Τι ισορροπεί έναν άντρα 54 χρόνων που μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα σε άτυπες κυβερνητικές αποστολές και τη συγγραφή; Ο έρωτας. Που υπάρχει και δηλώνεται όπως στα λευκώματα της εφηβείας. Με μια κόκκινη μεγάλη καρδιά. Σαν από λαδομπογιά, ανάμεσα σε αφαιρετικά σύμβολα μισογκρεμισμένης μάντρας. Οριζόντιες λευκές και μπλε γραμμές – ελληνικό καλοκαίρι και γράμματα – στάμπες σε νιουγιορκέζικα μπλουζάκια.
Ο Νίκος Παπανδρέου επιστρέφει με το βιβλίο του «Έρωτας υπό αίρεση» στις παιδικές μας αμφιβολίες. «Ποιός έρωτας δεν είναι γεμάτος ερωτηματικά;». «Πώς ξεκινάμε με απίστευτες υποσχέσεις, με τη λέξη «για πάντα» και κάποια στιγμή το ‘’πάντα’’ γίνεται ‘’ποτέ’’;».
Για να δώσει την απάντηση μόνος του και να εξηγήσει τον λόγο που τον έβαλε αυτή τη φορά να γράψει. «Ο κόσμος ερωτεύεται για πρώτη φορά, για δεύτερη και για τρίτη. Υπάρχουν πολλών ειδών έρωτες και τούτο το βιβλίο εξετάζει πολλές πτυχές. Τον ανεκπλήρωτο έρωτα που διαστρεβλώνει τις πράξεις μας και μας οδηγεί στον κόσμο του παράλογου».
Τα διηγήματά του καταγράφουν ιστορίες και επιχειρηματολογούν στο αδιάφανο του έρωτα, της λέξης δίχως λήμμα. Οι ήρωές του βασανίζονται. «Μπορείς να είσαι ερωτευμένος με ένα άτομο και να σε διεγείρει ερωτικά ένα άλλο; Μπορείς να ερωτευθείς κάποιον χωρίς να το έχεις καταλάβει; Μπορείς να ερωτευθείς ενώ γνωρίζεις εκ των προτέρων ότι η σχέση έχει ημερομηνία λήξης; ».
Ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει: «Η συλλογή διηγημάτων μου σκοπό δεν έχει να διαφωτίσει αλλά να βάλει τον αναγνώστη στο όνειρο της αφήγησης και να τον κρατήσει εκεί ώσπου να κλείσει το βιβλίο».
Και τι θα προκύψει όταν το όνειρο γίνει πραγματικότητα;
Προδημοσίευση: Κεφάλαιο πρώτο “Έρωτας υπό αίρεση”
Νααρχίσω με μια περιγραφή της; Φορούσε χαμηλοκάβαλα ξεθωριασμένα τζιν πολύ πριν γίνουν μόδα. Ήταν λεπτή, γυμνασμένη λόγω μαθημάτων μπαλέτου, φιλελεύθερης ιδεολογίας, χωρίς κόμπλεξ στο κρεβάτι, διαβασμένη, και σεμνή συνάμα. Μιλούσε για τις ζωές του Έσσε, του Κίρκεγκορ και του Σοπενάουερ σαν να τους γνώριζε προσωπικά. Από εύπορη οικογένεια της Μασαχουσέτης, είχε μαθητεύσει σε ιδιωτικά σχολεία, αλλά τη μεγαλύτερη εντύπωση μου έκαναν τα σκι της, καταχωνιασμένα στο ντουλάπι της. Στο καθένα είχε χαραγμένο τ’ όνομά της: Μαίρη Κόρλις. Δεν ήξερα ότι τα σκι μπορούσαν να ονομαστούν.
Τα παραλέω; Ίσως. Αλλά συγχωρώ τον εαυτό μου για τον υπέρμετρο ενθουσιασμό. Όλα δεν τα έχει ένας άνθρωπος όταν τον πρωτογνωρίζεις; Πώς να στραβώσει τούτο δω, λες στον εαυτό σου, σ’ εκείνη τη μεθυστική πρώτη φάση που ως και η μικρότερη λεπτομέρεια αποκτά ιδιαίτερο νόημα; Μαγικό μού φαινόταν το πώς σήκωνε το κεφάλι απ’ το μαξιλάρι τρεις τέσσερις φορές πριν αποκοιμηθεί, το πώς άγγιζε το φλιτζάνι του καφέ στο μάγουλό της για να ελέγξει τη θερμοκρασία του, ο ανεπαίσθητα λοξός βηματισμός της. Αν δεν έχει κάτι το κιτς ο έρωτας, αν δεν έχει το στοιχείο της υπερβολής, ε, τότε δεν είναι έρωτας αλλά κάτι λιγότερο.
Ήταν και ένα ακόμα που δεν έπρεπε να έχει θέση στο θέμα του έρωτα μα να που είχε. Το πώς έγινε η πρώτη φορά: με απίστευτη ταχύτητα και φυσικότητα. Στεκόμουν ακριβώς πίσω της στην ουρά για το φαγητό στο χώρο του πανεπιστημίου. Μιλούσε με ενθουσιασμό σε κάποιον και τα χέρια της φτερούγιζαν πάνω κάτω μ’ εκείνη τη χάρη που έχουν οι μπαλαρίνες. Όταν έσκυψε λίγο να βγάλει μια κλωστή απ’ το καλσόν της, με είδε να την κοιτάω και μου χαμογέλασε. Έφυγε ο συνομιλητής της, αλλά εγώ ντράπηκα να την πλησιάσω και αρκέστηκα να την παρατηρώ. Είδα ότι είχε σβήσει το φως, ότι τώρα που δε μιλούσε είχε πάψει να λάμπει. Αυτό την έκανε να μοιάζει μικρότερη, ανήμπορη, ευάλωτη. Έτσι μ’ έπιασε απ’ την καρδιά με το αγκίστρι της ύπαρξής της. Ήταν αδύναμη! Με είχε ανάγκη! Ω ήρωα, έλα να με σώσεις. Βρήκα τη δικαιολογία. Βρήκα και μια ανοησία για να πιάσω κουβέντα μαζί της και όσο μιλούσαμε πρόσεξα ότι εκείνο το ιδιαίτερο φως της επανήλθε. Και γέμισα με ενθουσιασμό. Κάτσαμε και φάγαμε μαζί, αν και δε θυμάμαι τι ακριβώς είπαμε. Κάποια στιγμή πρόσεξε τον ενθουσιασμό μου και μου το είπε.
«Παρά την ανοργανωσιά σου, παρά τις περίεργες απόψεις σου, παρά τον ξέχειλο ενθουσιασμό που σε κάνει να μιλάς γρήγορα και να σκοντάφτουν η μια πρόταση πάνω στην άλλη, σε καταλαβαίνω μια χαρά».
Δέκα λεπτά αργότερα βρεθήκαμε στο κρεβάτι μου, στο δωμάτιο 1512 σ’ ένα απ’ τα δώδεκα κολέγια του πανεπιστημίου. Ήμασταν και οι δυο γυμνοί και χαρούμενοι.
Ο μηδενικός χρόνος που διανύσαμε για να φτάσουμε κάτω απ’ τα σεντόνια ήταν και το τελειωτικό χτύπημα, επειδή ήταν ανήκουστο, πρωτόγνωρο, μεθυστικό για ένα αγόρι της ηλικίας μου.
«Μα δε σημαίνει και τίποτα», ήταν η απάντησή της όταν τη ρώτησα πώς φτάσαμε εδώ τόσο γρήγορα. «Ξέρεις αμέσως αν ταιριάζεις με κάποιον ή δεν. Και κινείσαι ανάλογα».
Αυτό μου φάνηκε σαν μια εξαιρετικά ώριμη τοποθέτηση γύρω απ’ το πολύπλοκο ζήτημα της ερωτικής πράξης. Δε χρειάζεται να το συζητάς, απλώς κάν’ το! Πίστευα φυσικά ότι, όπως κι εγώ, με είχε κι εκείνη ερωτευτεί, κι έτσι όλα είχαν μπει σε μια ορθολογική τάξη.
Τις επόμενες εβδομάδες όμως το σκεφτόμουν και το ξανασκεφτόμουν. Τα δεδομένα δεν ήταν υπέρ μου. Η αναλογία ανδρών γυναικών την εποχή εκείνη ήταν πέντε προς ένα. Με τέτοιο ανταγωνισμό πώς είχε αράξει σ’ εμένα, άβγαλτο παιδί, όταν γύρω της υπήρχαν τόσοι και τόσοι υποψήφιοι;
Ένα βράδυ, ξαπλωμένοι ο ένας πλάι στον άλλο –δε θυμάμαι αν ήμασταν στο δικό της ή στο δικό μου κρεβάτι–, σ’ ένα απ’ αυτά τα κενά μεταξύ σεξ και ύπνου, όταν υποτίθεται πως όσα λες πρέπει να ’χουν κάποιο βαθύτερο νόημα αφού ο άλλος μόλις σου έχει δοθεί, εφόσον ο καθένας έχει δείξει τις κρυφές του πλευρές, τη ρώτησα τι μου έβρισκε. Γιατί εμένα κι όχι κάποιον άλλο; Έβγαλε έναν αναστεναγμό – σημάδι ότι η ερώτησή μου την ενόχλησε, αλλά μου απάντησε με ευκολία, με τη μεθοδικότητα μάλιστα ενός δικηγόρου.
«Πρώτον, είσαι άψογος στο κρεβάτι… Δεύτερον, τα μάτια σου κρύβουν μια σοβαρότητα, που σαν να επωάζει μέσα σου μια επικίνδυνη μελλοντική γνώση. Όταν με είδες στην ουρά, μου μίλησες με μια… πώς να την πω; μια παραληρηματική αμετροέπεια – μια μπερδεμένη εκρηκτικότητα. Τρίτον, αναπτύσσεις τις ιδέες σου με γοητευτική αστάθεια και μετά τις αποσύρεις εν τη ρύμη του λόγου και τις στέλνεις με αστερίσκους σε νοερές υποσημειώσεις προς μελλοντική χρήση. Τέταρτον, με κάνεις και γελάω. Οκέι;»
Μετά από αυτή την ανάλυση γύρισε την πλάτη της και αποκοιμήθηκε.
Ήταν πολύ περίεργο να βλέπω τον εαυτό μου μέσα απ’ τα μάτια της. Γι’ αυτό το λόγο δεν μπόρεσα να κοιμηθώ καθόλου εκείνο το βράδυ. Ξύπναγα, την κοιτούσα, έκπληκτος που η γυμνή της παρουσία ήταν ακόμα εκεί, κοιτούσα το στήθος της, σκέφτηκα ότι είχα δίπλα μου έναν σκεπτόμενο άνθρωπο με ιδιαίτερα διεισδυτικό μυαλό – και το καλύτερο απ’ όλα, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, είχε επιλέξει να μείνει κοντά μου.
Καθώς δεν είχα ακόμα φτάσει τα είκοσι, δεν είχα καμιά ιδέα τι είδους εντύπωση προκαλούσα. Όπως πολλοί νέοι της ηλικίας μου, δεν ήξερα τι να κάνω με τη ζωή μου. Έκφραση κι αυτή… Τι θα κάνεις με τη ζωή σου, παιδί μου; Λες κι είναι κάποιο αντικείμενο προς διαχείριση. Λες και ζει έξω από σένα. Τη «ζωή μου», όπως σε όλους, μου την είχαν δώσει κάποια στιγμή, απερίσκεπτα ή μετά από μελέτη – δεν υπήρχε διαφορά εφόσον το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Τώρα πια ήμουν εγώ υπεύθυνος για τις πράξεις μου, δηλαδή θεωρητικά η ζωή μου μου ανήκε. Αλλά όταν με ρωτούσαν «Τι θα κάνεις, Ντάνυ, με τη ζωή σου;», συνήθως δεν απαντούσα, ή έλεγα τόσο πολλά και τόσο διαφορετικά, που ήταν πάλι σαν να μην απαντούσα. Πίστευα ότι και αυτή η ανημποριά μου ίσως μου εξασφάλιζε ένα ιδιαίτερο μέλλον, ότι ακριβώς τούτη η ασάφεια θα με βοηθούσε να φτάσω εκεί που έπρεπε. Ο Σαρτρ, ο ήρωάς μου την εποχή εκείνη, είχε εφεύρει ολόκληρη θεωρία υπέρ του μη-προσδιορισμού του εαυτού, ή μάλλον του εναλλασσόμενου εαυτού, ή κάτι τέτοιο, και σ’ αυτό το φιλόσοφο που τον μισοκαταλάβαινα έβρισκα ένα ικανοποιητικό θεωρητικό πλαίσιο για την ασάφειά μου.
