Ο μήνας του μέλιτος κράτησε για τον Τζο Μπάιντεν 41 ημέρες. Ο 46ος πρόεδρος των ΗΠΑ υπέστη την πρώτη ήττα του στο Κογκρέσο: αναγκάστηκε να αποσύρει την υποψηφιότητα της γυναίκας που προόριζε για τη θέση της υπεύθυνης του κρατικού προϋπολογισμού στον Λευκό Οίκο, ύστερα από αντιδράσεις γερουσιαστών.
Η Νίρα Τάντεν δεν έλαβε την έγκριση συγκεκριμένων γερουσιαστών με τους οποίους διαπραγματευόταν το τελευταίο διάστημα ο Μπάιντεν και έτσι την απέσυρε —ο κατά τα άλλα δημοφιλής πρόεδρος των ΗΠΑ πήρε μια πρώτη πικρή γεύση από την εντελώς οριακή πλειοψηφία που απολαμβάνει στη Γερουσία (50 Δημοκρατικοί, 50 Ρεπουμπλικανοί, με την αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις και προεδρεύουσα του Σώματος να καλείται να δώσει την καθοριστική ψήφο, αλλά μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις).
«Αποδέχθηκα το αίτημα που μου υπέβαλε η Νίρα Τάντεν να αποσύρω» την υποψηφιότητά της, ανακοίνωσε ο Τζο Μπάιντεν την Τρίτη.
Για εβδομάδες, ο Λευκός Οίκος προσπαθούσε να πείσει μια ολιγομελή ομάδα γερουσιαστών, που ανήκουν τόσο στους Ρεπουμπλικάνους και στους Δημοκρατικούς, χαρακτηρίζονται μετριοπαθείς και κρατούν στα χέρια τη δύναμη να εγκρίνουν, ή να «σκοτώνουν», τα πιο σημαντικά του σχέδια.
Όμως γερουσιαστές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος καθώς και ένας συνάδελφός τους των Δημοκρατικών, εναντιώθηκαν δημοσίως να αναλάβει η Νίρα Τάντεν διευθύντρια του γραφείου διαχείρισης και προϋπολογισμού του Λευκού Οίκου (Office of Management and Budget, OMB), ισχυρής διεύθυνσης της αμερικανικής προεδρίας, με πρωταρχικό καθήκον την κατάρτιση του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού που θέλει ο εκάστοτε πρόεδρος.
Οι Ρεπουμπλικάνοι δήλωναν αγανακτισμένοι εξαιτίας σχολίων που είχε κάνει στο παρελθόν, βάζοντάς τους στο στόχαστρο ονομαστικά, ενώ προοδευτικοί προσκείμενοι στον ριζοσπάστη Μπέρνι Σάντερς τη θεωρούσαν υπερβολικά κεντρώα.
Αλλά ήταν ο συντηρητικότερος από τους Δημοκρατικούς γερουσιαστές, ο Τζο Μάντσιν, αυτός που θα καταδίκαζε σε τελευταία ανάλυση την υποψηφιότητα της Τάντεν, ξεκαθαρίζοντας στα τέλη Φεβρουαρίου ότι δεν επρόκειτο να ψηφίσει υπέρ του διορισμού της. Υποστήριξε ότι οι «ανοικτά πολιτικές» τοποθετήσεις της θα είχαν «τοξική επίπτωση» στη σχέση ανάμεσα στο Κογκρέσο και τον Λευκό Οίκο.
Οι Δημοκρατικοί λογαριάζουν σε μια εντελώς οριακή πλειοψηφία στη Γερουσία: έχουν 50 έδρες, όσες και οι Ρεπουμπλικάνοι, με την αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις να είναι σε θέση να κόψει τον γόρδιο δεσμό αν προκύπτει ισοψηφία.
Οι υποψηφιότητες που ανακοινώνει ο πρόεδρος χρειάζονται απλά 51 ψήφους για να εγκριθούν από τη Γερουσία. Θεωρητικά επομένως, κάθε αποσκίρτηση στις τάξεις των Δημοκρατικών μπορεί να καλυφθεί από μια ρεπουμπλικανική ψήφο.
«Δυστυχώς, μοιάζει πλέον προφανές ότι δεν υπάρχει οδός για να εξασφαλίσουμε την επικύρωση» της υποψηφιότητας, ανέφερε η Νίρα Τάντεν στην επιστολή της στον Τζο Μπάιντεν με την οποία ζήτησε να αποσυρθεί το όνομά της.
Γερουσιαστής για 35 χρόνια, ο σημερινός ένοικος του Λευκού Οίκου μπορεί να υπερηφανεύεται πως γνωρίζει το Σώμα πολύ καλά· διαβεβαιώνει πως θα επιδιώξει να διαμορφώνεται όπου είναι δυνατό συναίνεση των δύο κομμάτων στο Κογκρέσο.
Ως εδώ, οι υποψηφιότητες που ανακοίνωσε εγκρίθηκαν ανεξαίρετα, συχνά με συντριπτική πλειοψηφία. Την ίδια ώρα Δημοκρατικοί προωθούν μεγαλεπήβολα σχέδια νόμου στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου διαθέτουν επίσης —λίγο πιο άνετη— πλειοψηφία.
