Οσοι τον έχουν δει με την μπάλα στα πόδια, αποκλείεται να μην τον θυμούνται. Ο Βραζιλιάνος Ρονάλντο -το «Φαινόμενο»- υπήρξε, στην εποχή του, ο καλύτερος επιθετικός που είχε γνωρίσει ο Κόσμος. Με πιστοποίηση Ζιντάν, φαν Μπάστεν, Μπεκενμπάουερ, Μπουφόν, Μαλντίνι, Μουρίνιο και πολλών άλλων κορυφαίων των γηπέδων. Προτού τον ξεπεράσει, ο Λιονέλ Μέσι είχε πει ότι θα ήθελε πολύ να του μοιάσει.
Το καλοκαίρι του 1997 η μετεγγραφή του από την Μπαρτσελόνα στην Ιντερ ήταν η πιο δαπανηρή στα χρονικά του ποδοσφαίρου. Αν και μόλις 20 ετών, είχε προλάβει να κάνει σπουδαία πράγματα. Είχε πετύχει 47 γκολ σε 49 ματς με την «μπλαουγκράνα» φανέλα (σε όλες τις διοργανώσεις της σεζόν 1996-1997). Είχε ανακηρυχθεί πρώτος σκόρερ στη La Liga με 34 γκολ (μέχρι το 2009, κανείς άλλος δεν κατάφερε να βάλει περισσότερα από 30 στο ισπανικό πρωτάθλημα). Στο τέλος της χρονιάς έγινε ο νεαρότερος κατακτητής της «Χρυσής Μπάλας». Στην εθνική Βραζιλίας «έβγαζε μάτια». Αυτός ο παίκτης, ο πόθος όλων των μεγάλων συλλόγων της Ευρώπης, κόστισε στους μιλανέζους κάτι λιγότερο από 22 εκατομμύρια σημερινά ευρώ.
Είκοσι χρόνια μετά, στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας των γηπέδων αυτά τα χρήματα ξοδεύονται για μία συνηθισμένη μετεγγραφή. Ενός καλού αμυντικού, ας πούμε. Οχι τόσο καλού όσο ο Κώστας Μανωλάς. Οποιος ενδιαφέρεται για τον έλληνα στόπερ, θα πρέπει να δώσει σχεδόν τα διπλά. Για τον αντίστοιχο Ρονάλντο, εάν υποθέσουμε ότι υπάρχει τέτοιος, τα 20 εκατομμύρια είναι η προμήθεια του ατζέντη. Ο Κιλιάν Εμπαπέ -που «φέρνει», κάπως, στον Ρονάλντο του ’97 (σε ηλικία και προοπτικές)- πουλήθηκε, πριν από λίγους μήνες, από τη Μονακό στην Παρί έναντι 180 εκατ. ευρώ. Χωρίς να έχει πετύχει, ούτε κατά διάνοια, όσα ο Βραζιλιάνος στα 20 του.
Τα golden boys της μπάλας βλέπουν τις αξίες τους -και τις αποδοχές τους- να αυξάνονται με ασύλληπτους ρυθμούς. Στο ρεκόρ του Ρονάλντο, του Βραζιλιάνου, ο συμπατριώτης του Νεϊμάρ πρόσθεσε, εφέτος, ένα μηδενικό: τα 22 εκατομμύρια έγιναν 220. Οι ακριβότεροι ποδοσφαιριστές του Κόσμου, ο Ρονάλντο -ο Πορτογάλος- και ο Μπενζεμά, κοστολογούνται (με βάση τις ρήτρες που προβλέπονται στα συμβόλαιά τους) στο ένα δισεκατομμύριο ευρώ. Ο Λιονέλ Μέσι, στα 700 εκατ. ευρώ. Το 2017 απέχει από το 1997 κατά (περίπου) 800%. Τόσο εκτιμάται ότι αυξήθηκε ο ετήσιος τζίρος των μετεγγραφών την τελευταία εικοσαετία.
Τα τελευταία στοιχεία της FIFA, που είδαν το φως της δημοσιότητας την περασμένη εβδομάδα, αναφέρουν ότι η συνολική αξία των 15.291 διεθνών μετεγγραφών που πραγματοποιήθηκαν εντός του 2017 ανήλθε σε πέντε δισεκατομμύρια ευρώ. Αφορούν μόνον τους παίκτες που μετακινήθηκαν από χώρα σε χώρα. Εάν αθροίσουμε και τις μετεγγραφές από σύλλογο σε σύλλογο της ίδιας χώρας, ο λογαριασμός θα ανέβει σε ακόμη μεγαλύτερα ύψη. Τα χρήματα που δαπανήθηκαν εφέτος είναι 25% περισσότερα σε σχέση με το 2016 – και το 2016 ήταν 14,3% περισσότερα από το προηγούμενο έτος.