Η Μαίρη όμως! Α, η Μαίρη Κόρλις, παρά την εντρύφησή της στους ίδιους υπαρξιστές, παρά το ότι είχε διαβάσει τον Σαρτρ στα γαλλικά, δεν πίστευε σε ασάφειες και φυσικά δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για το μέλλον της: ήθελε να γίνει συγγραφέας. Γι’ αυτό και είχε δηλώσει συμμετοχή στο σεμινάριο δημιουργικής γραφής, όπως λεγόταν το μάθημα για την τεχνική της λογοτεχνίας. Καθηγητής δεν ήταν μέλος του τακτικού διδακτικού προσωπικού, κάποιος με ντοκτορά από τον ακαδημαϊκό χώρο. Ήταν επισκέπτης για ένα και μόνο εξάμηνο, χρυσή ευκαιρία για τους φοιτητές να μάθουν από τον ίδιο τον περιβόητο Μάικλ Φριτς, συντάκτη του μεγαλύτερου λογοτεχνικού περιοδικού της Αμερικής και γνωστό για τη σκληρότητά του μπροστά σ’ ένα διήγημα. Μπορούσε να φτιάξει ή να σβήσει την καριέρα ενός εν δυνάμει συγγραφέα. Με τις προσβάσεις του έκρινε ποιος θα έπαιρνε τα λογοτεχνικά βραβεία και ποιος θα έμενε άγνωστος μέχρι να πεθάνει. Εν ολίγοις, καθόριζε το μέλλον πολλών νεανικών φερέλπιδων ψυχών.
Η Μαίρη, φεμινίστρια ούσα, υπό φυσιολογικές συνθήκες ούτε που θα διανοούνταν να γραφτεί στο σεμινάριό του, ενός ανθρώπου που είχε τη φήμη μισογύνη και ψυχρού σοβινιστή. Ωστόσο, όπως μου είχε πει, η δεσποινίς Τατιάνα, ετών πενήντα και βάλε, η Ρωσίδα δασκάλα μπαλέτου, της είχε διδάξει πως τίποτα δε μαθαίνεται αν δε χύσεις αίμα και το εν λόγω σεμινάριο έμοιαζε να εμπεριέχει ακριβώς το είδος της βίας που χρειαζόταν για την αφετηρία της συγγραφικής της σταδιοδρομίας. Με αυτόν θα έμπαινε στον αστερισμό του μέλλοντός της. Έτσι πίστευε.
«Θέλω να γίνω συγγραφέας, Ντάνυ, θέλω να ματώσω. Ας είναι κι ο πιο σοβινιστής άντρας που υπάρχει».
Κι έτσι ξεκίνησε ένας ανταγωνισμός ανάμεσα σ’ εμένα και έναν άντρα είκοσι χρόνια μεγαλύτερό μου, με φήμη γυναικά και ουρά σχέσεων πίσω του: γάμοι, διαζύγια, ψίθυροι για εξώγαμα παιδιά… Της είπα ότι φυσικά και πρέπει να παρακολουθήσει ένα σεμινάριο που ήθελε. Δεν έδειξα ουδεμία υποψία. Και δεν είχα καμία. Στην αρχή.
Έτσι ξεκίνησε το σοκ και το δέος για τον εν λόγω επισκέπτη-καθηγητή Μάικλ Φριτς. Όταν η Μαίρη επέστρεψε απ’ το πρώτο μάθημα και με βρήκε στο δωμάτιό μου να διαβάζω κάτω απ’ το μικρό μου φως, έκανε σαν να είχε γνωρίσει τον ίδιο τον Αϊνστάιν.
«Απίστευτος», μου είπε. «Ο τύπος δεν παίζεται. Μας περιφρονεί σαν να είμαστε μαθητές πρώτης δημοτικού!»
Τη ρώτησα αν της αρέσει να την περιφρονούν, αλλά με αγνόησε μέσα στον ασυγκράτητο ενθουσιασμό της.
«Άκου, Ντάνυ, τι μας είπε: “Θες να γίνεις συγγραφέας; Θες πραγματικά να κάθεσαι με τις ώρες μπροστά σ’ ένα λευκό χαρτί, ενώ έξω ο κόσμος ζει, τρέχει, γελάει, κλαίει, αποκτά γνώσεις, χρήματα, προτείνει λύσεις σε κοινωνικά ζητήματα, κι εσύ να ταλαιπωρείσαι για το αν θα χρησιμοποιήσεις το πρώτο ενικό ή το τρίτο πληθυντικό; Ναι; Καλώς ήρθατε στον κόσμο μου. Ένα θα σας πω, και θα σας το λέω ώσπου να τελειώσει αυτό το σεμινάριο. Όλο το μέλλον σας στηρίζεται στην πρώτη πρόταση. Το αν θα πετύχετε ή όχι βασίζεται στις πρώτες λέξεις που θα χρησιμοποιήσετε για να πείσετε τον αναγνώστη ώστε να πει, α, μπράβο! κάτι γίνεται εδώ, κάτι ξέρει τούτος δω ο καινούργιος συγγραφέας. Πρέπει να έχετε το κουράγιο να πιάσετε τον αναγνώστη σας απ’ το μαλλί! Και να τον σύρετε ως το τέλος της ιστορίας σας. Οι πρώτες λέξεις, η πρώτη φράση, η αρχή του κειμένου, του βιβλίου, του διηγήματος – τούτο είναι το ηλεκτροφόρο όπλο σας. Με αυτό θα ηλεκτρίσετε τον αθώο σας αναγνώστη, θα τον κάνετε να του σηκωθούν τα μαλλιά για να τον γραπώσετε από εκείνο ακριβώς το σημείο!”»
Ο θαυμασμός της Μαίρης δεν είχε όρια και διατηρήθηκε αμείωτος για τις επόμενες εβδομάδες. «Ο Φριτς απορεί κατά πόσον οι φοιτητές του Γέηλ αξίζουν να είναι φοιτητές του θρυλικού αυτού πανεπιστημίου», ή «Ο Φριτς είναι πραγματικός καλλιτέχνης…» και άλλα τέτοια. Ένα απόγευμα που καθόμασταν αντικριστά πάνω στο στενό της ράντζο στη φοιτητική εστία Καλχούν (όλα τα δωμάτια ήταν απίστευτα μικρά), με τα γυμνά μου πόδια ν’ αγγίζουν τις σκληρές τις πατούσες, το πάτωμα σπαρμένο με χαρτιά και βιβλία κι ένα σύθαμπο από αφίσες και διάφορα χαρτάκια με αποσπάσματα μεγάλων συγγραφέων κολλημένα στους τοίχους, μου είπε ότι ως μέρος μιας συγγραφικής άσκησης –ήταν το τρίτο ή τέταρτό τους μάθημα και για πρώτη φορά ξεκόλλησε από το θέμα της πρώτης φράσης ενός διηγήματος– ο Φριτς τους είχε ζητήσει, ξαφνικά και ωραία, να μη γράψουν παρά μια δυο φράσεις σ’ ένα χαρτί. Να εξομολογηθούν το πλέον μύχιο μυστικό τους. Να το σκεφτούν, να το γράψουν και να του το δώσουν να το διαβάσει.
«Κάτι που δεν έχουμε πει ποτέ και σε κανέναν».
Η Μαίρη κοιτούσε προς τα κάτω, κάπως ένοχα. Τράβαγε το λάστιχο του στηθόδεσμού της με νευρικότητα.
«Δε φαντάζομαι να του ’πες για τη φάση στο Λονδίνο…»
«Ώχου, ρε συ Ντάνυ!»
Σαν να ήταν τσαντισμένη με τον εαυτό της αλλά τα ’βαλε μ’ εμένα.
«Τίποτα δεν καταλαβαίνεις; Το γράψιμο δεν έχει νόημα αν δε ρισκάρεις. Αυτό το μυστικό είναι εκείνο που με καίει. Αυτό ακριβώς το μυστικό ζητούσε».
«Και προφανώς αυτό το μυστικό τού σέρβιρες».
Κάρφωσα το βλέμμα στο παράθυρο, στην ασαφή πομπή των φοιτητών που πέρναγε μπροστά μου, κι έβαλα τα δυνατά μου για να μην το σχολιάσω περαιτέρω. Τη συγκεκριμένη πληροφορία για το παρελθόν της την είχα εκμαιεύσει μόνο κατόπιν επισταμένης ανάκρισης – σε μια απ’ αυτές τις ειλικρινείς και σοβαρές συζητήσεις όπου νομίζεις ότι είσαι το σημαντικότερο άτομο στον κόσμο, που μιλά με το άλλο σημαντικότερο άτομο στον κόσμο. Όταν μου το είχε πει προσπάθησα να μην αντιδράσω. Ο Σαρτρ στα βιβλία του μου πρότεινε να εναντιωθώ στο πρώτο μου ένστικτο, να το σβήσω, και έτσι δεν έκανα την πρώτη ερώτηση που σκέφτηκα: «Μα δεν έκανες τίποτα εσύ για να τους προκαλέσεις;» Αντ’ αυτού άφησα τις ερωτήσεις να βουίζουν μέσα μου και σώπασα.
Αλλά αυτός ο Φριτς, κάτοχος μιας πείρας που δε θ’ αποχτούσα ποτέ, είχε ψαρέψει το μεγάλο της μυστικό στο φτερό, με μια κουβέντα περί ειλικρίνειας και ρίσκου απ’ αυτές που ξεγελούν τις μικρές και κολακεύουν τις σιτεμένες. «Η αποκάλυψη είναι ο δρόμος του γνήσιου καλλιτέχνη», τους είχε πει. Το μυστικό της λοιπόν, όπως μου το είχε διηγηθεί: «Στα δεκαέξι μου με βίασαν δυο άντρες σ’ ένα μικρό δωμάτιο ενός ξενοδοχείου…» Ωχ, είχα πει. Και προσπάθησα να διώξω την εικόνα απ’ το νου μου. Υπήρξε όμως και μια δυσβάσταχτη συνέχεια. «Το βρόμικο μυστικό μου δεν είναι αυτό», μου είχε πει η Μαίρη το βράδυ εκείνο των εξομολογήσεων. «Είναι κάτι που ούτε στο Θεό δε θέλω να το πω. Ούτε στον εαυτό μου δε θέλω να το λέω. Κατά τη διάρκεια του βιασμού… κατάφεραν να με φέρουν και οι δυο τους σ’ έναν εξευτελιστικό και ντροπιαστικό οργασμό… Γι’ αυτό και δεν τους κατήγγειλα ποτέ. Φαντάσου να το έλεγαν στο δικαστήριο…»
Τούτη η σκέψη σαν να επικύρωνε όλες τις ανδρικές φαντασιώσεις της ηλικίας μου, αλλά με τη βοήθεια του Σαρτρ και πάλι κατόρθωσα να μην πω λέξη τότε και έκανα τα πάντα για να μην προσπαθήσω να φανταστώ την ίδια τη στιγμή, όπως και δάγκωνα τη γλώσσα μου για να μην της πω, «Μπορείς να μου περιγράψεις ακριβώς τι σου έκαναν οι βιαστές και σε φέραν σε οργασμό;» Γιατί ακουγόταν σαν κάτι που ίσως θα με διέγειρε και φοβόμουν ότι αν έδειχνα έστω και ίχνος τέτοιας συμπεριφοράς, θα με έδιωχνε με τις κλοτσιές.
Όμως τώρα φανταζόμουν το μυστικό αυτό στα χέρια του Φριτς και μ’ έπιανε μια απίστευτη ζήλια. Γιατί να ξέρει τούτη την προσωπική της εμπειρία; Γιατί; Η εξομολόγηση, έστω και γραπτή (πώς το έγραψε, τι έγραψε, το διάνθισε κάπως ή ήταν σύντομη;), θα πρέπει να τον είχε ερεθίσει ακαριαία και να τον έβαζε σε σκέψεις ως προς τη λεπτεπίλεπτη ύπαρξη της Μαίρη. Ίσως είχε διαισθανθεί τη φαινομενική της ευκολία με την ερωτική πράξη, και είμαι βέβαιος πως είχε παρατηρήσει κάτι που ’χα παρατηρήσει κι εγώ – το πώς τόσο τα ρούχα της όσο κι η θηλυκότητά της είχαν μια χαλαρότητα. Έλεγα από μέσα μου πως ένας άντρας στην ηλικία του δεν ήταν δυνατόν να ενδιαφέρεται για τη Μαίρη μ’ αυτό τον τρόπο. Εξάλλου, υπήρχαν και κανόνες στο όλο παιχνίδι μεταξύ αντρών και γυναικών, σωστά; Από την άλλη, μήπως το μυστικό της του έδινε κάποιο ατού στην όλη ιστορία;
Αποφάσισα να τα πω στην ίδια τη Μαίρη.
Γέλασε.
«Έχεις διαβάσει κανένα απ’ τα διηγήματα που έχει επιμεληθεί ο Φριτς; Η εξομολόγησή μου δεν είναι παρά ένα μικρό πταίσμα, αν θέλεις, μπροστά στα όσα διαβάζουμε σήμερα. Μην τα μπλέκεις τα πράγματα».
«Ζηλεύω όμως. Αδικαιολόγητα ίσως, αλλά έτσι είναι».
Με αγκάλιασε και με ηρέμησε λέγοντάς μου διάφορα περί μοναδικότητας και ειλικρίνειας και ερωτικής ανάγκης, και ότι τον Φριτς τον θαύμαζε μεν ως καθηγητή αλλά τίποτα πέραν αυτού.