Όμως η πτώση της Νίρα Τάντεν αναγγέλλεται νέες, ακόμη σκληρότερες μάχες στη Γερουσία.
Σηματοδοτεί επίσης πόσο μεγάλη εξουσία έχουν πια στα χέρια τέσσερα μέλη του σώματος: ο Τζο Μάντσιν και η Κίρστεν Σίνεμα (Αριζόνα) στις τάξεις των Δημοκρατικών, η Λίσα Μουρκάουσκι (Αλάσκα) και η Σούζαν Κόλινς (Μέιν) στο διασπασμένο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικάνων.
Επόμενο εμπόδιο, ήδη εντός της εβδομάδας: η ψηφοφορία στη Γερουσία για το πακέτο τόνωσης της αμερικανικής οικονομίας προκειμένου να ανακάμψει από τον αντίκτυπο της πανδημίας του νέου κορονοϊού.
Ο επικεφαλής της πλειοψηφίας στη Γερουσία, ο Τσακ Σούμερ, διαβεβαίωσε πως η παράταξή του διαθέτει «επαρκή» αριθμό ψήφων (με άλλα λόγια, 51) για να εγκριθεί το σχέδιο νόμου προτού κλείσει η εβδομάδα.
Αλλά ήταν σε θέση να κάνει τη δήλωση αυτή μόνο διότι από το κείμενο απαλείφθηκε η διάταξη για την αύξηση του κατώτερου μισθού, που συμπεριλαμβανόταν στην αρχική του εκδοχή.
Καθώς ο Τζο Μάντσιν και η Κίρστεν Σίνεμα τάχθηκαν εναντίον του μέτρου, απειλώντας να καταρρίψουν στο σύνολό του το νομοσχέδιο για το πακέτο στήριξης της οικονομίας το οποίο μέχρι στιγμής δεν υπάρχει καμία ένδειξη πως θα υπερψηφιστεί από οποιονδήποτε Ρεπουμπλικάνο.
Επαπειλούμενο «αδιέξοδο»
Τον Τζο Μάντσιν, 73 ετών, χαρακτηρίζει ο ευθύς, ενίοτε δύστροπος τόνος του, την Κίρστεν Σίνεμα, 44 ετών, την πρώτη ανοικτά αμφιφυλόφιλη υποψήφια για τη Γερουσία το 2018, με ενίοτε εξεζητημένες, όπως επισημαίνει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, επιλογές στην κόμμωση και την ενδυμασία της, η διακριτικότητά της ως προς τη μιντιακή της παρουσία. Αυτό το δίδυμο δεν μοιάζει να έχει και πολλά κοινά, ωστόσο το ενώνει η συστηματική υιοθέτηση συντηρητικών θέσεων, που κάνει έξαλλη την προοδευτική πτέρυγα του κόμματος.
Αρκεί να υπενθυμιστεί η αντίσταση που προβάλλει το δίδυμο στη μεταρρύθμιση των κανόνων της Γερουσίας ώστε οι νόμοι να περνούν με απλή, όχι ενισχυμένη πλειοψηφία 60 ψήφων.
Αν δεν περάσει αυτή η μεταρρύθμιση, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να ξαναγίνει της μόδας η τακτική κοινοβουλευτικού ανταρτοπολέμου που είναι γνωστή ως filibuster, οι Δημοκρατικοί και ο Τζο Μπάιντεν θα είναι αναγκασμένοι να εξασφαλίζουν την υποστήριξη τουλάχιστον δέκα Ρεπουμπλικάνων για να περάσουν τα προσεχή σημαντικά νομοσχέδιά τους: για τις μεταρρυθμίσεις στην αστυνόμευση, τις αλλαγές στην πολιτική όσον αφορά το μεταναστευτικό ζήτημα, τον έλεγχο της οπλοκατοχής…
Οι Δημοκρατικοί «θα εξοργίζονται ολοένα περισσότερο βλέποντας τη Γερουσία να ξεπαστρεύει όλες τις προτεραιότητές τους», προέβλεψε ο Λάρι Σαμπάτο, πολιτολόγος στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνιας.
Τα δύο επόμενα χρόνια, ως τις ενδιάμεσες κοινοβουλευτικές εκλογές, είναι ενδεχόμενο να σημαδευτούν από πλήρες «αδιέξοδο» στο Κογκρέσο, εξήγησε στο Γαλλικό Πρακτορείο. Ωστόσο, «βάζω στοίχημα πως θα έχουμε περισσότερους συμβιβασμούς απ’ όσους αναμένουμε», εκτίμησε.
«Διότι αν τίποτα απ’ όσα θέλουν οι Δημοκρατικοί δεν εγκριθεί από τη Γερουσία, τότε τίποτα απ’ όσα θέλουν οι Ρεπουμπλικάνοι δεν θα περάσει από τη Βουλή των Αντιπροσώπων ή τη Γερουσία. Και οι Ρεπουμπλικάνοι θέλουν κι αυτοί να προχωρήσουν κάποια πράγματα».