Το σινεμά έχει στενούς δεσμούς και κοινά στοιχεία με τις εικαστικές τέχνες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το κάδρο, βασικό σημείο αναφοράς τόσο της 3ης όσο και της 7ης των τεχνών. Όπως και η αξιοποίηση του φωτός, με τους πλαστικούς όγκους που δημιουργεί στον καμβά ή στην οθόνη. Πέρα από αυτές τις εκλεκτές συγγένειες, σινεμά και ζωγραφική έχουν ανταλλάξει υπηρεσίες με πολλούς τρόπους. Ένας είναι η χρήση γνωστών έργων ζωγραφικής στο ντεκόρ. Έργων αυθεντικών και όχι αντιγράφων, όπως οι ρέπλικες των κλασικών πινάκων με τα γυναικεία πορτρέτα, που φτιάχτηκαν για τις ανάγκες των γυρισμάτων στο περσινό «Τέλειο χτύπημα». Η ταινία που κατέρριψε κάθε ρεκόρ στην καλλιτεχνική και χρηματική αξία έργων, είναι -μέχρι στιγμής- το «Τρεις και μοναδικοί» (1986) με πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Οι πίνακες και τα γλυπτά ιδιωτικών συλλογών που μεταφέρθηκαν στο πλατό ήταν συνολικής αξίας 10 εκ. δολαρίων, υποχρεώνοντας τους παραγωγούς να υπογράψουν ανάλογες ρήτρες ασφάλισης. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν έργα των Ρόι Λιχτενστάιν, Βίλεμ Ντε Κούνινγκ, Αλεξάντερ Κάλντερ, Πάμπλο Πικάσο κ.ά.
Ο Πικάσο αναμείχθηκε πιο ενεργά με το σινεμά, συμμετέχοντας ως ηθοποιός σε δύο γαλλικές ταινίες: «Η ζωή αρχίζει αύριο» (1950), όπου ερμήνευε τον -οικείο- ρόλο ενός ζωγράφου, και «Η διαθήκη του Ορφέα» (1960), σε σκηνοθεσία του -επίσης εικαστικού- Ζαν Κοκτό, στην οποία υποδυόταν ένα φίλο του Ορφέα. Ο Πικάσο δεν ήταν ο μοναδικός ζωγράφος που τα κατάφερε μια χαρά ως ηθοποιός. Το παράδειγμά του ακολούθησαν ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ, που υποδύθηκε… τον εαυτό του στο «A bigger splash» (1973), αλλά και ο γλύπτης Σεζάρ (που έχει δημιουργήσει, εκτός των άλλων, το ομώνυμο αγαλματάκι για τις απονομές των γαλλικών «όσκαρ») στο «T’ es folle ou quoi?» (1982). Τους ξεπέρασε ο Πίτερ Γκριναγουέι, του οποίου οι εικαστικές επιδόσεις (με εκθέσεις σε διάφορα μουσεία του κόσμου), συμπληρώνουν επάξια τις ταινίες που έχει σκηνοθετήσει.
Η συνηθέστερη, πάντως, ανάμειξη των εικαστικών στον κινηματογράφο αφορά τη σκηνογραφία. Αρκετοί ζωγράφοι σχεδίασαν τα σκηνικά (ενίοτε και τα κοστούμια) σε ταινίες. Αρκεί να θυμηθούμε τον Γιάννη Τσαρούχη και τη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη στο «Τελευταίο ψέμα», το «Eroica» και τη «Στέλλα» (στην τελευταία τα σκηνικά συνυπέγραφε ο Βλάσσης Κανιάρης), ή τον Γιάννη Μιγάδη στον αγγλικής παραγωγής «Οιδίποδα» (1968). Ο ζωγράφος και σκιτσογράφος Μίνως Αργυράκης έκανε ένα βήμα περισσότερο. Εκτός από τα σκηνικά και τα κοστούμια που σχεδίασε, πρωταγωνίστησε στους «Άρχοντες» (1977) του Μανούσου Μανουσάκη. Ζωγράφος και σκιτσογράφος ήταν, επίσης, ο Γκέοργκ (Τζορτζ) Γκρος, που έκανε τα σκηνικά αρκετών ταινιών στα νεοϋρκέζικα στούντιο της Αστόρια. Γνωστός από τον ηγετικό του ρόλο στο βερολινέζικο κίνημα των ντανταϊστών του Μεσοπολέμου, καθώς και για τις καυστικές γελοιογραφίες του, διέφυγε στις ΗΠΑ μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, για να αρχίσει εκεί μια παράλληλη καριέρα ως σκηνογράφος.
Ο ζωγράφος, πάντως, με τη μεγαλύτερη εμπλοκή στο σινεμά ήταν ο Σαλβαδόρ Νταλί. Από τους κυριότερους εκφραστές του σουρεαλισμού, μετάγγισε (πολλαπλά) την οργιώδη φαντασία του στην 7η τέχνη. Συνεργάστηκε με τον Λουίς Μπουνιουέλ, γράφοντας το σενάριο στον «Ανδαλουσιανό σκύλο» (1929) και στη «Χρυσή εποχή» (1930), καθώς και με τον Ουόλτ Ντίσνεϊ για το «Destino». Μια ταινία κινουμένων σχεδίων που έμεινε στα «σκαριά», για να ολοκληρωθεί το 2003 από τους επιγόνους της Ντίσνεϊ. Εκτός από σεναριογράφος, ο Νταλί υπήρξε σκηνοθέτης ενός -εξίσου σουρεαλιστικού- ντοκιμαντέρ («Impressions de la haute Mongolie», 1976), αλλά και ηθοποιός σε δύο ταινίες («Fun and Games for Everyone», 1968 και «Aussi loin que l’ amour», 1971). Σχεδίασε τα κοστούμια μιας ισπανικής ταινίας («Don Juan Tenorio», 1952) και άφησε έντονα το στίγμα του στο Χόλιγουντ, φιλοτεχνώντας τα σχέδια πάνω στα οποία στηρίχθηκαν τρεις σκηνές ονείρου, σε ισάριθμες ταινίες. Για την ακρίβεια, επρόκειτο για ένα όνειρο («Ο πατέρας της νύφης», 1950) και δύο φοβερούς εφιάλτες. Τα σχέδια του Νταλί για τους «Απόκληρους της ζωής» (1942) και τη χιτσκοκική «Νύχτα αγωνίας» (1945) αποτέλεσαν οργανικό στοιχείο των σκηνικών, δίνοντας μια πρωτόγνωρη διάσταση στην απεικόνιση ενός εφιάλτη.