Πήγε κι ένα βήμα πιο πέρα. Για να δω και μόνος μου ότι ο τύπος ήταν οκέι, ότι τίποτα δεν τρέχει ανάμεσά τους παρά τη διαρκή εμμονή της με τον Φριτς, με κάλεσε σε μια λογοτεχνική βραδιά που θα διηύθυνε εκείνος. Θεωρητικά, η όλη φάση θα με βοηθούσε να αναζητήσω ενδείξεις ότι έσφαλλα εντελώς.
«Θα το νιώσεις, Ντάνυ, μ’ ακούς; Θα μας δεις στον ίδιο χώρο. Είναι φανερό πότε δυο άνθρωποι αισθάνονται αμοιβαία έλξη. Έλα. Θα ανακαλύψεις το απόλυτο κενό».
Η βραδιά έφτασε πολύ γρήγορα και, με ένα νευρικό φτερούγισμα στο στήθος μου, πήγα στο χώρο της συνάντησης, στο Κολέγιο Καλχούν, ένα κλασικό γοτθικό πέτρινο κτίσμα στη Νέα Αγγλία. Κάθισα πίσω πίσω. Η Μαίρη μπήκε με τους συμφοιτητές και τις συμφοιτήτριές της κατά πόδας, ένα οχληρό, τραχύ μπουλούκι, και θρονιάστηκαν σαν πάπιες πάνω στο παχύ χαλί. Κοίταξε γύρω της, με είδε, με χαιρέτησε και μου χαμογέλασε. Είχα καθίσει σε μια άβολη ξύλινη καρέκλα, κάτω απ’ το ομαδικό πορτρέτο κάτι βλοσυρών, νεκρών λευκών αντρών που είχαν βάλει το χεράκι τους στην ίδρυση του Γέηλ – οι κύριοι Καλχούν, Ντουάιτ, Στάιλς, Τράμπουλ και λοιποί ιδρυτές και χορηγοί.
Έπειτα από μια σύντομη εισαγωγή διά στόματος του ευτραφούς και εύγλωττου κοσμήτορα του Κολεγίου, η αγγλοπρεπής προφορά του οποίου θύμιζε βέρο Βρετανό, εμφανίστηκε ο Φριτς – από μια σκοτεινή γωνιά, ξαφνικά, σαν ταχυδακτυλουργός, κάνοντας μια είσοδο όλο ζωντάνια και πονηριά, λάμποντας με τη μοναδική αύρα του επιφανούς ανθρώπου. Έλειωσα στην καρέκλα. Ήταν άντρας. Έμπειρος, επικίνδυνος. Το πρόσωπό του ήταν γωνιώδες, τα μάτια του σπιρτόζικα – καμία σχέση με τους ονειροπόλους κοιλαράδες καθηγητές που απαρτίζαν τη συντριπτική πλειονότητα του διδακτικού προσωπικού. Φορούσε ένα φαρδύ κοστούμι που θύμιζε στολή για σαφάρι, ωστόσο η ολοφάνερη αδιαφορία του για τη μόδα λειτουργούσε σαφέστατα υπέρ του. Είχε μακριά μαλλιά, χτενισμένα προς τα πίσω, με ασημόγκριζες τούφες – σαν κοσμοπολίτης καλλιτέχνης. Μπρος στην αιφνίδια και συνταρακτική παρουσία του οι μαθητές του σώπασαν σαν να είχε μπει ο Χριστός, ενώ ο ίδιος κινείτο με χάρη και μελετημένο συγχρονισμό. Έκανα ό,τι μπορούσα για να φερθώ με ωριμότητα, να καταπνίξω τις σουβλιές ζήλιας που ένιωθα στην κοιλιά και στο στήθος μου. Αν αυτός ήταν ο αντεραστής μου, δεν ξέρω κατά πόσο τα ωραία μου μάτια ή οι άψογες επιδόσεις μου στο κρεβάτι θα αρκούσαν σε σύγκριση μ’ αυτό το ηγεμονικό αρσενικό. Ήμασταν αμφότεροι μέλη της ίδιας οικογένειας ανθρωπίδων, μα αν αυτός ήταν ο γορίλας, εγώ ήμουν ο ταπεινός μπαμπουίνος που χωνόταν στο θηλυκό στα κλεφτά.
Με τέλεια άρθρωση και βροντερή φωνή –αχ, μια φωνή τόσο μα τόσο επιβλητική, αλαζονική και πανέμορφη σαν την Ανατολική Ακτή το φθινόπωρο– ο Φριτς σύστησε τον καλεσμένο ομιλητή και παλαιό μαθητή του, αστέρι του λογοτεχνικού κόσμου στα πρόθυρα διεθνούς φήμης, που μόνος του (και φυσικά ο Φριτς εννοούσε με τη βοήθεια του ίδιου) είχε δώσει «το φιλί της ζωής στο αμερικάνικο διήγημα». Ο περι ου ο λόγος κύριος, ο χαϊδεμένος του, ένας ροκ σταρ του διηγήματος, αν θέλετε, δε διέθετε ούτε στο ελάχιστο τη λάμψη του Φριτς, ούτε την πλάγια αυτοπεποίθηση ή την άνεση του επαγγελματία συγγραφέα. Ο προσκεκλημένος διηγηματογράφος φορούσε ένα τριμμένο δερμάτινο μπουφάν –σε μια άστοχη απόπειρα συμμόρφωσης με τις επιταγές της μόδας–, ένα τζιν τσαλακωμένο λες και είχε μείνει μέρες θαμμένο κάτω από μια στοίβα βρεγμένα ρούχα, κι άρβυλα εργάτη, που ήταν πλέον ντεμοντέ ακόμα και στον Καναδά, τη χώρα όπου η μόδα δεν υπήρξε ποτέ. Έμοιαζε με κλητήρα.
Αλλά λίγο με ενδιέφερε αυτός ή η εμφάνισή του ή το μέγεθος της επιτυχίας του. Γιατί τώρα είχα βαλθεί να ψάχνω για δείγματα ενοχής, που όμως σε τι θα συνίσταντο; Σε ματιές; Σε αγγίγματα; Σε φιλιά στον αέρα; Σε μυστική χειραψία σαν τους μασόνους; Αναζητούσα σημάδια σκανταλιάς, μια κρυφή αλλά λάγνα ματιά μεταξύ τους, ένα νεύμα, ένα χαιρετισμό, μια λέξη. Μάταια. Η Μαίρη είχε την προσοχή της στραμμένη εξ ολοκλήρου στον προστατευόμενο του Φριτς και όχι στον Φριτς τον ίδιο, ψελλίζοντας περιπαθώς κάτι σε μια συμφοιτήτρια της, και κουνώντας το κεφάλι, εμβρόντητη απ’ το θαυμασμό για κάποια κοφτή, σύντομη πρόταση που διάβαζε ο συγγραφέας. Ωστόσο υπήρχε κι ένα κομμάτι της που δεν μπορούσε και δεν υπήρχε περίπτωση να δαμαστεί, κι αυτό ήταν η ουσία της. Κάθε τόσο τέντωνε και τα δύο χέρια πάνω απ’ το κεφάλι κι έσφιγγε τα δάχτυλα, μια χορευτική κίνηση που την είχα δει να κάνει στο δωμάτιό της, κι έπειτα έτριβε τα χέρια πάνω στα μακριά της πόδια. Εγώ περιεργαζόμουν τον Φριτς απ’ την κρυψώνα μου, πίσω από έναν αδιάσπαστο φράχτη αφτιών και κεφαλιών. Εκείνος άκουγε με προσοχή, γνέφοντας κάθε τόσο επιδοκιμαστικά, σαν κριτής καλλιστείων, μα το βλέμμα του δε στράφηκε ούτε μια φορά στο πρόσωπο ή το σώμα της Μαίρης. Περίφημα νέα. Εκτός αν ήταν προσυνεννοημένοι και όλο αυτό ήταν ένα κόλπο για να με παραπλανήσουν. Προσπάθησα να διώξω αυτές τις περί συνωμοσίας σκέψεις και να δεχτώ τα φαινόμενα όπως τα έβλεπα. Μα αν υπήρχε κάτι ανάμεσά τους, διάολε, κάπου θα έβγαινε, κάτι θα ένιωθα. Και δεν ένιωθα το παραμικρό.
Ο τύπος σταμάτησε να διαβάζει και οι σκέψεις μου σκουντούφλησαν πάνω στο βαρύ φορτίο της ξαφνικής σιωπής. Το κείμενό του είχε θέμα, άκουσον άκουσον, την απιστία και πώς τη χειρίζονται τα ζευγάρια στο πέρασμα του χρόνου. Το διήγημά του είχε ονομαστεί «μινιμαλιστικό», δηλαδή ο κάθε χαρακτήρας δεν είχε προϊστορία, τον συναντούσαμε μόνο στη στιγμή της σύγκρουσης και έπρεπε να υποθέσουμε τα κενά τού πριν και τού μετά και να τα γεμίσουμε με τη δική μας εμπειρία. Σαν να διαβάζεις μια ιστορία όπου ο ήρωας είναι στον αέρα έχοντας πέσει από ένα αεροπλάνο, και δε μαθαίνεις ποτέ ούτε γιατί και πώς έπεσε ούτε τι γίνεται μετά που σκάει στη γη. Ο εν λόγω συγγραφέας, με τη βοήθεια του Φριτς, κατέληξε να είναι ο πατέρας του μινιμαλισμού, όπου με λίγες και μικρές πινελιές αναπτύσσεται ένας κόσμος ολόκληρος.
Χειροκρότησα κι εγώ, με υπέρμετρο πάθος, πεισμένος πια ότι δεν υπήρχε τίποτ’ απολύτως ανάμεσα στη Μαίρη και στον Φριτς. Ήθελα να αγκαλιάσω τον κλητήρα συγγραφέα και σωτήρα μου που με την παρουσία του μου είχε δώσει την ευκαιρία να διώξω τις αμφιβολίες μου. Ορισμένοι φοιτητές, συμπεριλαμβανομένης και της Μαίρης, κατευθύνθηκαν προς το συγγραφέα για να του μιλήσουν. Εγώ πλησίασα τον Φριτς. Παρά τις μικρές πια ανησυχίες μου, έπρεπε να του δώσω να καταλάβει πως σ’ αυτό το διαγωνισμό, για τον οποίο δεν είχα το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο, υπήρχε κι ένας ακόμα αγωνιστής, ένας άγριος, ολοζώντανος μπαμπουίνος. Όμως η αδρεναλίνη του τετ-α-τετ με τον εν δυνάμει ανταγωνιστή μου βούιζε σ’ όλο μου το σώμα, ξεραίνοντας το στόμα και τα χείλη μου και παγώνοντας το πρόσωπό μου σε μια έκφραση πρόβατου. Καταφέρνοντας μετά βίας να ξεκολλήσω τα χείλη μου, του συστήθηκα:
«Ντάνυ Σάτον».
«Αχά».
Κοίταξε κάπου πέρα και αφ’ υψηλού θαρρείς, παρότι ήμουν ψηλότερος.
«Ο φίλος της Μαίρης;» είπα.
Δεν ήμουν σίγουρος προς τι το πρόσθετο κλαψούρισμα στη φωνή και το ερωτηματικό στο τέλος της πρότασης, και για να επανορθώσω τον κοίταξα στα μάτια με ύφος πεζοναύτη, πασχίζοντας να του περάσω τη δύναμη και την υπεροχή μου με μόνο όπλο το επίμονο βλέμμα μου.
Ο Φριτς δε φάνηκε να εντυπωσιάζεται διόλου απ’ την όλη οφθαλμική επίδειξη. Σούφρωσε κι έγλειψε τα χείλη του, με περιεργάστηκε φευγαλέα, κι έπειτα μου ’σφιξε το χέρι. Το χέρι του ήταν μικρότερο και πιο ζεστό απ’ ό,τι περίμενα.
«Η Μαίρη είναι τρομερά επιμελής», είπε, και πριν γυρίσει απ’ την άλλη για να μιλήσει μ’ έναν άλλο φοιτητή, πρόσθεσε: «Κάτι είναι κι αυτό».
Σε λίγο στεκόταν περικυκλωμένος από ’να πηγαδάκι παθιασμένων θαυμαστών. Χτύπησε τα χέρια κι αμέσως επικράτησε σιωπή, κι έπειτα οδήγησε την τάξη του και τον προσκεκλημένο ομιλητή προς την έξοδο – θα δειπνούσαν όλοι μαζί. Η Μαίρη σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών για να μου σκάσει ένα φιλί στο μάγουλο κι έτρεξε να ανταμώσει τους άλλους.
