Θέματα

Η ταραχώδης και οδυνηρή ζωή της Αμπράμοβιτς

«Η ζωή μού έδωσε πόνο. Αλλά είναι οκ!», λέει η γιαγιά της περφόρμανς που μόλις έγινε 70 ετών. Οι βίαιοι παρτιζάνοι γονείς, οι έρωτες, το σώμα της που χάραξε και χάρισε στην τέχνη, η διασημότητα. Αυτή είναι η ζωή της...
Κατερίνα I. Ανέστη

Εχει ένα μόνιμο γαλήνιο μειδίαμα στα χείλη. Ανησυχητικά γαλήνιο. Η φωνή της είναι βελούδινη, απαλή, σου μιλά και αισθάνεσαι ότι απλώς ανοιγοκλείνει το στόμα και η φωνή ακούγεται από τα βάθη, από τα σπλάχνα, ναι εκεί μοιάζει να βρίσκεται το ηχείο. Εχει πάντα χείλη κατακόκκινα, μάτια υγρά, που άλλοτε πετούν σπίθες καθώς σαρκάζει ή αποκαλύπτει το περίφημο χιούμορ της, και άλλοτε μοιάζουν να βουλιάζουν από την εξάντληση καθώς έχει βγει μόλις από μια πολύωρη βύθιση στη Μέθοδο Αμπράμοβιτς. Φοράει μαύρα ρούχα –ή σε απόχρωση του μαύρου, χαριτολογεί- σχεδόν μόνο Givenchy δημιουργίες του καλλιτεχνικού διευθυντή του οίκου, του τρομερού παιδιού της μόδας Riccardo Tisci που την λατρεύει, την αποκαλεί «οικογένειά μου».

Στη γενέτειρα της, στο Βελιγράδι το 2010

Αλλωστε η σέρβα εικαστικός είναι αυτό ακριβώς, είναι η γιαγιά της performance, είναι οικογένεια για την παγκόσμια τέχνη και όσους τέρπονται από αυτήν. Ακόμα και αν λιθοβολείται, χλευάζεται, αποκηρύσσεται, το όνομά της, η προσφορά της στην παγκόσμια τέχνη και ο τρόπος που μπορεί να επηρεάζει είναι μοναδικός. Αξεπέραστος. Και γι’ αυτό τόσο μισητός από κάποιους. Είναι μια από τις πιο ισχυρές γυναίκες στην ιστορία της παγκόσμιας τέχνης, εφόρμησε από βαθιά, καθηλωτικά τραύματα της παιδικής ηλικίας και κατέκτησε τον κόσμο. Και μόλις έγινε 70 ετών.

Γεννήθηκε στο Βελιγράδι, στις 30 Νοεμβρίου του 1946. Ηταν η Μαρίνα, το παιδί στη σκιά των γιγάντων γονιών. Και οι δυο τους παρτιζάνοι και εθνικοί ήρωες τεράστιου διαμετρήματος που απλώς δεν είχαν χρόνο για να ασχοληθούν με την κόρη τους που μεγάλωνε με την γιαγιά. Αυτά τα έξι πρώτα χρόνια, ήταν τα ευτυχισμένα χρόνια. Πριν ακολουθήσει η κόλαση.

«Οι γονείς μου ήταν σκληροπυρηνικοί», περιγράφει στο βιβλίο «Getting there: Α Βοοk of mentors». Και συνεχίζει: «Ηταν απλώς δύο παράξενοι άνθρωποι που με επισκεπτόντουσαν τις Κυριακές φέρνοντας μαζί τους δώρα. Όταν ήμουν έξι ετών γεννήθηκε ο αδελφός μου και με έστειλαν πίσω στους γονείς μου. Από το σημείο αυτό και μετά ήμουν δυστυχισμένη. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι με βία, απίστευτο έλεγχο, ασφυκτική πειθαρχία. Τα πάντα ήταν οριακά, υπερβολικά. Η μητέρα μου δεν με φίλησε ποτέ. Μου είπε ότι το έκανε για μη με καλομάθει. Είχε φοβία με τα μικρόβια και δεν μου επέτρεπε να παίζω με τα άλλα παιδιά  για να μην αρρωστήσω. Επλενε ακόμα και τις μπανάνες με απορρυπαντικό. Ζούσα σχεδόν συνέχεια μέσα σε ένα δωμάτια ανάμεσα σε κανόνες. Πολλούς κανόνες. Τα πάντα έπρεπε να είναι σε απόλυτη τάξη. Αν δεν κοιμόμουν σωστά στο κρεβάτι με ξυπνούσε μέσα στη νύχτα για να με βάλει να κοιμηθώ όπως έπρεπε…»