Η παγκόσμια βιομηχανία των μετεγγραφών παραμένει ανθηρή, διαψεύδοντας όσους από χρόνια προέβλεπαν ότι η χρηματιστηριακή «φούσκα» του ποδοσφαίρου δεν θα αργήσει να εκραγεί. Για τρεις λόγους, όπως εξηγεί στο BBC ο Χάρι Φίλιπ, ειδικός στα οικονομικά των σπορ. Ο πρώτος είναι οι τεράστιες δαπάνες των κινεζικών συλλόγων για την αγορά «αστέρων» των γηπέδων. Πέρυσι έφτασαν τα 400 εκατ. ευρώ και ήταν αυξημένες κατά 168% σε σχέση με πρόπερσι. Οι Κινέζοι είναι οι πέμπτοι καλύτεροι πελάτες των μάνατζερ, πίσω από τους Αγγλους, τους Γερμανούς, τους Ιταλούς και τους Ισπανούς. Οι ομάδες τους θα εξακολουθήσουν να ξοδεύουν πολλά, υπηρετώντας το κυβερνητικό σχέδιο που στοχεύει στη δεύτερη (μετά το 2002) παρουσία της Κίνας σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου. Τα άφθονα κινεζικά γουάν ωθούν προς τα πάνω τις τιμές στο διεθνές ποδοσφαιρικό παζάρι.
Και ποιοί είναι οι πιο δημοφιλείς; Μα, οι πιο θεαματικοί, φυσικά. Οι Βραζιλιάνοι και οι Αργεντινοί
Ο δεύτερος λόγος είναι τα «τρελά» έσοδα της Premier League από την TV. Οι αγγλικοί σύλλογοι διαθέτουν τόσο χρήμα, που δεν ξέρουν τι να το κάνουν. Ολοι μαζί δαπάνησαν 1,14 δισ. ευρώ για να φέρουν στο Νησί top παίκτες απ’ όλο τον Κόσμο. Πριν από μια εικοσαετία, η ακριβότερη μετακίνηση -του Αλαν Σίρερ στη Νιούκαστλ- είχε κοστίσει σχεδόν 17 εκατομμύρια ευρώ, και το σύνολο της ετήσιας μετεγγραφικής δαπάνης στην Αγγλία δεν ξεπερνούσε τα 85 εκατομμύρια ευρώ. Σήμερα, τόσα κοστίζει ο Ρομέλου Λουκάκου που το καλοκαίρι παραχωρήθηκε από την Εβερτον στη Γιουνάιτεντ.
Το μάρκετινγκ έχει βάλει -κι αυτό- το χεράκι του, ανακαλύπτοντας νέες πηγές εσόδων για τους κορυφαίους συλλόγους της Ευρώπης. Βασικό γρανάζι αυτού του χρυσοφόρου εμπορικού μηχανισμού είναι η εικόνα των πιο διάσημων ποδοσφαιριστών, την οποία τα club «πωλούν» στις πέντε ηπείρους με όλο και πιο εφευρετικούς τρόπους. Οι καλύτεροι παίκτες κοστίζουν πολλά -και κερδίζουν πολλά- επειδή επιστρέφουν στις ομάδες τους ένα μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων. Οχι μόνο με τα γκολ τους. Οσο οι Ασιάτες, οι Αραβες ή οι Αμερικανοί θα πληρώνουν όλο και περισσότερα για να βλέπουν τους ποδοσφαιρικούς τους «ήρωες» -στο γήπεδο, στην TV, στα κινητά ή στα tablet τους, σε μπλούζες, σε κούπες ή σε περιοδείες-, τόσο οι μετοχές των πιο δημοφιλών μπαλαδόρων θα ανεβαίνουν.
Και ποιοί είναι οι πιο δημοφιλείς; Μα, οι πιο θεαματικοί, φυσικά. Οι Βραζιλιάνοι και οι Αργεντινοί. Η Βραζιλία εξακολουθεί να κρατά τα σκήπτρα στις εξαγωγές ποδοσφαιρικών ταλέντων. Δικά της παιδιά, για τα οποία το 2016 δαπανήθηκαν 495 εκατ. ευρώ, παίζουν σε 118 χώρες. Το φαινόμενο αυτό έχει και μία κοινωνικο-οικονομική ερμηνεία: για κάθε βραζιλιάνο νέο, η μπάλα είναι το όχημα που μπορεί να τον οδηγήσει μακριά από τη φτώχεια και τις φαβέλες.
Σε έναν Κόσμο όπου -για τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων- το χρήμα δεν περισσεύει, τα 222 εκατομμύρια ευρώ που η Παρί με τόση ευκολία πλήρωσε για να αποκτήσει τον Νεϊμάρ, το περασμένο καλοκαίρι, ήταν μία πρόκληση. Κι όμως, φαίνεται πως δεν φτάσαμε, ακόμη, στην κορύφωση της μετεγγραφικής φρενίτιδας. Η δίψα της τηλεόρασης, των χορηγών και των φιλάθλων για νέους πρωταγωνιστές ακυρώνει το Financial Fair Play που επιχείρησε να τη δαμάσει.