Για μερικές μέρες μετά τη βραδιά της ανάγνωσης, βάσει μιας σιωπηλής συμφωνίας, αποφεύγαμε ο ένας τον άλλο. Δεν ήξερα ακριβώς γιατί. Ίσως επειδή είχε αισθανθεί ότι την πίεζα, ίσως επειδή είχε πολύ διάβασμα, ίσως επειδή είχε ξεπεράσει τα όριά της με την προσπάθειά της να με πείσει. Από την άλλη, εφόσον άρχιζε η εξεταστική περίοδος, έτρεχα από μάθημα σε μάθημα κι απ’ την τραπεζαρία στη βιβλιοθήκη για να διαβάσω. Τα απογεύματα ο ήλιος γέμιζε τον ουρανό με τη λάμψη του και πύρωνε τα κόκκινα τούβλα των νεότερων κτηρίων της σχολής. Παρότι διανύαμε το τέλος του φθινοπώρου, δεν έβλεπες φύλλα πουθενά, ούτε ξερά ούτε λασπωμένα – το campus του πανεπιστημίου παρέμενε άσπιλο, καθώς ορδές επιστατών με γκρίζα στολή τα μαζεύαν σε μεγάλες σακούλες σκουπιδιών τη στιγμή που πέφταν απ’ τα κλαδιά. Τα λιγοστά που τη γλύτωναν μαζεύονταν με τη βοήθεια ενός θορυβώδους φυσητήρα.
Όταν με τα πολλά βρεθήκαμε στη μεγάλη ξύλινη τραπεζαρία του Γέηλ, εκεί που πρωτοσυναντηθήκαμε, ήμουν αποφασισμένος να μη ρωτήσω απολύτως τίποτα για το δείπνο της με τον Φριτς και το συγγραφέα-επιστάτη. Είχαμε να ιδωθούμε τουλάχιστον μια εβδομάδα, αλλά ήξερα ότι δεν έπρεπε να αναφερθώ ούτε σ’ αυτό. Για κείνην φαινόταν ότι δεν έτρεχε τίποτα. Ήταν τόσο απορροφημένη με το διήγημα που έγραφε, ώστε διέκοψε την κουβέντα μας δυο τρεις φορές για να σημειώσει κάτι στο μαύρο δερματόδετο σημειωματάριό της. Στο τέλος δεν άντεξα και το ξεφούρνισα:
«Αυτός ο προσκεκλημένος συγγραφέας – γαμώτο, τι αξιοθρήνητος τρόμπας. Κι όσο για τον τίτλο του διηγήματός του… πώς ήτανε, να δεις; “Τι λες όταν λες αυτά που λες;” Έλεος».
Η Μαίρη άφησε το στυλό, σήκωσε το ’να χέρι και με τ’ άλλο κάλυψε τα χείλη της.
«Ντάνυ», είπε και κατάπιε μια μεγάλη μπουκιά, γέλασε και πνίγηκε συγχρόνως. «Δε σου πάει καθόλου. Η ζήλια, θέλω να πω». Και γύρισε το πρόσωπο απ’ την άλλη, σκύβοντας το κεφάλι της.
Εγώ κοιτούσα το μικροσκοπικό γυαλιστερό πραματάκι που κρατούσε τα μαλλιά της μαζεμένα προς τα πίσω –μια σκούρα μπλε πεταλούδα μ’ ένα λαμπερό, καταπράσινο σμαράγδι–, και προς στιγμήν ευχήθηκα να μπορούσε να πετάξει και να της κάνει τα μαλλιά κουβάρι. Με τα μακρόστενα δάχτυλά της σκάλιζε το σάντουιτς στο δίσκο της.
«Πρόκειται για τον κορυφαίο Αμερικανό συγγραφέα», είπε. Η φωνή της ήταν σθεναρή. «Και χρωστά την επιτυχία του στον Φριτς. Ο Φριτς είναι που πετσοκόβει την πρώτη γραφή στη μισή περίπου έκταση, που διορθώνει λάθη και ατοπήματα και μεταμορφώνει τα κείμενά του σε χρυσωρυχεία για το New Yorker, το πιο γνωστό λογοτεχνικό περιοδικό του κόσμου».
«Είσαι τόσο τρελή και παλαβή μ’ αυτό τον τύπο, Μαίρη, που νομίζεις ότι… ότι είναι… είναι…» – δεν έβρισκα την κατάλληλη μεταφορά για να ολοκληρώσω.
Η Μαίρη έβαλε τα γέλια.
«Πολύ ωραία η πρότασή σου, Ντάνυ – ό,τι πρέπει για αρχή διηγήματος. Να πώς να αρχίσει κανείς ένα διήγημα – χωρίς να τελειώσει την πρώτη φράση! Μπορώ να τη δανειστώ;»
Η συζήτηση που ακολούθησε ήταν τελείως συγκεχυμένη και δε θυμάμαι και πολλά, εκτός του ότι μου είπε πως θα ’ταν καλύτερα να «χαλαρώναμε» για ένα διάστημα. Η ζήλια μου δεν ήταν στο «αρχικό πακέτο», είπε, και θα περίμενε ώσπου να βρω έναν τρόπο να την κλειδαμπαρώσω σ’ εκείνο το κομμάτι της ψυχής όπου κρύβεται η ζήλια. Τουλάχιστον μέχρι να τελειώσει το διήγημά της.
Κι εγώ σκεφτόμουν διαρκώς την πρώτη μας φορά: ούτε μια ώρα μετά τη γνωριμία μας στην καφετέρια της σχολής είχαμε καταλήξει στο δωμάτιο της εστίας μου, όπου, χωρίς να περιμένει λεπτό, έβγαλε το μπλουζάκι της, εκθέτοντας όλο τόλμη δυο μικρά στητά στηθάκια, και είπε: «Σε ποια κουκέτα, πάνω ή κάτω;» Με είχε συνεπάρει η ανεμελιά της, μα η ταχύτητα με την οποία είχαμε βρεθεί στο κρεβάτι και το ετοιμοπόλεμο διάφραγμα στο σακίδιό της δεν έπαψαν ποτέ να μου ροκανίζουν το μυαλό, σαν έντομο αμφιβολίας που έπρεπε συνέχεια να απωθώ, και που τώρα βούιζε εκκωφαντικά στ’ αφτιά μου, μ’ έναν βασανιστικό νοερό βόμβο. Και ήταν κι εκείνο το ρημάδι το μυστικό της, για το βιασμό, για το τι έκαναν οι δυο εκείνοι άντρες (ηλικία; όψη; πώς και πού και πότε;) ώστε να την καταφέρουν. Δεν είχα ρωτήσει καν αν τους μισούσε, αν τους σκεφτόταν, αν, αν, αν.
Μολαταύτα, παρά τις αμφιβολίες και την εμφανή ζήλια μου, παρά τα όρια τρέλας που έφτανε η φαντασίωσή μου για τον εν λόγω βιασμό, μια φαντασίωση που με αηδίαζε και με διέγειρε συγχρόνως (μα πώς είχε εξελιχθεί η όλη σκηνή; ναι, με μαχαίρι στο λαιμό, μου το είχε πει, αλλά μετά; ποιος έκανε τι και πώς… τι ενοχές μού προκαλούσε η ηδονοβλεψία της φαντασίας μου…), εξακολουθήσαμε να βρισκόμαστε τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, κι όταν το χρειαζόμασταν περισσότερο: τα βράδια. Πάντα με εξέπληττε το απίστευτα μικρό της βάρος, το πώς οι γυμνασμένοι μύες της έκαναν το περπάτημά της να μοιάζει με πέταγμα – ήταν λες κι ερχόταν πετώντας και κούρνιαζε στην αγκαλιά μου. Ένα απ’ αυτά τα βράδια, ενώ καθόταν πάνω μου, έφερα τα χέρια μου στα άνισα στήθη της κι εκείνη έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω και φώναξε τ’ όνομά μου με μια φωνή που δεν είχα ξανακούσει ποτέ ως τότε, μ’ έναν βαθύ λαρυγγισμό που διέφερε τρομερά απ’ την ψιλή, ελαστική φωνή της. Μονολογούσα πως η κατάσταση δε θα μπορούσε να ’ναι καλύτερη. Και σ’ αυτό αποδείχθηκε πως είχα δίκιο.
Ίσως επειδή βρισκόμασταν σε αυτή την ερμαφρόδιτη κατάσταση γεμάτη ένταση, οι κακοί ψίθυροι του παρελθόντος της με ωθούσαν να κάνω κάτι. Έτσι ένα βράδυ έσκασα μύτη στο δωμάτιό της απροειδοποίητα. Μου άνοιξε η συγκάτοικός της η Σαμάνθα, μια κοκκινομάλλα με φακίδες κι έφεση στα μακριά φουστάνια που έκρυβαν το στρουμπουλό της σώμα. Κάθισα στην καρέκλα του μικρού της γραφείου, κάτω απ’ την αφίσα του Ματίς στο Μαρόκο. Μπροστά μου είχα το μαύρο δερματόδετο σημειωματάριο, η κλειδαριά του πρώτη φορά ανοιχτή. Η Μαίρη κατά πάσα πιθανότητα είχε πάει στη βιβλιοθήκη για να γράψει τη νέα εκδοχή της «πρώτης πρότασής» της, παρασυρμένη σε μια δίνη δυνατοτήτων, με το ’να πόδι διπλωμένο κάτω απ’ τ’ άλλο, τόσο απορροφημένη, που και σεισμός να γινόταν δε θα σήκωνε το κεφάλι.
Σύντομα βρέθηκα να ξεφυλλίζω βιαστικά την περιγραφή του δείπνου με τον Φριτς και τον καλεσμένο του, όπου έκανε λόγο για τον οξύ ήχο των πιρουνιών στα πιάτα, το γλοιώδες κόκκινο πρόσωπο ενός μεθυσμένου φοιτητή, τη σφιχτή σαν τάρτας υφή του μπαγιάτικου τσιζκέικ. Κοντοστάθηκα στην αμετακίνητη τραχύτητα του ποδιού του όπως άγγιζε το δικό μου, σαν μια μυστική επικοινωνία… κι έφτασα και στο εξής:
Ο Φριτς έμεινε με το κεφάλι του απρεπέστατα χωμένο ανάμεσα στα σκέλια μου για μια ώρα σχεδόν. Βγήκε –κατά την προσφιλή περιγραφή της Αναΐς Νιν– όχι για να πάρει μιαν ανάσα, μα για να ξύσει τα πόδια του. Αφού περιποιήθηκε το κνησμώδες του δέρμα, βούτηξε και πάλι στην πρωτύτερη στάση του, δαγκώνοντας το απαλό σάρκινο μπουμπούκι που λούφαζε στο βάθος, στο κέντρο των λαγόνων μου. Έπειτα με γύρισε μπρούμυτα και με καβάλησε…
Πριν απορροφήσω τα λόγια της, πρόσεξα κάτι περίεργο. Η Μαίρη είχε ξαναδιαβάσει τα γραπτά της και είχε κάνει και μια μικρή επιμέλεια του κειμένου. Είχε διαγράψει το ρήμα «λούφαζε» και στο περιθώριο είχε γράψει «λέξη πολύ ποιητίζουσα, βρες άλλη». Τόση απόσταση μπορούσε να πάρει απ’ αυτό το γεγονός; Όταν το ξαναδιάβασε για να το διορθώσει, δεν αισθάνθηκε το ρίγος της απιστίας;
Από τη μια ήταν μια ανακούφιση να έχω τσακώσει τον κλέφτη. Όμως η περίεργη ικανοποίηση ότι καλά είχα καταλάβει –να, σε τσάκωσα!– δε βάσταξε και πολύ. Καλύτερα, είπα, να μην ήξερα και να είχα μείνει με τις θολές υποψίες μου. Αχ!
Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού της, καμπουριάζοντας με σκυφτό το κεφάλι. Κάτω απ’ τα σκεπάσματα ανακάλυψα το πάνω μέρος της γαλάζιας πιτζάμας της. Κράτησα το αδειανό αυτό καβούκι της, φαντάστηκα το κορμί της να το γεμίζει, κι έπειτα το πέταξα με δύναμη μακριά, κι αυτό προσγειώθηκε στο πορτατίφ και σκάλωσε εκεί, φεγγοβολώντας από μέσα. Πάσχιζα να βγάλω απ’ το μυαλό μου την εικόνα του γέρικου ανδρικού σώματος να καρφώνει το φτερουγιστό κορμί της στο στρώμα, τα πόδια της σαν αγκώνες κάτω απ’ το παλλόμενο σώμα του, το μεγάλο του κεφάλι να τρίβεται στον μακρύ της λαιμό. Ένα περιπολικό πέρασε με τέρμα τα γκάζια και τη σειρήνα να ωρύεται. Τσάκισα τη ράχη του σημειωματάριου ώστε ν’ ανοίγει ακριβώς στο σημείο της περιγραφής, και τ’ άφησα στο κρεβάτι της με τις σελίδες προς τα πάνω.
Έβρεχε καρεκλοπόδαρα όταν βγήκα απ’ την εστία της. Κάτω από μια πέτρινη αψίδα με τ’ όνομα μιας τάξης αποφοίτων ή κάτι παρόμοιο, μια χορωδία φοιτητών ανταγωνιζόταν τον βρόχινο χείμαρρο πασχίζοντας να αρθρώσει ένα τραγούδι. Στάθηκα στη βροχή με το νερό να κυλά στο πρόσωπό μου, μουσκεύοντας τα ρούχα και τις κάλτσες μου. Ένα απ’ τα παιδιά της χορωδίας μού φώναξε να πάω να σταθώ κάτω απ’ την αψίδα, μα αγνόησα την πρόσκλησή του και επέστρεψα τσαλαβουτώντας στο δωμάτιό μου.