Η Αμπράμοβιτς μεγάλωσε σε ένα σπίτι με ασφυκτική πειθαρχία και έλεγχο

Η σοκαριστική εξομολόγηση για την παιδική της ηλικία, μπορεί να αποτελεί τώρα ένα ανάγνωσμα σχεδόν μυθιστορηματικό, ήταν όμως μια καταβύθιση που θα την είχε οδηγήσει στον αφανισμό αν δεν ήταν αφόρητα δυνατή. Και αν δεν είχε μέσα της την πηγή της τέχνης που την ώθησε να ξορκίσει, τιθασεύσει, ονομάσει τα παιδικά της τραύματα.  Ακόμα και αν το έκανε τραυματίζοντας το σώμα της, χαράζοντάς το, εξαντλώντας το, ταπεινώνοντας το. Για να νιώσει εν τέλει, ελεύθερη. Να νιώσει αυτό που είναι πραγματικά.

Αρχισε να σχεδιάζει από την ηλικία των τριών ετών. Την έσωσε το γεγονός ότι η μητέρα της, Ντανίκα, επέτρεπε αυτή τη δραστηριότητα. Μόνη της στο δωμάτιο έφτιαξε έναν κόσμο που την συμπεριλάμβανε μέσα από τα σχέδιά της. Δεν ήταν πια μόνη. Γνωστή για την επαφή της με την πνευματικότητά της, την μετάβασή της σε στιγμές συνειδητοποίησης που προκύπτουν συνήθως μέσα από την πολυήμερη σιωπή, την απομόνωση, την απόλυτη λιτότητα, είχε την πρώτη της «έκλαμψη» αυτού του είδους λίγο πριν από την εφηβεία.

Στιγμιότυπο από την Μέθοδο Αμπράμοβιτς – μια σειρά ασκήσεων συνειδητοποίησης της φυσικής και ψυχικής εμπειρίας των συμμετεχόντων

«Μια μέρα καθώς ήμουν ξαπλωμένη στο έδαφος και κοιτούσα τον ουρανό, πέταξαν μερικά υπερηχητικά αεροσκάφη. Δημιούργησαν απίστευτες γραμμές στον ουρανό, σαν σχέδια τα οποία σιγά-σιγά άρχισαν να εξαφανίζονται και ο ουρανός έγινε ξανά γαλανός. Ηταν απίστευτο. Πήγα αμέσως στην στρατιωτική βάση και ζήτησα από τους φίλους του πατέρα μου να μου δώσουν 12 υπερηχητικά αεροσκάφη για να ζωγραφίσω στον ουρανό. Φώναξαν τον πατέρα μου. “Mάζεψε την κόρη σου. Είναι τρελή”. Από αυτό το σημείο και μετά κατάλαβα ότι μπορώ να κάνω τέχνη με τα πάντα και το τίποτα. Με νερό, φωτιά, αέρα, τον ίδιο τον εαυτό μου. Ηταν η αρχή της performance για εμένα.»

Εμεινε εγκλωβισμένη στην οικογένεια δυνάστη μέχρι τα μέσα της τρίτης δεκαετίας της ζωή της. Η μητέρα της την έδερνε ακόμα και έκαιγε από κάποιο σημείο και μετά κάθε μορφή τέχνης που δημιουργούσε η θυγατέρα της. Αρχισε να κάνει τις πρώτες performance της δημοσίως και δέχθηκε άγριο bullying και χλευασμό. Ολες οι καλλιτεχνικές δράσεις της έπρεπε να έχουν ολοκληρωθεί ως τις 10 το βράδυ –ήταν η ώρα που όφειλε να επιστρέψει στο σπίτι.

Στις πρώτες performance της δημοσίως η Αμπράμοβιτς δέχθηκε άγριο bullying και χλευασμό

Ηταν 19 χρονών όταν άρχισε να σπουδάζει στην Σχολή Καλών Τεχνών στο Βελιγράδι και συνέχισε με μεταπτυχιακά στο Ζάγκρεμπ. To 1971 σε ηλικία 25 ετών παντρεύτηκε τον καλλιτέχνη Neša Paripović για τον οποίο ποτέ δεν μιλάει. Εχει αρκεστεί να πει ότι ο γάμος δεν της ταιριάζει «για αυτό οι σύζυγοί μου πάντα με εγκατέλειπαν. Ηξεραν ότι προτεραιότητά μου ήταν η τέχνη μου».

