Τα αναπάντητα ερωτήματα όσον αφορά την επίθεση που δέχτηκαν το πρωί της Πέμπτης τα δύο πετρελαιοφόρα στον Περσικό Κόλπο είναι πολλά. Οι Αμερικανοί έσπευσαν να ενοχοποιήσουν τους Ιρανούς, εκείνοι αρνούνται κάθε εμπλοκή ενώ αμφότεροι σπέρνουν υποψίες, κλιμακώνοντας επικίνδυνα την ένταση ανάμεσα στον Λευκό Οίκο του Ντόναλντ Τραμπ και το σκληροπυρηνικό, πλέον, καθεστώς της Τεχεράνης.
Περιμένοντας να καταλαγιάσει ο θόρυβος, ωστόσο, ο Guardian αποπειράται να διευρύνει το πλαίσιο ερμηνείας του γεγονότος, υποστηρίζοντας σε κύριο κείμενό του πως στην πραγματικότητα τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν άμεσα είναι δύο: ποιοι είναι οι αυτουργοί της επίθεσης αλλά και ποιοι δημιούργησαν τις συνθήκες ώστε να προβούν κάποιοι σε μια ενέργεια η οποία θα ήταν αδιανόητη πριν από μόλις έναν χρόνο ενώ σήμερα μοιάζει να είναι περισσότερο ανησυχητική παρά αναπάντεχη. Και η επίκληση των συνθηκών που οδήγησαν στην επίθεση από τη βρετανική εφημερίδα εμπεριέχει μια ξεκάθαρη κατηγορία κατά των ΗΠΑ: «Το Ιράν πρέπει να απαντήσει σε πολλά ερωτήματα όσον αφορά την κατάσταση στην περιοχή, κυρίως στη Συρία. Αλλά είναι οι ΗΠΑ αυτές που αποχώρησαν από τη διεθνή πυρηνική συμφωνία την οποία τηρούσε το Ιράν, κυρίως λόγω της αλλεργίας του Ντόναλντ Τραμπ σε κάθε επιτυχία του προκατόχου του».
Υπό την καθοδήγηση του Τζον Μπόλτον, του πολεμοχαρούς συμβούλου εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ, και παρακινημένες από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία «οι ΗΠΑ άσκησαν “μέγιστη πίεση”, στραγγαλίζοντας την οικονομία του Ιράν και αποστέλλοντας και άλλα απειλητικά μηνύματα ακόμα και ενόσω δηλώνουν ότι θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν».
Το μοναδικό που αποτρέπει τον αμερικανό πρόεδρο να σκληρύνει περαιτέρω τη στάση του, αναφέρει η βρετανική εφημερίδα, είναι το γεγονός ότι έχει υποσχεθεί στους αμερικανούς ψηφοφόρους του ότι δεν θα τους επιβαρύνει με το κόστος που συνεπάγεται μια πολεμική σύρραξη στη Μέση Ανατολή καθώς και η επιθυμία του να αποδείξει (στην απίθανη, όπως όλα δείχνουν, περίπτωση επίτευξης μιας νέας συμφωνίας) ότι ξέρει να διαπραγματεύεται καλύτερα από τον Μπαράκ Ομπάμα.
Η άνοδος, ωστόσο, των τιμών του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές μετά τις επιθέσεις, αποδεικνύει πως η ένταση μεταξύ των δύο πλευρών δεν πλήττει μόνον το Ιράν. Η απόφαση των Αμερικανών να αποχωρήσουν μονομερώς από τη συμφωνία, υπονομεύοντας συγχρόνως τη θέση των χωρών που εξακολουθούν να δεσμεύονται για την τήρησή της, ενίσχυσε τη σκληροπυρηνική πτέρυγα της ιρανικής ηγεσίας εις βάρος των μετριοπαθών. Την περασμένη Τρίτη, δύο ημέρες πριν από την επίθεση στα δύο δεξαμενόπλοια, ο υπουργός Εξωτερικών του Ιράν Τζαβάντ Ζαρίφ θέλησε να υπογραμμίσει σε δηλώσεις του, έχοντας, μάλιστα, δίπλα του, τον γερμανό ομόλογό του Χάικο Μάας, πως οι ΗΠΑ δεν μπορούν «να προσδοκούν να παραμείνουν ασφαλείς» μετά τον «οικονομικό πόλεμο» που κήρυξαν στην πατρίδα του.
Η επιθετική στάση του Ιράν οφείλεται και στο γεγονός ότι η χώρα των μουλάδων έχει πλέον απομονωθεί στη διεθνή σκηνή. Η Κίνα, έχοντας να αντιμετωπίσει τα δικά της σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, δεν κάλυψε τις τεράστιες απώλειες που επέφερε η επιβολή των αμερικανικών κυρώσεων στην ιρανική οικονομία. Την ίδια ώρα αποδεικνύεται πως ο μηχανισμός που δημιούργησαν η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία με στόχο τη μερική παράκαμψή τους, προς το παρόν αποτελεί περισσότερο μια πολιτική δήλωση παρά ένα αποτελεσματικό μέσο ελάφρυνσης της πίεσης που ασκείται στους Ιρανούς.
Δεδομένου ότι βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, εκτιμάται πως η Τεχεράνη δύσκολα θα αλλάξει τη στάση της. Οι Ιρανοί χρειάζονται απεγνωσμένα χρήματα και όσο αυτά δεν υπάρχουν θα συνεχίσουν, κατά πάσα πιθανότητα, να ακολουθούν τον δρόμο της κλιμάκωσης. Θεωρείται, ωστόσο, απίθανο να επιδιώξουν να εμπλακούν σε μια πολεμική σύρραξη με αντίπαλο τις ΗΠΑ.
Υπάρχει, όμως, πάντα ο κίνδυνος, όπως υπογράμμισε τον προηγούμενο μήνα ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών Τζέρεμι Χαντ μετά τις επιθέσεις (με νάρκες) κατά τεσσάρων δεξαμενόπλοιων στα χωρικά ύδατα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, να ξεσπάσει ένας πόλεμος «κατά λάθος». Μια επίθεση με θύματα ή ο θάνατος ενός αμερικανού πολίτη θα μπορούσαν να έχουν ως κατάληξη το ξέσπασμα ενός πολέμου, οι καταστροφικές συνέπειες του οποίου δεν θα περιοριστούν στην επικράτεια του Ιράν.