν και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο». Να πληρώσει δηλαδή το Δημόσιο, μέσω της μείωσης του ΦΠΑ, τις αυξήσεις τιμών που έχουν αποφασίσει να κάνουν. Και αυτό παρότι το συγκεκριμένο μέτρο, όποτε εφαρμόστηκε στο παρελθόν, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Ενα μεγάλο κομμάτι του μειωμένου ΦΠΑ έμεινε στα ταμεία ως κέρδος για τις αλυσίδες, δεν πέρασε ως όφελος στην τσέπη των καταναλωτών, οι οποίοι, εν τέλει, δεν γλίτωσαν ούτε τις ανατιμήσεις.
Το μηνιαίο κόστος για το Δημόσιο από τη μείωση του ΦΠΑ υπολογίζεται σε 140 εκατ. ευρώ. Δεδομένου του ύψους του, το ερώτημα είναι: Για πόσους μήνες ο προϋπολογισμός θα μπορούσε να αντέξει ένα τέτοιο μέτρο;