Ηταν εκεί, στο Βελιγράδι όταν το 1974 έκανε μια από τις πιο επικίνδυνες performance της. Σε μια γκαλερί, άπλωσε 72 αντικείμενα μπροστά σε ένα τραπέζι και κάλεσε το κοινό να τα χρησιμοποιήσει πάνω της με όποιον τρόπο επιθυμούσε. Αναμεσά τους και ένα περίστροφο οπλισμένο. Ηταν έτοιμη να πεθάνει. Εξι ώρες μετά σηκώθηκε στάζοντας αίματα και δάκρυα. Ηταν όμως ζωντανή.

Στον «Ρυθμό», μία από τις πιο επικίνδυνες performance της, όπου μετά από έξι ώρες σηκώθηκε στάζοντας αίματα και δάκρυα

29 χρονών χωρίζει από τον σύζυγό της. Ηταν η στιγμή που ήρθε μια πρόσκληση, μια απρόσμενη πρόσκληση για να εμφανιστεί στην ολλανδική τηλεόραση. Ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισε φτάνοντας στο αεροδρόμιο του Αμστερνταμ ήταν ο Ουλάι. Ο μετέπειτα σύντροφός της, συνδημιουργός, συνοδοιπόρος και προσφάτως ο άντρας που κέρδισε μέσω δικαστικής οδού τεράστια αποζημίωση από την Αμπράμοβιτς. Συγκεκριμένα, με βάση ένα συμβόλαιο που έκαναν το 1999 όσα από τα έργα είχαν συνδημιουργήσει πωλούνταν, θα έπρεπε το 30% των κερδών να πηγαίνει στην Μαρίνα και το 20% στον Ουλάι, ο οποίος ισχυρίστηκε μέσω τα μήνυσης που κατέθεσε ότι η πρώην σύντροφός του δεν τον ενημέρωνε για τις αγοροπωλησίες και του όφειλε χρήματα.

Πώς θυμάται η ίδια την πρώτη τους συνάντηση; «Φτάνοντας στο αεροδρόμιο του Αμστερνταμ γνώρισα τον Ουλάι που θα ήταν ο οδηγός μου. Ανακαλύψαμε ότι είχαμε γενέθλια την ίδια μέρα και ότι έχουμε πολλά κοινά σημεία. Αμέσως ερωτευθήκαμε ο ένας τον άλλο. Απεγνωσμένα. Επέστρεψα στο Βελιγράδι, όμως μου έλειπε αφόρητα. Κανονίσαμε να συναντηθούμε στην Πράγα και αποφασίσαμε να ζήσουμε μαζί και να συνεργαστούμε με βάση το Αμστερνταμ. Ηταν μαγικές στιγμές. Ετσι ναι, στα 29 μου χρόνια το έσκασα από το Βελιγράδι, από το σπίτι μου, για να ζήσω με τον Ουλάι. Κυριολεκτικά δραπέτευσα. Η μητέρα μου πήγε στην αστυνομία για να δηλώσει πως χάθηκα. Όταν οι αστυνομικοί την ρώτησαν πόσο χρονών είμαι και τους απάντησε 29, της ζήτησαν να φύγει και να τους αφήσει στην ησυχία τους».

Με τον πρώην σύντροφο της στη ζωή και στα πρώτα περφόμανς της, Ουλάι

Ο Ουλάι έσωσε την Μαρίνα από την οικογένεια που την συνέθλιβε και της έδωσε την ελευθερία που χρειαζόταν για να βιώσει νέα συναισθήματα και κυρίως να δημιουργήσει χωρίς εμπόδια, όρια, στερεότυπα. «Αν λες στον εαυτό σου “θέλω να γίνω καλλιτέχνης” τότε δεν πρόκειται να γίνεις. Το να είσαι καλλιτέχνης είναι σαν να  αναπνέεις. Δεν λες τώρα θα αναπνεύσω. Απλώς το κάνεις χωρίς να σκέφτεσαι», λέει η ίδια.