Πώς μπορούσε, είπα, πώς μπορούσε, ενώ από την άλλη απαντούσα, μα και φυσικά μπορούσε: πήγε μαζί σου σε μια ώρα, θα πήγε μαζί του με άνεση. Αφού μπορούσε με δυο βιαστές; Ήταν ανάγκη να ξέρω και τούτο το μυστικό της;
Μούσκεμα ακόμα, ξέθαψα το παλιό μου ρόπαλο του μπέιζμπολ απ’ το χάος της ντουλάπας – ήταν κρυμμένο πίσω από μια στοίβα άπλυτα πουκάμισα και πουλόβερ. Σκέφτηκα να βγω στα πλημμυρισμένα σοκάκια του Νιου Χέιβεν κραδαίνοντας το αρχαίο μου όπλο, και μέσα απ’ τ’ άγρια κύματα της κακοκαιρίας να προκαλώ τους περαστικούς, σαν αλλόφρων, έκλυτος υπερήρωας. Αντ’ αυτού άλλαξα και με ρούχα ζεστά και στεγνά στριμώχτηκα κάτω απ’ τον στενό φωτεινό κώνο της αρθρωτής λάμπας του γραφείου μου και βυθίστη-κα στις διακόσιες και σελίδες του βιβλίου Φανσέν: το ντοκουμέντο μιας επανάστασης σ’ ένα κινέζικο χωριό – ατέλειωτες σελίδες γεμάτες αδιάκοπη αιματοχυσία, εν έτει χίλια εννιακόσια σαράντα εννιά, το έτος της κινέζικης επανάστασης. Μοιχοί και πόρνοι υφίσταντο διαδικαστική αφαίρεση γεννητικών οργάνων. Κρέμαγαν τους φεουδάρχες και μετά τους ξεκοίλιαζαν. Τι ανακούφιση! Έγειρα το πρόσωπό μου στον μεταλλικό σκελετό της κουκέτας κι απόμεινα σ’ αυτή τη στάση ώσπου με πήρε ο ύπνος. Το πρωί μια πλατιά λωρίδα αυλάκωνε το μάγουλό μου.
Με ξύπνησε το τηλέφωνο. Εκείνη. Έπνιξα τη χαρά μου αμέσως και μίλησα αυστηρά. Θα μου ζητούσε συγγνώμη. Θα την έβαζα να κλάψει. Να πει ποτέ πάλι – και λοιπά, και λοιπά. Τίποτ’ απ’ αυτά δε συνέβη. Εμβρόντητος την άκουσα να μου λέει ότι έφταιγα εγώ. Με κατηγόρησε για απιστία.
«Κακώς διάβασες το σημειωματάριό μου», μου είπε. «Τούτο δείχνει έλλειψη σεβασμού. Δεν μπορώ να σε εμπιστεύομαι πια».
«Δεν μπορείς εσύ εμένα; Που πήγες με τον Φριτς; Εσύ;»
Το έκλεισα με δύναμη. Έκατσα δίπλα στο τηλέφωνο περιμένοντάς το να χτυπήσει, και σηκώθηκα μόνο όταν μπήκε ο συγκάτοικός μου και με περίσσια άνεση πήρε τη θέση μου για να κάνει ένα δικό του τηλεφώνημα.
Σαρτρ! Σώσε με! Εξήγησέ μου, φίλε, τόσο έμπειρος με τις Γαλλίδες σου, εσύ με το άσχημο μάτι και τα χοντρά γυαλιά και την απίστευτη άνεσή σου, τι διάολο να κάνω;
Διάβαζα και ξαναδιάβαζα εκείνο το σημείο όπου έλεγε ότι πρέπει πάντα να εναντιώνεσαι στο φύλλο πορείας που έχεις ο ίδιος δώσει στον εαυτό σου. Να κάνεις τα πάντα για να αποσυντονίζεις τη σκέψη σου. Να μη βαδίζεις την πεπατημένη. Η πεπατημένη θα ήταν να πάω έξω απ’ το δωμάτιό της, να φωνάζω σαν ηλίθιος τ’ όνομά της και να τη βάλω να μου εξηγήσει τις πράξεις της. Να ματώσει. Να σκούξει. Αλλά… ο Σαρτρ μου έλεγε ότι πρέπει να σωπάσω. Να μην ακολουθήσω το ένστικτό μου. Τι κι αν σ’ τα εξηγήσει; Η ζημιά έγινε. Το έκανε το πράμα. Τέλος. Γύρνα σελίδα.
Προσποιούμουν όσο καλύτερα μπορούσα ότι το όλο θέμα μού ήταν αδιάφορο. Η προσποίηση διαρκούσε κάθε φορά πέντε λεπτά με το ρολόι. Ήμουν ανήμπορος ν’ απωθήσω τις εικόνες του ερωτικού τους σμιξίματος, εικόνες με το πυκνό ασημόγκριζο κεφάλι του χωμένο ανάμεσα στα σκέλια της, το μυώδες κορμί της τσιτωμένο, τα τραχιά του χέρια να γδέρνουν το πετσί της. Το δίχως άλλο θα ’χε απολαύσει κι αυτός την τρυφερή επαφή με τ’ ανισομεγέθη στήθη της. Η τελευταία αυτή τοπογραφική γνώση που θα είχε αποκομίσει απ’ τη σχέση τους έμοιαζε χειρότερη απ’ όλα τ’ άλλα μαζί – το ότι γνώριζε αυτή την ατέλεια.
Μπορεί κι ο Φριτς να είχε τα δικά του βάσανα, όπως και η Μαίρη, ωστόσο, παρ’ όλες μου τις προσπάθειες τις μέρες που ακολούθησαν, στάθηκε αδύνατον να συγχωρήσω το φέρσιμό του μέσω κάποιου είδους μεγαλόψυχης ταύτισης. Η κουλουριασμένη ζήλια αναδιπλώθηκε κι άγγιξε τα συνήθη παθιασμένα ύψη της. Αρνιόμουν να εξετάσω τη δική του οπτική, αρνιόμουν την ιδέα ότι μπορεί να ξάπλωνε μόνος του τα βράδια με τη σκέψη του θανάτου να τριβελίζει το μυαλό του ή ότι μπορεί να ’ταν καλός πατέρας και να ’κλαιγε με τον πόνο των παιδιών του, αρνιόμουν την απορία πώς είναι να σε τρώει το δέρμα σου συνέχεια, να ’σαι ο μέντορας αντί ο προστατευόμενος, το να θεωρείς εαυτόν αποτυχημένο – πάνω απ’ όλα αρνιόμουν να πιστέψω πως πήγε με τη Μαίρη ανταποκρινόμενος σε κάτι βαθύ. Εν πολλοίς αρνιόμουν να τον αντιμετωπίσω σαν κάτι άλλο πέρα από έναν πεινασμένο θηρευτή, με τη λυγερόκορμη Μαίρη ως αθώο θύμα του. Ούτε ήθελα να σκεφτώ το ενδεχόμενο πως ίσως μοιράζονταν κάποια ενδιαφέροντα, ότι μπορεί να τους ένωνε μια κάποια διεισδυτική ματιά στα πράγματα που μου διέφευγε τελείως, ότι αντιλαμβάνονταν την οδύνη ή τον έρωτα ή τη ζωή με μια πληρότητα στην οποία θα ’φτανα μόνο αφού σκουντουφλούσα προς το αόριστο και ομιχλώδες μέλλον μου. Φοβόμουν ότι είχαν κάτι ιδιαίτερο και βαθύτερο και ότι ήμουν ρηχός άνθρωπος, αλλά και τούτη τη σκέψη την έδιωχνα αμέσως για να μην καταρρεύσω τελείως.
Στις ερωτήσεις του Κεντ, ενός τύπου με πλάτες σε μέγεθος ντουλάπας, απαντούσα μ’ ένα αχνό αρρωστιάρικο χαμόγελο, λέγοντας σαν να ήμουν ο Σαρτρ ο ίδιος, «Γυναίκες – μα ξέρω να τα φέρω βόλτα», κι εκείνος με χτυπούσε φιλικά στην πλάτη σαν να καταλάβαινε απόλυτα κι έκανε συμπονετικά σχόλια για σκύλες, τσούλες και γαλαζοαίματες ξερόλες απ’ το Κόνκορντ της Μασαχουσέτης. Εγώ ήθελα να αντεπεξέλθω στην κατάσταση σαν αρσενική Σιμόν ντε Μπωβουάρ, ν’ αναγκάσω τον εαυτό μου να δεχτεί αυτή τη νέα μορφή κοινοκτημοσύνης, να αποδεχτώ την ερωτική συγκατοίκηση με τον Φριτς. Μα ήταν αδύνατον. Παρέμενα κουβαριασμένος μες στην κατήφεια των πληγών μου, με τα μυαλά φουσκωμένα απ’ την αμετακίνητη ηθική του δεκαεννιάχρονου που ζει ακόμα σύμφωνα μ’ έναν εγγενή και ανομολόγητο πολεμικό κώδικα τιμής. Οι ήρωες δεν κάθονται στ’ αβγά τους όταν διακυβεύεται η τιμή μιας γυναίκας, ακόμα κι αν το καθαυτό διακύβευμα είχε ήδη βρει τον φιλήδονο δρόμο του. Έπρεπε να ριχτώ στη μάχη.
Και γι’ αυτό το λόγο, μια Τρίτη πριν τη Γιορτή των Ευχαριστιών, βρέθηκα να βολοδέρνω εν εξάλλω καταστάσει στον σκοτεινό, πέτρινο διάδρομο του Κολεγίου Σίλιμαν, έξω απ’ την αίθουσα όπου λάβαινε χώρα το σεμινάριο της Μαίρης. Είχα χώσει το ρόπαλο του μπέιζμπολ στο ναυτικό σακίδιο και είχα περάσει τα δυο λευκά χερούλια του στον δεξιό μου ώμο. Η λαβή του ροπάλου φώλιαζε βολικά στη μασχάλη μου. Κόλλησα τ’ αφτί μου στην πόρτα κι εξεπλάγην με την ακουστική της αριστοκρατικής φωνής του Φριτς – η ξύλινη επένδυση όχι μόνο δεν έπνιγε τη φωνή του, την ενίσχυε κιόλας.
«Αυτή είν’ η πρώτη σας πρόταση, δεσποινίς ΜακΚάλοου; Αυτό το πράμα; Δεν έχετε μάθει τίποτα για την σημασία της αρχής; Προσπαθήστε ξανά και τα λέμε την άλλη βδομάδα. Ο επόμενος. Εσείς, δεσποινίς Γκόλντστιν; Μάλιστα. Έχετε κάτι ενδιαφέρον να μοιραστείτε μαζί μας; Κάτι που δεν έχουμε ξανακούσει; Ή να τ’ αφήσουμε καλύτερα; Μα δεν έχετε καθόλου φαντασία;»
Αναρωτήθηκα φευγαλέα κατά πόσον η δεσποινίς ΜακΚάλοου ή η δεσποινίς Γκόλντστιν ήταν οι επόμενες στη λίστα των ομόκλινών του. Η πράξη μου –αυτό δηλαδή που ήρθα να κάνω εντός ολίγων λεπτών– θα προστάτευε κι αυτές τις δυο κοπέλες, μονολόγησα. Δεν επρόκειτο απλώς για εκδίκηση – η πράξη μου στόχευε επίσης στην προφύλαξη του γυναικείου φύλου από έναν επικίνδυνο σάτυρο. Ήμουν ο ιππότης που μάχεται για την τιμή του γυναικείου φύλου, για την αποτροπή μιας μελλοντικής ακολασίας.
Έβγαλα το ξύλινο όπλο μου, το κράτησα σφιχτά, πήρα θέση μαχητή κι έσχισα με δύναμη τον αέρα. Θεέ μου, τι ηδονή. Θεέ μου, θα γινόμουν ο βασιλιάς της τάξης. Ωστόσο υπάκουα ακόμα σε κάποιον μεσαιωνικό κώδικα ανδρικής τιμής. Παρότι μετά βίας μπορούσα να δω ακριβώς πώς και πού θα τον χτύπαγα με το ξύλο, έβλεπα την εικόνα τής όλης σκηνής όπως θα εξελισσόταν – τον εαυτό μου μέσα στο μικρό αμφιθέατρο, σαν νεαρό καουμπόη, το ρόπαλο στον αέρα, και απέναντί μου τον αντίπαλο με το μουγκρητό ενός πιθήκου. Ωστόσο ένα άλλο μου κομμάτι, το κυρίαρχο πιθανώς, έβλεπε τη βία σαν μια βλακώδη και υποτιμητική πράξη που θα έκανε τον Σαρτρ να σκάσει στα γέλια. Πηχυαίοι τίτλοι στο αυριανό φύλλο της Yale Daily: «Επαρχιώτης απ’ το Τορόντο παθαίνει αμόκ – δεν άντεξε το στρες του δευτέρου έτους και έδειρε με ρόπαλο καθηγητή».
