Με ισχυρή ζήτηση και προσφορές που ξεπέρασαν τελικά τα 29 δισ. ευρώ ολοκληρώθηκε η επανέκδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου, μέσω της οποίας το Δημόσιο άντλησε περίπου 2,5 δισ. ευρώ
Το αρχικό επιτόκιο διαμορφώθηκε στο Mid Swap +90 μονάδες βάσης δηλαδή περί το 1%, για να υποχωρήσει τελικά στο Mid Swap +82 μονάδες βάσης δηλαδή περί το 0,92%, χάρη στη μεγάλη ζήτηση.
Ανάδοχοι της έκδοσης ήταν η BNP Paribas, η Deutsche Bank, η Goldman Sachs, η ΗSBC, η JP Morgan και η Nomura.
Από αρχή του έτους το ελληνικό Δημόσιο έχει αντλήσει από τις αγορές 8,5 δισ. ευρώ (3,5 δισ. με 10ετή ομόλογα, άλλα 2,5 δισ. με 5ετή και 2,5 δισ. ευρώ με 30ετή).
Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας παρατήρσε ότι η Ελλάδα δανείστηκε με περιθώριο (spread) με το οποίο δανείζονταν το 2008. Ο ίδιος διαβεβαίωσε ότι «παρά τις αυξημένες δυσκολίες και τις απαιτήσεις της περιόδου, διατηρούμε τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου σε ασφαλές ύψος».
Σε ανακοίνωση του επισημαίνει «ότι κατά τη σημερινή έκδοση, το περιθώριο (spread) μεταξύ του ελληνικού και του γερμανικού 10ετούς ομολόγου ήταν το χαμηλότερο που έχει καταγραφεί τα προηγούμενα έτη. Το περιθώριο επέστρεψε στα επίπεδα του 2008, ενώ από το 2019 και εφεξής, βαίνει διαρκώς μειούμενο».
Ο ίδιος υπογράμμισε ότι η ζήτηση κατά τη δημοπρασία ήταν ιδιαίτερα υψηλή και η ποιότητα εξαιρετική. Επίσης, η σημερινή δημοπρασία ετήσιων εντόκων γραμματίων του ελληνικού Δημοσίου πραγματοποιήθηκε με ιστορικά χαμηλή απόδοση -0,31%.
Ο κ. Σταϊκούρας επεσήμανε ακόμη, ότι οι σημερινές εκδόσεις επιβεβαιώνουν ότι η χώρα κερδίζει την εμπιστοσύνη της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας και επιστρέφει, σταδιακά, στην πλήρη κανονικότητα.
Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα, από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι σήμερα, έχει αντλήσει μόνο από τις αγορές κεφαλαίου, δηλαδή με μεσο-μακροπρόθεσμο δανεισμό, 27,5 δισ. ευρώ, με ιδιαίτερα καλούς όρους. Όπως τόνισε ο υπουργός Οικονομικών, «η χώρα αξιοποίησε, εν μέσω της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, το ευνοϊκό περιβάλλον που έχουν δημιουργήσει τόσο οι ευρωπαϊκές αποφάσεις, στις οποίες ενεργά συμμετέχουμε, όσο και -κυρίως- η ενίσχυση της αξιοπιστίας και της προοπτικής της οικονομίας, χάρη στην εφαρμογή συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, στην προώθηση μεταρρυθμίσεων και στην προσέλκυση επενδύσεων».