Τα πράγματα δεν ήταν απλά. Οσο και αν μισούσε τους περιορισμούς που της επέβαλε το σπίτι της και η κεντρική πολιτική εξουσία στο Βελιγράδι, είχε εθιστεί σε αυτούς και τώρα έπρεπε να διαχειριστεί την απόλυτη ελευθερία. Εβαλε έτσι τους δικούς της αυστηρούς, απαραβίαστους, συχνά επώδυνους κανόνες στην  τέχνη της performance της. Κανόνες που ακολουθεί ως σήμερα. Τουλάχιστον είναι οι δικοί της κανόνες.

Χωρίς χρήματα, αλλά και χωρίς καμία διάθεση να εργαστούν σε κάτι πέρα από την τέχνη –ούτε σερβιτόροι, ούτε πωλητές- αποφάσισαν να ζήσουν μαζί σε ένα τροχόσπιτο, ουσιαστικά εκτεθειμένοι στους κινδύνους και τις κακουχίες του δρόμου. Για πέντε χρόνια έζησαν στα όρια της φτώχειας, αφού πληρώνονταν με πενταροδεκάρες για τις performance τους. Πώς περιγράφει τώρα αυτή την περίοδο; «Bliss… Aπόλυτη ευτυχία».

Ακολουθεί μια σειρά περίφημων performance που έγιναν τα θεμέλια και η πλατφόρμα για αυτό το νέο είδος σύγχρονης, άυλης τέχνης. Χαράσσει το σώμα της με ένα ξυράφι και σχεδιάζει ένα αστέρι στην κοιλιά της, κάθεται γυμνή απέναντι από τον Ουλάι σε ένα στενό διάδρομο σε μουσείο με τους άγνωστους να περνάνε ανάμεσά τους να τους αγγίζουν. Επί ώρες εξαντλητικά, επώδυνα βουρτσίζει τα μαλλιά της, σχεδόν τα ξεριζώνει λέγοντας «Art must be beautiful. I must be beautiful».

«Κάθε πρωί ξυπνάω με λύσσα για να δημιουργήσω. Είναι σαν να έχω πυρετό» παραδέχεται η ίδια

Επί οκτώ χρόνια ζητούσε μαζί με τον Ουλάι άδεια για να κάνουν μια performance στο Σινικό Τείχος: να περπατήσουν από τις δύο άκρες του ο καθένας, να συναντηθούν στη μέση και εκεί να παντρευτούν. «Όταν επιτέλους οι αρχές της Κίνας δέχθηκαν, η σχέση μας είχε τελειώσει!», λέει η ίδια. «Αποφασίσαμε λοιπόν να περπατήσουμε μόνο  και μόνο για να συναντηθούμε στο μέσο του τείχους και να αποχαιρετιστούμε. Ηταν εξαιρετικά επώδυνο. Αυτό που έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα ήταν ότι γνώριζα πως ο Ουλάι έχει αφήσει έγκυο την κινέζα συνοδό μας. Σύντομα θα γινόταν πατέρας».

Μια αλληλουχία τραυμάτων είναι η ζωή της Αμπράμοβιτς. Ετσι δεν θα μπορούσε η τέχνη της να είναι βελούδινη και ευκολοδιάβατη σαν πεδιάδα. Επρεπε να είναι σκοτεινή, σπηλαιώδης και στο τέλος βαθιά πνευματική. Συνέχισε να δουλεύει εντατικά, σε όλο τον κόσμο, να στερεώνει μια μορφή τέχνης και να γίνεται η ίδια το πιο καυτό όνομα,  νέα ντίβα, θεότητα της σύγχρονης τέχνης. Θυμάται πως κάποια στιγμή έκανε δέκα διεθνείς πτήσεις σε μια εβδομάδα. Όταν ένα βράδυ πήγε σινεμά, ασυναίσθητα μόλις κάθισε προσπάθησε να δέσει τη ζώνη ασφαλείας. Τρόμαξε και η ίδια. Ηξερε ότι το έχει παρατραβήξει. Και ήταν μόνη.

«Δεν είχα για χρόνια σύντροφο, δεν έχω παιδιά, είμαι όμως περήφανη για τον εαυτό μου. Για όλα όσα έκανα ανεξάρτητα από το κόστος που είχαν και τον χρόνο που απαίτησαν για να υλοποιηθούν. Κάθε πρωί ξυπνάω με λύσσα για να δημιουργήσω. Είναι σαν να έχω πυρετό. Κάθε μέρα έχει συγκεκριμένη δομή: Δουλεύω, δουλεύω, δουλεύω, δουλεύω και η περιέργειά μου δεν τελειώνει ποτέ».