Το τρίξιμο των καθισμάτων και η βουή ξαφνικών συνομιλιών σήμαινε ότι το μάθημα είχε λήξει, αιφνιδιαστικά κι απρόσμενα. Η ηρωική μου πρόθεση, η ανάγκη μου για βία και εκτόνωση, ξεφούσκωσε ξαφνικά. Η πόρτα άνοιξε διάπλατη και οι φοιτητές ξεχύθηκαν στο διάδρομο, χωρίς να μου δίνουν σημασία. Ο Φριτς βγήκε τη συνοδεία μιας κοπέλας που φορούσε ένα μακρύ μενεξεδί φόρεμα –με τα γόνατα να προεξέχουν κάτω απ’ το ύφασμα– κι ένα πλαστικό λουλούδι στα μαλλιά. Μιλούσε δυνατά, παθιασμένα, ηχώντας σοβαρή και γελοία συγχρόνως. Στ’ αριστερά και λίγο πίσω απ’ τον Φριτς ακολουθούσε η Μαίρη μου (αχ, πόσο πολύ την αγαπούσα ακόμα!), χοροπηδώντας ελαφρώς με τ’ αθλητικά της, τα λεπτά της πόδια γεμάτα μυς, ορατούς ακόμα και μέσα απ’ το τζιν. Έκανα ένα βήμα προς το μέρος της, ξεπροβάλλοντας μόνο κατά το ήμισυ απ’ την κόχη μου, και φράζοντάς του το δρόμο.
Ο Φριτς κοντοστάθηκε. Το βλέμμα του στράφηκε στο σακίδιο, στη λαβή του ροπάλου που προεξείχε και στα χερούλια που την έσφιγγαν, κι έπειτα ύψωσε τα μάτια, κοιτώντας φευγαλέα το πρόσωπό μου. Έμοιαζε ν’ αναζητεί κάτι στο βλέμμα μου, κι όταν το βρήκε, γύρισε πάλι προς το μέρος της παθιασμένης φοιτήτριας χωρίς να ανακόψει το βήμα. Η Μαίρη ήταν τόσο συνεπαρμένη μαζί του, που δε μ’ είχε δει καν. Με στριγκή φωνή έλεγε κάτι για τις «πληγές του συγγραφέα». Οι ερωτήσεις της, όλο ευφορία στην παρουσία του, αντιλαλούσαν στο πετρόκτιστο κλιμακοστάσιο, όπου και, κατεβαίνοντας τα σκαλιά, χάθηκε απ’ τα μάτια μου.
Ο χώρος γύρω μου είχε ερημώσει. Πλανήθηκα μες στο ζοφερό χάος των σκοτεινών πορτρέτων που κοσμούσαν τους τοίχους, κι έπειτα διέσχισα το διάδρομο τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσα, βγήκα στο προαύλιο, λαμπερό στο απογευματινό φως, άρπαξα ένα φρίζμπι που ’χε προσγειωθεί στα πόδια μου και το πέταξα με τρομερή δύναμη. Τρέμοντας ολόκληρος από την αδρεναλίνη της πιθανής σύγκρουσης, το είδα να σκίζει τον ουρανό προτού αρχίσει την καθοδική του πορεία.
Πέρα απ’ την τροχιά του κατερχόμενου φρίζμπι είδα
προς μεγάλη μου κατάπληξη τον Φριτς να προχωρά στην οδό Μέιπλ ολομόναχος, χωρίς θηλυκή κουστωδία. Κάτι στην όλη στάση του φάνταζε αλλόκοτο – το λευκό του αδιάβροχο με τον σηκωμένο γιακά στο παγερό γκρίζο φόντο της μάντρας της παλιάς σχολής, μια αβεβαιότητα στο βάδισμά του. Και ξαφνικά γλίστρησε κι έπεσε. Η σκηνή θα έπρεπε να με γεμίσει χαρά, μα δεν μπορούσα να το ευχαριστηθώ. Είχε πέσει όπως πέφτουν οι γέροι, με τη γέρικη αδεξιότητα, τη βραδύτητα στην αντίληψη της πτώσης. Ένας γυμνασμένος φοιτητής με καλούς τρόπους αμέσως έσπευσε και τον βοήθησε να σηκωθεί. Ο Φριτς επέμενε, καταπώς φαίνεται, πως ήταν μια χαρά. Δεν ήθελε να δείξει την αδυναμία της ηλικίας του μπροστά στον σφριγηλό αυτό νεαρό. Το ίδιο θα είχα κάνει κι εγώ. Έσφιξε τον αγκώνα του, που τον πονούσε εμφανώς. Ήξερα πως δεν είχα καμιά ανάμειξη κι ωστόσο ένιωθα λίγο ένοχος, σαν να είχα προκαλέσει εγώ την πτώση. Μα δεν του άξιζε τουλάχιστον ένα κάταγμα στον αγκώνα; Εγώ δεν ήμουν που ήθελα να του ανοίξω το κεφάλι με το ρόπαλο πριν από μόλις μερικά λεπτά; Τι μ’ έπιασε; Λύπηση;
Με το καλό του χέρι σταμάτησε ένα ταξί και χάθηκε στο βάθος του δρόμου.
Δεν ξέρω πώς το κατόρθωσα, αλλά πέρασε ένας μήνας χωρίς να τη δω, χωρίς να κάνω προσπάθεια να τηλεφωνήσω, χωρίς να ρωτήσω καμιά φίλη της πού και πώς και γιατί. Ήμουν περήφανος για την αυτοσυγκράτησή μου.
Ώσπου ένα μήνα μετά, ένα ολόλαμπρο πρωινό, καθ’ οδόν προς το αμφιθέατρο, την ώρα που ασπρογάλανες ομπρέλες, ροζ γαλότσες και κίτρινα αδιάβροχα έβαφαν πολύχρωμη τη μουντή λιακάδα, την είδα. Προχωρούσε μερικά μέτρα μπροστά μου. Στο φανάρι κοντοστάθηκε, έφερε το χέρι στην αλογοουρά της, και γύρισε ανεπαίσθητα στο πλάι, χαρίζοντάς μου το προφίλ της. Η ανάσα μου κόπηκε μαχαίρι, σαν να ’χα πέσει με τα ρούχα ξαφνικά σε μια λίμνη τον Φλεβάρη. Ένας τύπος που ήξερα απ’ το μάθημα της φιλοσοφίας, που είχε και αριθμό στο επώνυμό του σαν να ήταν από βασιλική οικογένεια, ο Τζόσουα Φ. Σουέτ ο Τρίτος, μ’ ένα σκούρο ζιβάγκο και μπλε κοτλέ παντελόνι, έκοψε το φίλτρο απ’ το τσιγάρο του και γύρισε να της μιλήσει. Διέσχισαν το δρόμο μαζί, με τον καπνό του να τους ακολουθεί. Πού θα βρίσκονταν σε μια ώρα από τώρα; Θα ήταν εξίσου τρυφερή μαζί του όπως ήταν κάποτε και μαζί μου; Μπορούσα σχεδόν να γευτώ τις σκέψεις μου, τόσο πηχτές και στέρεες ήταν. Όλη η προσπάθειά μου κατέρρευσε σε λίγα δευτερόλεπτα και μου πήρε ολόκληρη μέρα να συνέλθω.
Το εξάμηνο πλησίαζε στο τέλος του, όπως και τα βάσανά μου – έτσι ήθελα να ελπίζω. Σε λίγο έρχονταν Χριστούγεννα, οι φοιτητές θα επέστρεφαν στα σπίτια τους, εγώ θα πήγαινα Νέα Υόρκη με το τρένο κι από κει θα ’κανα οτοστόπ μέχρι το Μπάφαλο, θα διέσχιζα τα σύνορα στο ύψος του Νιαγάρα (κάποτε είχα φανταστεί και τη Μαίρη μαζί μου σ’ αυτό το ταξίδι) κι έπειτα θ’ ανηφόριζα ίσαμε το Τορόντο, κι από κει άλλα διακόσια περίπου χιλιόμετρα βόρεια, όπου βρισκόταν η πελώρια φάρμα που ο πατέρας μου εξακολουθούσε να φροντίζει μόνος του, φορώντας ακόμα το παλιό στρατιωτικό του πουκάμισο όποτε του ’ρχόταν. Πολλές φορές τον είχα ακούσει να μαίνεται εναντίον της αποτυχίας του ανθρώπου να τηρήσει τους κανόνες ορθής συμπεριφοράς στον έρωτα και τον πόλεμο. Τι σημασία έχει, μονολόγησα, το τι μου συνέβη, αρδεύοντας κούφια παρηγοριά απ’ τους υπαρξιστές – άλλη μια ραγισμένη καρδιά σ’ ένα πανεπιστήμιο γεμάτο ραγισμένες καρδιές, τόσες που αν τις μάζευες θα γέμιζαν φορτηγό ολόκληρο.
Μια μέρα που το χιόνι είχε πέσει στο χώρο του πανεπιστημίου σαν λευκό σεντόνι κι ο Κεντ είχε ήδη φύγει για το Κολοράντο, χτύπησε το τηλέφωνό μου. Η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής, ακαριαία οικεία, δεν ήταν αυτή που περίμενα.
«Ο Ντάνυ Σάτον;»
Σχημάτισα με τα χείλη ένα βουβό «ο ίδιος», κάθισα στο χαλί του καθιστικού – αγορασμένο από δεύτερο χέρι, ξέθωρο και τριμμένο και με μια μυρωδιά μούχλας.
«Πολύ φοβάμαι ότι χρειάζομαι τη βοήθειά σου, Ντάνυ Σάτον».
Ένα ξερό κλαδί χτύπησε απαλά το παράθυρο. Ήθελα να το κλείσω. Μα αντί γι’ αυτό παρέμεινα βουβός.
«Μπορούμε να βρεθούμε σε μια ώρα από τώρα; Στην είσοδο του –»
«Του “Duncan”», είπα. «Ξέρω».
Το έκλεισα και κάθισα λίγα λεπτά δίχως να μπορώ να κάνω ούτε μια σκέψη. Φυσικά και δε φαντάστηκα ότι ξανάμπαινα πάλι στη σχέση, έστω και με τούτο τον έμμεσο τρόπο. Ή μάλλον καλύτερα, ακριβώς επειδή ο Φριτς ήταν η πιο δυνατή αν και άρρωστη σύνδεση που με κρατούσε κοντά στη Μαίρη, μου φαινόταν αδιανόητο να μην πάω να τον ακούσω. Παρά το γεγονός ότι ήταν η αιτία του χωρισμού μου.
Σηκώθηκα και έβαλα μπρος τις ταχύτητες της ζωής μου. Είχα την αίσθηση πως για τούτο το ραντεβού –το σημαντικότερο της ζωής μου ως εκείνη τη στιγμή– έπρεπε να φορέσω κάτι πέρα απ’ τα συνηθισμένα, ατημέλητα ρούχα που υπαγόρευε η φοιτητική μόδα. Έκανα ένα ντους, έλουσα τα μακριά μου μαλλιά και τα χτένισα προς τα πίσω. Οι μπούκλες κυματίζαν προς τα κάτω αντί να πετάνε πάνω απ’ το κεφάλι μου ως συνήθως. Δεν ήμουν βέβαιος κατά πόσον αυτό το στυλ μού πρόσθετε μερικά χρόνια ή μ’ έκανε να φαίνομαι νεότερος. Πάντως μου πήγαινε. Δε θα φορούσα γραβάτα –θα ήταν λίγο τραβηγμένο–, ωστόσο διάλεξα ένα μαύρο παντελόνι, μαύρα παπούτσια κι ένα γκρι μοχέρ ζιβάγκο που μου ’χε χαρίσει η Μαίρη. Είχα μια υποψία για το τι γύρευε ο Φριτς. Συγχώρεση. Μετάνοια. Λύπη. Αχ! Γλυκιά μου εκδίκηση!
Ο άνεμος είχε δυναμώσει και κάμποσα ποδήλατα κείτονταν πεσμένα στο πλάι, στραγγαλισμένα απ’ τις αλυσίδες τους. Ένιωθα μια πρωτόγνωρη δύναμη στα πόδια, στα χέρια, στα μπράτσα, στην πλάτη μου. Όλος μυς. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι με περίμενε σ’ αυτή τη συνάντηση, μολαταύτα ένιωθα ευφορία, αγχωμένος, επιφυλακτικός, άγρυπνος, ολοζώντανος. Το ότι βάδιζα μες στη νυχτωμένη πόλη, διασχίζοντας τους δρόμους μ’ έναν συγκεκριμένο προορισμό, έκανε το κορμί μου να ηλεκτρίζεται. Ένιωθα άτρωτος, έτοιμος για κάθε είδος βίας, συμπεριλαμβανομένης και μιας αντιπαράθεσης με αγριοφωνάρες των ογδόντα ντεσιμπέλ. Ήθελα να απορροφήσω όλο τον περιρρέοντα πόνο, ως και το υπόκωφο βογγητό των παμπάλαιων γοτθικών κτηρίων. Στη φάση που βρισκόμουν, τίποτ’ απ’ όλα αυτά, ούτε καβγάς ούτε ξύλο, δε θα άφηνε ούτε μισή χαρακιά πάνω μου. Ήμουν αήττητος.
