Ως κλινικός ψυχολόγος ο Τζέισον Τόμσον γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει στρες. Και καθώς η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αυστραλίας, η Μελβούρνη, αγωνίστηκε με ένα τρικυμιώδες δεύτερο κύμα του κορονοϊού στα τέλη του περασμένου έτους, βρισκόταν και ο ίδιο υπό τεράστια πίεση.
Με έξι εκατομμύρια ανθρώπους κλεισμένους μέσα στα σπίτια τους, η πόλη-φάντασμα περίμενε υπομονετικά να μπει και πάλι στον κανονικό, όσο γίνεται, ρυθμό της ζωής της.
Ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας ήταν ενοχλημένος που το μοντέλο του Τόμσον είχε πείσει τις τοπικές Αρχές της Βικτώριας να παραμείνουν σε lockdown περισσότερο από την υπόλοιπη χώρα και όσο έκρινε απαραίτητο η ίδια, η τοπική κυβέρνηση.
«Ούτε χρήματα, ούτε και κάποια επιβράβευση έχεις να λάβεις όταν είσαι υπεύθυνος για τη δημόσια Υγεία και πεις στους πολίτες ότι για να ξεπεράσουν την κατάσταση θα πρέπει να παραμείνουν κλεισμένοι στα σπίτια τους για ακόμη μεγαλύτερο χρονικό διάστημα», λέει ο Τόμσον στους Times του Λονδίνου. «Ολη αυτή την περίοδο, από το στρες η καρδιά μου χτυπούσε πιο γρήγορα».
Ο Τόμσον ήταν ένα από τα βασικά μέλη της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης, που δημιούργησε ένα υπολογιστικό σύστημα με το οποίο «μοντελοποίησε» τον τρόπο αλληλεπίδρασης της κοινωνίας με την τεχνολογία.
Σε συνεργασία με συναδέλφους του, δημιούργησε ένα πρόγραμμα χρησιμοποιώντας υπερυπολογιστές, καθώς οι μετακινήσεις των πολιτών και άλλες περιοριστικές παράμετροι μεταβάλλονταν συνεχώς.
Η ομάδα του, που αποτελείται από ψυχολόγους, τοπογράφους και οικονομολόγους, ανέλυσε και μοντελοποίησε 1.000 εξαιρετικά περίπλοκα σενάρια, όπως για παράδειγμα τί θα μπορούσε να συμβεί εάν τα σχολεία άνοιγαν την ίδια μέρα με όλα τα υπόλοιπα στη χώρα, ή εάν μία συγκεκριμένη επιχειρηματική δραστηριότητα επαναλειτουργούσε σε διαφορετική ημερομηνία από την αρχικά προβλεπόμενη.
Στις παραμέτρους του αλγόριθμου βέβαια, βρισκόταν και η κόπωση των πολιτών, αλλά και οικονομικά δεδομένα.
Τα αποτελέσματα του μοντέλου προέβλεπαν ότι το πανδημικό κύμα θα μπορούσε να βρίσκεται σε έξαρση μέχρι τα Χριστούγεννα, εάν ο πρωθυπουργός της Βικτώριας Ντάνιελ Αντριους υπέκυπτε στην πίεση μεγάλων επιχειρηματιών για άνοιγμα των επιχειρήσεων καθώς και του συντηρητικού πρωθυπουργού της χώρας Σκοτ Μόρισον και άνοιγε δραστηριότητες τον Σεπτέμβριο και πριν οι νέες μολύνσεις μειώνονταν σε 5 την ημέρα και ο αριθμός αυτός παρέμενε σταθερός για δύο εβδομάδες.
Δεύτερο κύμα με 700 κρούσματα κάθε μέρα
Η μείωση των κρουσμάτων έμοιαζε μη ρεαλιστικός στόχος, καθώς στο αποκορύφωμα του δευτέρου κύματος η Βικτώρια κατέγραφε 700 κρούσματα την ημέρα, ενώ εκατοντάδες ηλικιωμένοι έχαναν τη ζωή τους σε κέντρα φροντίδας.
Ωστόσο, ακόμη και όταν τα κρούσματα είχαν μειωθεί σε 25 ανά ημέρα, το μοντέλο προέβλεπε ότι υπήρχε 62% πιθανότητα τα Χριστούγεννα να χτυπήσει ένα τρίτο κύμα.
Η πρόβλεψη ενίσχυσε την απόφαση του Ντάνιελ Αντριους ώστε η Βικτώρια να παραμείνει σε lockdown. Διευκρινίζεται ότι στην Αυστραλία διαχειρίζονται το σύστημα Υγείας οι ηγέτες των κρατιδίων και όχι η κεντρική κυβέρνηση του Μόρισον.
