Protagon A περίοδος

Το Λιμάνι της (Χ)άβρης

Ο Φινλανδός Άκι Καουρισμάκι, στα 54 του σήμερα, γνώρισε τη Γαλλία και τις ομορφιές της όταν ήταν μόλις 10 ετών. Από το 2007 είχε στο μυαλό του ότι ήθελε να κάνει μια ταινία για τους μετανάστες...

Αλκης Γαλδαδάς

Γύριζε τα διάφορα λιμάνια από τη Γένοβα μέχρι επάνω στην Ολλανδία ψάχνοντας για κάτι που να τον εμπνέει. Ο Φινλανδός Άκι Καουρισμάκι, στα 54 του σήμερα, γνώρισε τη Γαλλία και τις ομορφιές της όταν ήταν μόλις 10 ετών. Από το 2007 είχε στο μυαλό του ότι ήθελε να κάνει μια ταινία για τους μετανάστες που μετά από χίλιες ταλαιπωρίες καταφέρνουν να βρεθούν επιτέλους σε κάποιο ευρωπαϊκό λιμάνι αλλά έψαχνε για το τέλειο σκηνικό. Τελικά το βρήκε στο μικρό σχετικά λιμάνι τη βόρειας Γαλλίας, φάτσα στον Ατλαντικό,  γνωστό ως Le Havre. Ένα λιμάνι με ιστορία τουλάχιστον πέντε αιώνων που διατηρεί και σήμερα σε κάποια σημεία του περισσότερο μιαν ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ‘50, και ένα άρωμα από το διάσημο (τουλάχιστον στη Γαλλία) ηθογράφο Μαρσέλ Πανιόλ (1895-1974) και την τριλογία του Μάριος, Φανί, Σεζάρ.

Όλα αυτά τα στοιχεία τα αναφέρω όχι για άλλο λόγο αλλά για να καταλάβουμε ότι υπήρχαν διάφοροι πειρασμοί που έκαναν το διάσημο Φινλανδό σκηνοθέτη να χάσει κάπως τον αρχικό του στόχο. Ένα λιμάνι παλιό φτιαγμένο για να μπει σε καρτ-ποστάλ, ένας σκηνοθέτης που λατρεύει τη Νότια Ευρώπη (περνάει το μισό του χρόνο στην Πορτογαλία αλλά γνωρίζει πολύ καλά ακόμη και την ελληνική ρετσίνα), ηθοποιοί Γάλλοι πολύ καλοί επαγγελματίες και μια Φινλανδή πρωταγωνίστρια, προικίζουν την ταινία με αρκετά καλά αλλά λίγη αυθεντικότητα. Σε μια συνέντευξή του ο Φινλανδός σκηνοθέτης όταν ρωτήθηκε αν είχε μιλήσει με διάφορους κυνηγημένους από τις αρχές μετανάστες πριν γράψει το σενάριό του απήντησε με ευθύτητα: Όχι. Και αυτό φαίνεται στην ταινία. Ένα αγόρι από την Αφρική που κατά λάθος φθάνει στο λιμάνι αυτό χωρίς άδεια και χαρτιά, αντί να βρεθεί στο Λονδίνο, ξεφεύγει από τα χέρια της Αστυνομίας που έκανε αιφνιδιαστικό έλεγχο σε κάποιο εμπορευματοκιβώτιο (κοντέινερ) στο λιμάνι και ο δρόμος του συναντιέται με αυτόν ενός συγγραφέα. Ο Μαρσέλ Μαρξ, όπως χιουμοριστικά ονομάζεται ο βασικός αυτός τύπος στο έργο (από το όνομα του Γάλλου σκηνοθέτη Μαρσέλ Καρνέ και τον Καρλ Μαρξ), ζει σε μια νοικοκυρεμένη παραγκούπολη και για να επιζήσει στο λιμάνι γυαλίζει παπούτσια. Από εκεί και πέρα παρακολουθούμε τις προσπάθειες για να στείλει το μικρό στους δικούς του στο Λονδίνο ενώ κάποιο ρόλο στην εξέλιξη παίζει και ένας αστυνομικός διευθυντής γεμάτος ενοχές που είναι παρμένος, καθ’ ομολογίαν του σκηνοθέτη από έναν αντίστοιχο ήρωα στο «Έγκλημα και Τιμωρία».

Ο μικρός ήρωας αντί να είναι χωμένος στη βρώμα και στη λέρα με βάση τις ταλαιπωρίες που περνάει κυκλοφορεί πεντακάθαρος και ατσαλάκωτος όπως και οι περισσότεροι ήρωες στην ταινία (κάτι που είχα παρατηρήσει να γίνεται και σε μια ταινία του Δήμου Αβδελιώδη, «Το δέντρο που πληγώναμε» πάλι με πρωταγωνιστές παιδιά) και όλοι φέρονται τόσο προβλέψιμα καλά πλην του απαραίτητου καταδότη, λες και τους έχεις κάνει μάγια.

Η ταινία έχει επιπλέον και ένα κάπως μυστικιστικό ή «εσωτερικό» τέλος και αυτό για εμένα την ξεστρατίζει ακόμη περισσότερο από την πραγματικότητα που ανέλαβε να περιγράψει. Παρ’ όλα αυτά είναι αξιοθέατη. ‘Όχι μόνο γιατί στις άλλες αίθουσες κυκλοφορεί μέχρι και ένας Σέρλοκ Χολμς με συμπεριφορά Τσάκι-Τσαν αλλά και γιατί πολλά από τα πλάνα του Καουρισμάκι είναι από υπέροχα έως και συγκλονιστικά. Εκεί που είναι για παράδειγμα στο σταθμό ο Γάλλος και ο Μετανάστης, προσφερόμενοι να γυαλίσουν τα παπούτσια των περαστικών και οι δυο και έχουν απλώσει τα σύνεργα της δουλειάς τους κάτω και έρχεται ο Γάλλος πελάτης, προβληματισμένος ποιόν να διαλέξει ή εκεί που βγαίνει από ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο ένας αναίσθητος διευθυντής (ίσως και ιδιοκτήτης) και κλωτσάει τα σύνεργα του ήρωα σκορπίζοντάς τα στο πεζοδρόμιο ενώ παίρνει μέσα στο μαγαζί του τον πελάτη, ο Καουρισμάκι σε κάνει να σκεφθείς πως δεν έκανες άσχημα που πήγες να δεις την ταινία του. Είναι άλλωστε και εδώ εξαίρετος στο να στήνει πλάνα. Και ξέρει τι θέλει να δείξει. «Μια ιστορία που θα μπορούσε σήμερα να συμβεί παντού(;) εκτός από το Βατικανό», όπως ισχυρίστηκε. Και ακόμη πιο πολύ πληγώνει αυτό που λέει και σε μια συνέντευξή του όταν του παρατηρεί μια Γαλλίδα δημοσιογράφος ότι από το τρίπτυχο Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα κράτησε μόνο το τρίτο, δηλαδή την Αδελφότητα (= ανέδειξε την αλληλεγγύη). Εκείνος της δίνει μιαν απάντηση που αφήνει ξερούς τους πάντες: «Ναι έτσι είναι, γιατί τα άλλα δυο αποδείχτηκαν πολύ φιλόδοξα (για να επιτευχθούν)». Το «Λιμάνι της Χάβρης» διαρκεί 93 λεπτά, είναι ένα έργο όμορφο, beautiful θα το λέγαμε αλλιώς, αλλά όχι τόσο αιχμηρό όσο η γλώσσα του σκηνοθέτη του.

Δείτε εδώ το τρέιλερ της ταινίας