Κάτω από ’να δέντρο ένα ζευγαράκι φιλιόταν. Έλεγξα το κατά πόσο με ενοχλούσε. Προσπέρασα φωταγωγημένα εστιατόρια με κόσμο που συνομιλούσε ξεχειλίζοντας ενέργεια. Ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά του ξενοδοχείου «Duncan», μπήκα απ’ την περιστρεφόμενη πόρτα και σταμάτησα στο εσωτερικό τής απρόσμενα συμπαγούς εισόδου.
Με το ποτό στο χέρι, ο Φριτς καθόταν αναπαυτικά, σαν χυμένος σχεδόν, σε μια πολυθρόνα του παρακείμενου μπαρ. Το χαμόγελό του αποκάλυψε μεγάλα κιτρινισμένα δόντια. Φορούσε ένα κοντό μπουφάν με ελαστική μέση κι από μέσα ένα αδιάφορο κόκκινο πουκάμισο. Ήταν αλήθεια; Είχε φιλήσει το γέρικο σαν χαρτί μάγουλό του; Μια στάλα αφρού ξυρίσματος είχε ξεμείνει στο λοβό του αφτιού του, και συνειδητοποίησα πως είχε βάλει κι αυτός τα δυνατά του για να έρθει στη συνάντηση κομψός, λες και διαγωνιζόμασταν, δυο σκύλοι σε κυνοδρομία.
«Θα σε πείραζε ν’ ανέβουμε στο δωμάτιό μου καλύτερα;»
Κόμπιασα.
«Δεν είναι το επίμαχο δωμάτιο, αν αυτό σε προβληματίζει».
Το χαλί στο διάδρομο είχε ένα αλλόκοτο μοτίβο –μπλε φούσκες με πράσινο στο κέντρο–, ένα σχέδιο που η Μαίρη θα ’ξερε να κατονομάσει, περιγελώντας το. Τα μαύρα καστόρινα παπούτσια του Φριτς ήταν ελαφρώς λεκιασμένα με μια κρούστα από αλάτι.
Οι πρώτες λεπτομέρειες που πρόσεξα μόλις μπήκαμε στη σουίτα του ήταν το ξέστρωτο κρεβάτι, τα κουβαριασμένα σεντόνια και τα πατικωμένα μαξιλάρια, διάφορες άσπρες αφράτες πετσέτες σκορπισμένες στο πάτωμα, καθώς επίσης, σαν να μιμούνταν τις πετσέτες, και λευκές κόλλες χαρτί σπαρμένες στην μπορντό μοκέτα. Μπαίνοντας πιο μέσα είδα ένα μπουκάλι ουίσκι με δυο ποτήρια σ’ ένα τραπεζάκι. Ώστε έτσι μοιάζει το τυπικό άντρο ακολασίας, το λημέρι ενός έκφυλου γέρου, όπου βρίσκουν καταφύγιο νέα κορίτσια με πεντακάθαρα ρούχα κι ολόψυχη πίστη στο βασανιστικό άγγιγμα –κυριολεκτικό και μεταφορικό– της μεγαλοφυΐας. Ο χώρος είχε μια μυρωδιά κλεισούρας και λαγόνων. Η μύτη μιας μαύρης βελούδινης παντόφλας προεξείχε κάτω από μια πολυθρόνα. Στην ίδια πολυθρόνα κρεμόταν, πεταμένη απρόσεχτα, μια πράσινη μεταξωτή ρόμπα. Τη φαντάστηκα να τυλίγει το σώμα του μεσόκοπου άντρα κι ένιωσα ένα κύμα αποστροφής, μα έπειτα προσπάθησα να αντιστρέψω τα αισθήματά μου, να εναντιωθώ στη νοερή επιφυλακή μου. Μπορεί σε είκοσι χρόνια να θέλεις κι εσύ μια μεταξωτή πράσινη ρόμπα και μαύρες παντόφλες. Και να ’χεις μια αντίστοιχη Μαίρη να γράφει στο ημερολόγιό της για την παραδεισένια συνεύρεσή σας. Άντρες σαν τον Φριτς εισβάλλουν στα πράγματα και στις καταστάσεις επιθετικά, σκορπώντας γύρω τους χάος, δεν μπαίνουν στον κόπο να συμμαζέψουν, και ζουν όσο καλύτερα μπορούν από θηλυκό σε θηλυκό. Όταν πεθαίνουν, κανείς δεν τους κατηγορεί – μάλιστα η απρονοησία και η πολυσπερμία τους, διάχυτη παντού, αντιμετωπίζεται ως σημάδι μεγάλης ιδαιτερότητας. Κορίτσια σαν τη Μαίρη δεν είναι παρά το επιδόρπιο που τρώνε με μικρό κουτάλι, έπειτα από τα μακράν χορταστικότερα γεύματα ερωμένων, συζύγων και πρώην συζύγων. Και νεόφυτοι σαν εμένα συνιστούν εμπόδια αμελητέα, μια ήπια απειλή που παραμερίζεται με άνεση και ευκολία, σαν τη λευκή κουρτίνα που κρύβει το κρεβάτι και αυτήν που είναι εκεί ξαπλωμένη.
Χτυπώντας το με το δάχτυλο ο Φριτς έβγαλε ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο του, κι έπειτα μου ’κανε νόημα να καθίσω στη δερμάτινη πολυθρόνα. Το φως στο πρόσωπό του φανέρωνε την τραχιά, σκαμμένη υφή της επιδερμίδας του. Δεν έμοιαζε και τόσο ρωμαλέος. Τα μάτια του φαίνονταν πρησμένα κι έντονοι μαύροι κύκλοι τόνιζαν την εξουθένωσή του.
«Και να φανταστείς ότι έτσι είμαι στις καλές μου μέρες, Ντάνυ», είπε όταν πρόσεξε ότι τον παρακολουθούσα. Η φωνή του είχε τη βραχνάδα βότσαλων σε ποτήρι.
Παρέμεινα σιωπηλός.
«Δεν έχω τη φήμη καλού ανθρώπου – μάλλον το αντίθετο θα έλεγα. Αυτή τη στιγμή είμαι στα πολύ καθωσπρέπει μου, σου μιλάω ειλικρινά. Ο περισσότερος κόσμος, συμπεριλαμβανομένου ενός μεγάλου ποσοστού των φοιτητών μου, με αντιπαθεί».
«Μήπως επειδή έχεις κοιμηθεί με το εν λόγω μεγάλο ποσοστό;»
Τ’ αφτιά μου βούιζαν.
Ο Φριτς χαμογέλασε.
«Καλό. Έχεις πολεμική διάθεση βλέπω».
Έβαλε ουίσκι στο ποτήρι του, κατάπιε μια γουλιά μαζί με τον καπνό του τσιγάρου κι έγειρε προς τα μπρος, στέκοντας ακόμα πιο κοντά μου. Είχα την αίσθηση πως μπορούσα να μυρίσω το δέρμα του – ανέδιδε ένα άρωμα άφτερ σέιβ ή μπορεί να ’ταν οδοντόκρεμα ή απλώς η φυσική του μυρωδιά.
«Δεν είσαι κι εσύ κάνας εν δυνάμει συγγραφέας ή επίδοξος λογοτέχνης που πιστεύει ότι μέσα του βράζει το επόμενο μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα, ε;»
Έγνεψα αρνητικά.
«Σπουδάζω φιλοσοφία».
Ο Φριτς έγειρε προς τα πίσω κι έτριψε το σβέρκο του.
«Δόξα τω Θεώ. Ούτε εγώ δε θυμάμαι από πότε έχω να μιλήσω με φοιτητή που δε θέλει να μοιάσει στον Χέμινγουαιη».
Καθόταν με τα πόδια του ορθάνοιχτα. Προσπάθησα να αποστρέψω το βλέμμα μου απ’ τον καβάλο του. Έσφιξα τα μπράτσα της πολυθρόνας και ώθησα τις σκέψεις μου προς άλλη κατεύθυνση. Τα παράθυρα του γραφείου στην απέναντι πλευρά του δρόμου ήταν φωτεινά. Μια γεροδεμένη γυναίκα έσερνε μια επαγγελματική ηλεκτρική σκούπα πάνω στο παχύ χαλί. Ο Φριτς δεν έδειχνε να βιάζεται διόλου. Μου πρόσφερε ένα ποτό, το οποίο και δέχτηκα. Ρούφηξα το οινόπνευμα που μου ’καψε το στήθος κι άδειασα σχεδόν το μισό ποτήρι υπό το άγρυπνο βλέμμα του Φριτς. Είχα εκπλήξει τον εαυτό μου τον ίδιο και πρόβαλλα ήδη τις εντυπώσεις που θ’ άφηνε αυτή η στιγμή όταν θα την αναπολούσα στο μέλλον. Να μιλάω εντελώς πολιτισμένα με τον άντρα που ’χε πηδήξει την γκόμενά μου.
«Χρειάζομαι τη βοήθειά σου».
Ήξερα πως έπρεπε να βρω την κατάλληλη ατάκα που θα αναθυμόμουν με τεράστια ικανοποίηση όταν θα επέστρεφα στο δωμάτιό μου, ή σε κάνα πάρτι με τους φίλους μου κάποτε, όπου θα έλεγα κάτι σαν «μου είπε “θέλω τη βοήθειά σου” και του απάντησα, εγώ το τσακάλι, “φίλε, είσαι αβοήθητος”» ή κάτι τέτοιο πολύ έξυπνο, κάτι που θα καταπράυνε τη σιχαμερή γυαλάδα του αχρησιμοποίητου ροπάλου του μπέιζμπολ. Έκανα μια σύντομη παύση (μπορεί και να μην ήταν τόσο σύντομη) κοιτώντας απ’ το παράθυρο μπας και μου ’ρθει κάτι έξυπνο. Και ξαφνικά μου ήρθε.
«Ψάχνεις μήπως να βρεις την πρώτη φράση για κάποιο διήγημά σου;»
«Χα!» είπε εκείνος κοιτώντας με με το επίμονο βλέμμα του, πριν τραβηχτεί προς τα πίσω. «Τουλάχιστον εσύ, σε αντίθεση με την καλή μας τη Μαίρη, διαθέτεις αίσθηση του χιούμορ».
Σφίχτηκα.
«Ζητώ συγγνώμη, φίλε μου – βλέπεις, έχουν περάσει τόσα χρόνια απ’ την εποχή που ήμουν κι εγώ στην ηλικία σου, ώστε με δυσκολία θυμάμαι πώς είναι όταν ο έρωτας πονάει στ’ αλήθεια. Σ’ εσένα βλέπω τα σημάδια του πόνου. Εγώ δεν ερωτεύομαι πια. Μόνο έρωτα κάνω, ή σεξ αν θες. Το σεξ το δικό μου δε χρειάζεται καν φιλί, μόνο το μηχανικό κούνημα στο κρεβάτι. Αλλά ναι, το βλέπω απ’ την αντίδρασή σου. Ο έρωτας, ε; Πρέπει να πονάει πολύ, έτσι δεν είναι;»
Προσπάθησα να σηκωθώ μα τα πόδια μου αντιστάθηκαν στο πρόσταγμα.
«Γι’ αυτό μ’ έφερες εδώ; Για να μιλήσουμε για τον πόνο; Για το πώς το έκανες μαζί της;»
Αν μπορούσα να κουνηθώ, θα ’χα σηκωθεί και θα ’χα φύγει.
Ο Φριτς έξυνε αφηρημένα τον καρπό του.
«Εσύ δεν ήσουν που την είχες στήσει έξω απ’ τ’ αμφιθέατρο;»
«Ναι. Δεν πρόλαβα».
Χαμήλωσα τα μάτια. Η μια του κάλτσα ήταν τρύπια. Κοίταξα την κουκίδα σάρκας που φαινόταν, κι αναρωτήθηκα αν το δέρμα του έβγαζε φολίδες απ’ το ξύσιμο. Ο τύπος κατέρρεε μπρος στα μάτια μου, ζώντας σ’ ένα τρισάθλιο ξενοδοχείο και φορώντας άνετα ρούχα για να μην υποφέρει απ’ το εξάνθημά του. Κι ωστόσο είχε διεγείρει τη Μαίρη με τρόπους που δεν μπορούσα καν να φανταστώ. Της έκανε σεξ χωρίς φιλιά –καλύτερα έτσι, ναι;–, δηλαδή δεν κάναν έρωτα αλλά…
«Είναι προβληματικό κορίτσι, Ντάνυ. Κατεστραμμένο πλάσμα. Σαφώς δεν της φαίνεται. Με την άνεσή της και τη χάρη της και τη σπιρτάδα της. Αλλά στο βάθος κρύβεται μια μεγάλη ζημιά. Ξέρουμε το γιατί».