Όταν έκανε τον Μάρτιο του 2010 στο ΜomΑ της Νέας Υόρκης το περίφημο πλέον «The Artist is Present» προκαλεί ντελίριο. Κάθεται επί ώρες σε μια καρέκλα καθώς επισκέπτες του μουσείου κάθονται εναλλάξ απέναντί της και την κοιτάνε στα μάτια επί πέντε λεπτά. Ακίνητη η ίδια τους κοιτάζει, βυθίζεται στα μάτια τους.  Κάποιοι ξεσπούν σε κλάματα, άλλοι βάζουν τα γέλια, κάποιοι προσπαθούν να την κάνουν να γελάσει. Στους τρεις μήνες που διήρκεςε η έκθεση στάθηκε έτσι 736 ώρες και 30 λεπτά. Ο Τζέιμς Φράνκο, ο Λου Ριντ, η Μπιοργκ ήταν μεταξύ αυτών που κάθισαν απέναντί της. Και ο Ουλάι όμως στην πρώτη τους συνάντηση μετά τον χωρισμό πάνω στο Σινικό Τείχος. Και λίγο πριν προχωρήσει τη διεκδίκηση των χρημάτων από τις πωλήσεις έργων.

Λίγο πριν αρχίσει το «The Artist is Present» χώρισε από τον σύζυγό της, τον ιταλό καλλιτέχνη Πάολο Κανεάρι. «Όταν τέλειωσε το πρότζεκτ επέστρεψε, για ένα χρόνο. Ηταν ακόμα χειρότερα τα πράγματα. Δεν μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί πλέον. Ένα ατελείωτο μαρτύριο. Σε αυτές τις περιόδους κάτι νεκρώνει μέσα σου. Αισθάνεσαι εντελώς άδειος», εκμυστηρεύτηκε στην εφημερίδα Guardian.

Kανείς δεν ξέρει αν αυτή την εποχή έχει σύντροφο –περιέργως το μαθαίνει το ευρύ κοινό αφού χωρίσει. Θέλει τον έρωτα στη ζωή της. Ω ναι! « Ονειρεύομαι αυτόν τον τέλειο άνδρα που δεν θα θέλει να με αλλάξει. Ονειρεύομαι αυτά τα κυριακάτικα πρωινά, που θα τρώμε πρωινό στο κρεβάτι και θα διαβάζουμε μαζί εφημερίδες. Είμαι παραδοσιακή στην πραγματική ζωή, σε αντίθεση με αυτό που είμαι στην τέχνη. Πιστεύω όμως στην πραγματική αγάπη. Ναι μπορεί και να μου συμβεί…»

Τον περασμένο Μάιο η Μαρίνα Αμπράμοβιτς, συγκεκριμένα το Μarina Abramovic Institute που έχει ιδρύσει στο Χάτσον της Νέας Υόρκης και που αποτελεί κιβωτό, αρχείο του έργου της και εφαλτήριο για νέες δράσεις ανά τον κόσμο αλλά και για την προώθηση της μεθόδου Αμπράμοβιτς, ήρθε στην Αθήνα. Και έκανε σε συνεργασία με τον οργανισμό ΝΕΟΝ το μεγαλύτερο πρόγραμμα για performance μακράς διάρκειας στην Ευρώπη, το AS ONE. Χιλιάδες επισκέπτες κατέκλυσαν το Μουσείο Μπενάκη, με δωρεάν είσοδο σε μια σπάνια εμπειρία για την Αθήνα, που προσέλκυσε τα διεθνή μέσα ενημέρωσης.

Αυτοί είναι μόνο μερικοί σταθμοί, καριέρας και βιώματος σε αυτή την τεράστια ζωή. Η γιαγιά της performance είναι πλέον ότι θέλει να είναι. Χαϊδεύει τις πληγές της και προχωρά. «Είμαι κλινική περίπτωση. Αν δεν πάρεις αγάπη από την οικογένειά σου την αναζητάς αλλού. Εγώ χρειάζομαι αγάπη από το κοινό μου… Η ζωή μού έδωσε πολύ πόνο, ναι. Αλλά είναι ok!».