Ενώ η πόλη δεν είχε ούτε ένα κρούσμα, το δεύτερο κύμα στη Μελβούρνη ξεκίνησε τον Ιούνιο (χειμώνας εκεί) από τα ξενοδοχεία καραντίνας στα οποία διαμένουν υποχρεωτικά για 15 ήμερες όσοι επιστρέφουν ή επισκέπτονται τη χώρα. Εργαζόμενοι στα ξενοδοχεία κόλλησαν κορονοϊό και τον μετέφεραν στον αστικό ιστό.
Σκληρά μέτρα
Τα νέα ημερησία κρούσματα αυξήθηκαν από τα 73 την 1 Ιουλίου στα 598 ένα μήνα αργότερα. Στις αρχές Αυγούστου και τρεις ημέρες πριν οι νέες λοιμώξεις φτάσουν τις 725 την ημέρα, ο Αντριους κήρυξε την πόλη σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, επέβαλε σκληρό lockdown και απαγόρευση της κυκλοφορίας από τις 8 το βράδυ μέχρι τις 5 το πρωί.
Εκλεισαν καφέ, μπαρ, οι πολίτες μπορούσαν να βγουν από το σπίτι τους μόνο για μία ώρα και να απομακρυνθούν μόλις 3 χιλιόμετρα. Για τους εργαζομένους ίσχυαν ειδικές άδειες κυκλοφορίας.
Τα πρόστιμα για τις παραβάσεις στην κυκλοφορία ανέρχονταν σε περίπου 1.000 ευρώ και για μη χρήση μάσκας 150 ευρώ.
Η πόλη που αποτελεί κόμβο της πολιτιστικής και γαστρονομικής ζωής της Αυστραλίας και η Πολιτεία της Βικτώριας, που αντανακλά το 25% της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας της χώρας, είχε παγώσει, κάτι που άφηνε απολύτως αδιάφορο τον Αντριους.
Η παράταση που έκανε τη διαφορά!
Αξιοποιώντας το μοντέλο του Τόμσον, το οποίο αποτέλεσε τη βάση του κυβερνητικού πλάνου για κατάργηση των αυστηρών περιοριστικών μέτρων, στις αρχές Σεπτεμβρίου ένας κεραυνός έπεσε στην πόλη, καθώς αποφασίστηκε η παράταση των μέτρων για τουλάχιστον ένα μήνα ακόμα.
Ο Σκοτ Μόρισον από την πλευρά του δεν σταμάτησε να προειδοποιεί για τις σοβαρές επιπτώσεις που θα είχε στους πολίτες της Μελβούρνης ένα τόσο σκληρό και για μεγάλο χρονικό διάστημα lockdown και ζήτησε να διερευνηθεί το μοντέλο πάνω στο οποίο στηρίζονταν οι τόσο σοβαρές αποφάσεις του Αντριους.
Από την πλευρά του ο Τόμσον περίμενε καθημερινά με αγωνία τις ανακοινώσεις για τον αριθμό των νέων κρουσμάτων, καθώς αποτελούσαν απόδειξη των όσων είχε υποδείξει η ομάδα του στον Αντριους. «Προφανώς υπήρχε πρόσθετη πίεση αν δεν πετύχαινε, διότι θα έκανε την κυβέρνηση της Βικτώριας να φαίνεται αρκετά ηλίθια που μας εμπιστεύτηκε», δηλώνει στους Times ο Τόμσον.
Στις 24 Οκτωβρίου η κυβέρνηση είχε πετύχει τον στόχο της. Ο μέσος όρος των ημερήσιων κρουσμάτων τις τελευταίες 14 ημέρες είχε πέσει στα πέντε. Μάλιστα, το μοντέλο είχε προβλέψει μόλις με απόκλιση 48 ωρών αυτήν την ημερομηνία, καθώς έδινε ότι τα κρούσματα θα μειωθούν και θα σταθεροποιηθούν στα πέντε στις 26 Οκτωβρίου.
Σύμφωνα με τον Τόνι Μπλάκλεϊ, καθηγητή Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, η καταστολή του δεύτερου κύματος στην πόλη ήταν μία από τις πιο επιτυχημένες σε όλο τον κόσμο.
Ετσι, τα πλήθη επέστρεψαν στην καθημερινότητά τους και άνοιξαν ακόμη και δραστηριότητες που για πολλές άλλες περιοχές στον κόσμο είναι ουτοπικό ακόμη και να τις σκεφτούν, όπως για παράδειγμα η διοργάνωση του Αυστραλιανού Open, του πρώτου γκραν σλαμ τουρνουά τένις κάθε σεζόν.
«Πέρα από τις προβλέψεις, υπάρχουν ακόμη τρεις βασικοί λόγοι που τα καταφέραμε. Ο πρώτος είναι η μεγάλη συμμόρφωση των πολιτών στα μέτρα. Ο δεύτερος η ισχυρή πολιτική βούληση του Αντριους και ο τρίτος ότι δεν δώσαμε ψεύτικες ελπίδες και υποσχέσεις με συγκεκριμένες ημερομηνίες που θα άνοιγε και πάλι η πόλη», λέει ο Μπλάκλεϊ.