«Και εκμεταλλευόμενος τούτη την καταστροφή… χώθηκες κι εσύ».
Ο Φριτς με κοιτούσε. Εισέπνευσε.
«Δεν ξέρεις λοιπόν; Δε σου έχει πει τίποτα;»
Με κοίταξε για μια στιγμή μ’ ένα ύφος σαν να ’χα προτείνει εγώ τη συνάντηση.
«Δε μιλάμε. Πια».
Άδειασε το ποτήρι του και καθώς έβαζε και δεύτερο, συγκεντρωμένος στο κεχριμπαρένιο υγρό, το ξεφούρνισε:
«Είναι έγκυος».
Το επανέλαβα στον εαυτό μου δυο τρεις φορές για να το καταλάβω. Η Μαίρη, που είχε ψύχωση με το διάφραγμα, έγκυος; Με δικό του παιδί; Μετά απ’ όλη της τη σχολαστικότητα μαζί μου, τα «κάτσε μισό λεπτό να το βάλω», «περίμενε μια στιγμούλα», «να μη βαρύνω ξαφνικά σε τρεις μήνες, ε;» πριν περάσουμε στο παρασύνθημα; Και είχε εγκαταλείψει κάθε αναστολή μ’ αυτό τον άντρα; Ήταν δυνατόν; Ή μήπως το ’χε ξεχάσει, μία και μόνη φορά, τη φορά που την έφερε εκεί που την έφερε και η φορά αυτή ήταν αρκετή για να κάνει το κακό; Ή όπως μου είχε πει τότε, δεν το είχε φέρει επίτηδες, για να αποτρέψει το γεγονός, αλλά εντέλει ενέδωσε; Όπως είχε ενδώσει με τους δυο εκείνους βιαστές. Αυτό μας ένωνε με τον Φριτς; Τούτο το άρρωστο μυστικό της; Και τώρα ένα ακόμα.
Το πρόσωπό μου πρέπει να ’μοιαζε με χαλασμένο φανάρι που αλλάζει χρώμα ανά δευτερόλεπτο.
«Σύνελθε, Ντάνυ, αντρέψου, γαμώτο, γίνε αρσενικό! Πρέπει να μεγαλώσεις ξαφνικά, εδώ και τώρα. Έτσι σου μιλάω τώρα, άντρας προς άντρα. Άσε τις προδοσίες και τις απιστίες, αυτές οι έννοιες είναι για τα παιδιά. Οι άντρες παίρνουν ό,τι μπορούν όταν μπορούν. Θα το δεις όταν… όταν φτάσεις στην ηλικία μου. Άλλωστε με τη Μαίρη σου μόνο μια φορά…. Μη με κρίνεις για να μην κριθείς. Σου ζήτησα να έρθεις για άλλο λόγο. Πολύ απλό. Νομίζω μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις. Δε με παίρνει οικονομικά τέτοια λαχτάρα, όχι τώρα τουλάχιστον, με δύο πρώην συζύγους και μια τρίτη στα σκαριά».
Περνώντας νευρικά τα χέρια μέσα απ’ τα μαλλιά του, έγειρε πάλι προς το μέρος μου. Βούλιαξα στην πολυθρόνα ώσπου το μαξιλάρι έβγαλε ένα πνιχτό ξεφύσημα.
«Και τι ακριβώς θέλεις;»
Ήξερα τι ήθελε βέβαια, αλλά ήθελα να τον ακούσω να το λέει.
«Τι θέλω; Να την πείσεις να κάνει έκτρωση, Ντάνυ. Η πιο καθαρή, απλή, σίγουρη λύση για όλους μας». Έξυσε τον αστράγαλό του. «Δες και το επίμετρο: Νέος και ωραίος σώζει τον γερο-σαρδανάπαλο, το κορίτσι δεν καταστρέφει το μέλλον του, κι άμα γουστάρει και το αγόρι, ξανασμίγουν και κάνουν σεξ κάθε βράδυ…»
Δεν μπορούσα ούτε να σαλέψω, πόσω μάλλον να μιλήσω.
«Θέλει να το κρατήσει και να ’μαι εγώ ο γονιός του. Το χωράει ο νους σου; Νέα κοπέλα να ’χει τέτοιες απηρχαιωμένες αντιλήψεις;»
Να είναι αυτός ο γονιός; Μα σκεφτόταν κανείς στα δεκαεννιά του την έννοια γονιός; Ο Χριστός και η Παναγία. Πώς της είχε έρθει; Πού ζούσε, σε κάνα μυθιστόρημα του δέκατου ένατου αιώνα; Τόσο σύγχρονη κοπέλα; Ή ήταν αποτέλεσμα κάποιας περίεργης εσωτερικής αντίδρασης στο βιασμό της;
Σηκώθηκα, το μπουφάν μου σκάλωσε στο μπράτσο της πολυθρόνας, το τράβηξα με τόση δύναμη που κόντεψα να το σκίσω, κι έπειτα άρχισα να κόβω βόλτες μέσα στο δωμάτιο. Άρπαξα το ουίσκι και κατέβασα μία, δύο, τρεις γερές γουλιές, κι έπειτα το σήκωσα στο φως και το περιεργάστηκα εξονυχιστικά. Green Label έγραφε η ετικέτα. Σκέφτηκα να το εκσφενδονίσω στον τοίχο, μα αντ’ αυτού το ξανάβαλα στη θέση του με υπέρμετρη προσοχή, κούμπωσα το φερμουάρ του μπουφάν μου και στάθηκα σαν σκιά μπροστά στην πόρτα για μερικές στιγμές. Ο Φριτς σηκώθηκε. Έκλεισα πίσω μου την πόρτα με πάταγο.
Τις μέρες που ακολούθησαν κλειδαμπαρώθηκα στο δωμάτιο μου. Αν δεν άντεχα μια πριν, τώρα δεν άντεχα εκατό. Έπαιξα τη μη αρμονική μουσική του Κεντ ώσπου άρχισα να ανακαλύπτω κρυφές αρμονίες, βούτηξα σαν φρικιό τα μούτρα μου σε κάθε λογής βιβλίο, μα δεν μπορούσα να διαβάσω ούτε λέξη. Απέφευγα τα μέρη όπου συχνάζαμε με τη Μαίρη, τη Βιβλιοθήκη Μπάινεκη, το Κολέγιο Καλχούν και την κεντρική βιβλιοθήκη. Περνούσα κάποιες ώρες στον τομέα ζωολογίας του Στέρλινγκ, αυξάνοντας τις γνώσεις μου περί φύσης. Στο ξυλεπένδυτο αναγνωστήριο, περικυκλωμένος από βιβλία για έντομα, σερνόμουν σαν πουλί με τσακισμένη φτερούγα και κάρφωνα το βλέμμα στον ασάλευτο ωροδείκτη του επίχρυσου ρολογιού μέχρι που ο τελευταίος χτύπος του με ξαπόστελνε. Έπειτα, ένα ανιαρό απόγευμα, την ώρα που ξάπλωνα στον φθαρμένο μου καναπέ κι αναρωτιόμουν σε ποιο είδος ανήκε το μυρμήγκι που κινείτο πόντο πόντο προς την άκρη του, το τηλέφωνο άρχισε να χτυπά ασταμάτητα, ώσπου τελικώς το σήκωσα.
Διέσχισα το πανεπιστήμιο τρέχοντας, με τα πόδια μου να κοπανούν τσιμέντο και γρασίδι, ανέβηκα δυο δυο τα σκαλιά, και ξέπνοος της χτύπησα την πόρτα. Η Σαμάνθα, που μου ’χε τηλεφωνήσει, με οδήγησε βιαστικά, προσπερνώντας το συνωστισμένο κοινόχρηστο καθιστικό, στο δωμάτιο της Μαίρης. Εκείνη κείτονταν στο κρεβάτι κάτω απ’ τα σκεπάσματα, με τα μαλλιά της κολλημένα στο μαξιλάρι σαν να ’χε μόλις βγει απ’ το ντους. Στον καρπό της ένα νοσοκομειακό βραχιολάκι. Μια γαλάζια ρόμπα ήταν πεταμένη σ’ ένα σκαμνί και πάνω της υπήρχε ένας φάκελος. Τον άνοιξα. Το χαρτί μέσα έγραφε:
Πανεπιστημιακή Κλινική Γέηλ. Όνομα ασθενούς: Μαίρη Κόρλις. Ηλικία: 19. Αλλεργίες: καμία. Διάγνωση: Απόξεση, επιτυχής, χωρίς επιπλοκές ή ασυνήθη αιμορραγία. Φαρμακευτική αγωγή: 2 δισκία Valium.
Όλες μου οι σκέψεις για την απιστία της είχαν γίνει καπνός, είχαν σβηστεί απ’ το τόσο απλό γεγονός της έκτρωσης. Οι ερωτήσεις παραμέρισαν. Δεν το ’θελε το μωρό εντέλει. Δεν τον ήθελε τον Φριτς «γονιό». Εδώ, στο μικροκαμωμένο της σώμα και στη σταθερή αναπνοή της, στα βρεγμένα της μαλλιά και στο χλομό της δέρμα, ενυπήρχε η πλέον ιδανική δήλωση μετάνοιας που θα μπορούσα να περιμένω.
Της χάιδεψα τα μαλλιά, ξάπλωσα πλάι της και τη ζέστανα με το κορμί μου. Εκείνη μια κοιμόταν και μια ξύπναγε. «Αχ, Ντάνυ», έλεγε, ανοίγοντας μια στιγμή τα μάτια. Της έδωσα να πιει νερό. Της χάιδεψα το πρόσωπο. Τη φίλησα στα μάγουλα, στα μάτια, μαλάζοντας απαλά τα σφιγμένα της πόδια.
Να λοιπόν, σ’ αυτή την εξασθενημένη κατάσταση, να που με χρειαζόταν. Και να με κι εγώ στο πλευρό της, τελώντας τα απαιτούμενα ιπποτικά μου καθήκοντα. Φροντίζοντάς την μετά που είχε ξεφορτωθεί το μωρό ενός άλλου. Δεν μπορούσα να την εγκαταλείψω τώρα.
«Δε σε περίμενα», είπε.
«Αφού με ξέρεις».
«Μάλλον όχι τόσο καλά. Μαθαίνω, Ντάνυ. Όταν σπάει κάτι, δεν ξέρω αν φτιάχνεται ποτέ ξανά. Είναι απ’ τα λίγα που μου έχει μάθει η ζωή».
Ήξερα τι εννοούσε. Άσ’ το, Ντάνυ, μου έλεγε, μην το πολεμάς, τελειώσαμε.
«Τελικά ίσως ο κόσμος μπορεί να σπάσει… σαν το γυαλί».
Κοίταξε αλλού.
«Σκεφτόμουν», συνέχισα. «Πώς θα φαίνεται όλο αυτό σε πέντε ή δέκα χρόνια από τώρα; Πόσο θα είσαι; Τριάντα; Χριστέ μου. Κι εγώ! Ο Φριτς θα είναι…»
Πέρασε το χέρι της στα μαλλιά της.
«Άσ’ τον καλύτερα τούτο το συλλογισμό σου».
«Καλά. Άκου. Ίσως παραμυθιάζομαι, αλλά θέλω να πιστεύω ότι πάντα θα υπάρχουν, στη δική μας ζωή τουλάχιστον, δυο άτομα με το όνομα Ντάνυ και Μαίρη, εμείς δηλαδή, δυο άτομα που ερωτεύτηκαν για λίγο, που για πάντα θα είναι…»
Δεν ήξερα πώς να συνεχίσω. Έγειρε το κεφάλι της πάνω μου, έκλαψε λίγο και μετά αποκοιμήθηκε.
Θα τη σκεφτόμουν πραγματικά σε δέκα χρόνια; Εκείνη εμένα; Ίσως άφηνα τη μόνη αγάπη που θα γνώριζα ποτέ να φύγει για πάντα. Ίσως δεν θα τη ξέχναγα ποτέ.
Αλλά τότε, στα δεκαεννιά μου, όταν αποκοιμήθηκε, κατάλαβα ότι κάτι είχε σβήσει.
Ώρα με την ώρα η αλήθεια φαινόταν όλο και πιο καθαρά. Ώσπου κάποια στιγμή, αργά το απόγευμα, ενώ κοιμόταν ακόμα η Μαίρη, αισθάνθηκα μια τεράστια ανακούφιση, μια λύτρωση, μια ελευθερία. Σηκώθηκα, τη φίλησα, την τακτοποίησα, είπα στη Σαμάνθα να την προσέχει και μετά έκανα το πιο απλό πράγμα που μπορούσα να κάνω: έφυγα. Κατέβηκα τα σκαλιά της εστίας, περπάτησα ανάμεσα στα στιβαρά γοτθικά κτήρια του πανεπιστημίου, σκυφτός και σκεπτικός, το βήμα μου αργό στην αρχή και μετά όλο και πιο γρήγορο, τρέχοντας τώρα σαν παλαβός να προλάβω το πρώτο τρένο για τη Νέα Υόρκη.
*Το βιβλίο κυκλοφορεί τη Δευτέρα 25 Οκτωβρίου από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.