«Αν σταματήσω να γράφω μουσική, θα σταματήσω να ζω». Ακούγεται – ή, μάλλον, διαβάζεται – δραματικό. Έπρεπε όμως να ακούσετε την Μαριλένα Ορφανού να το λέει. Το εννοεί. Με ζέση δονκιχωτική. «Γράφω καθημερινά, είτε υπάρχει λόγος είτε δεν υπάρχει», με αποστομώνει.
Κάπως έτσι είναι τα πράγματα, ως προς τη Μουσική, αυτή την ιδιότυπη ποπ σε κλίμα κινηματογραφικό που παίζουν, και για τις άλλες δύο κυρίες των S.W.I.M. (το… κολυμβητικό αρκτικόλεξο του ονόματός τους Someone Who Isn’t Me). Βέβαια, η κιθαρίστρια του γκρουπ Τζίνα Δημακοπούλου εργάζεται ως ψυχοθεραπεύτρια και έχει στο ενεργητικό της και τη σύμπραξη με την τραγουδοποιό Katrin The Thrill ή Κατερίνα Πανοπούλου. Η δε Μαρία Χατζάκου – στα κρουστά – είναι παραγωγός στην Haos Film και σεναριογράφος.
«Γράφω από ανάγκη. Είναι τρόπος έκφρασης η μουσική», με επαναφέρει στην προσήλωσή της η Μαριλένα Ορφανού, που συνθέτει τα κομμάτια των Someone Who Isn’t Me και συμπράττει από τα σίνθια (synths), αλλά είναι και κατά περίπτωση η φωνή του γυναικείου συγκροτήματος. Έχει κι εκείνη μουσικό παρελθόν: στο εναλλακτικό «ανεξάρτητο» ντούο BerlinBrides, από το 2008, μαζί με τη Νατάσα Γιανναράκη στα φωνητικά. Ασχολείται, μου λέει, πολλά πολλά χρόνια με τη μουσική. Για να το λέει, νέα γυναίκα, είναι σαν να έχει γεννηθεί με τη Μουσική. Χώρια ότι έχει διδάξει μουσική, καθώς πέρασε από ωδεία, από φούγκες και αντιστίξεις, θεωρίες και από τον αγαπημένο της Κλοντ Ντεμπισί.
Κάπου εκεί, στη διασταύρωση της έμπνευσής της με τον Ντεμπισί, γεννήθηκε το είδος που αποφάσισε, αυτόκλητα, να υπηρετεί. Ένα είδος ελεκτροπόπ και ελεκτοπάνκ κινηματογραφικό, «με αναλογικούς ήχους και χαοτικές κιθάρες». Άλλωστε με το μπόλικο επιπλέον μουσικό υλικό της από την ταινία «Chevalier» (υποψήφιο για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας το 2015) της Αθηνάς – Ραχήλ Τσαγκάρη ξεκίνησαν όλα για το τριμελές γυναικείο σχήμα της παρούσας ιστορίας. «Είχα το υλικό, φώναξα και τη φίλη μου την Τζίνα που έπαιζε κιθάρα ήρθε και η Μαρία, που ήταν παραγωγός στην ταινία «Chevalier» και έπαιζε κρουστά και έτσι ξεκινήσαμε». Έτσι γεννήθηκε το πρώτο σινγκλ των S.W.I.M. «Never Find It», στο οποίο ακούγεται η φωνή της Berlin Bride, Νατάσας Γιανναράκη.
Βέβαια, παράλληλα το 16ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, μέσω του Γαλλικού Ινστιτούτου, τις κάλεσε σε μια μουσική πρόκληση: Να γράψουν μουσική για το «ποιμενικό ειδύλλιο» της ταινίας «Αστέρω» του Δημήτρη Γαζιάδη, σε κείμενα Παύλου Νιρβάνα (1929). Εκεί πρωτόπαιξαν ζωντανά, παρέα, οι τρεις τους. Κι έπειτα ήρθε το πρώτο επίσημο λάιβ στο Φεστιβάλ Plissken, το 2016 και ξανά η «Αστέρω» στην Ταινιοθήκη και άλλο λάιβ στο Όστιν του Τέξας, στο Φεστιβάλ South By Southwest, στο οποίο έπαιξαν και οι ημέτεροι Imam Baildi.
Πάντα με μια ιδιότυπη ποπ «με πολλά συνθεσάιζερ και κιθάρες», όπως το θέτει η Μαριλένα Ορφανού, «με ιδιαιτερότητα τις πολλές μελωδίες και μια τάση στα κινηματογραφικής λογικής μουσικά θέματα που δεν αφήνουν και πολύ χώρο σε τραγουδιστές», όπως μου λέει γελώντας πονηρά. Βέβαια, «τον κάνουμε μετά το χώρο όταν έχουμε γκεστ». Όπως στο πρώτο τους 7ιντσο EP «Stop & Remember / Leap Of Faith», που κυκλοφόρησε από την Inner Ear, με τις φωνές των Σtella και Coti K. αντίστοιχα.
Κάπως έτσι φτάσαμε στο σήμερα των S.W.I.M. Που είναι μουσικά λάιβ και έχει κάτι το μελωδικό, το ελεκτοπόπ και το θεατρικό. Για την ακρίβεια ντύνει, ζωντανά κάθε βράδυ Δευτέρας και Τρίτης, τη «Lulu» (ή Lu στο τετράγωνο) της Δήμητρας Ταμπάση στο Bios. «Η δουλειά μας αυτή», μου εξηγεί η Μαριλένα Ορφανού, «έχει όλα σχεδόν τα είδη μουσικής, από r’n’b έως trance, και βέβαια ελεκτροπόπ των 80s, που με κάποιο μαγικό τρόπο ενώνονται». Είναι και οι κοινές μουσικές ρίζες τους σε όλα αυτά που «μιλάνε» εδώ. Με κοινό στοιχείο, όπως λένε, «την ποπ μουσική από όλες τις εποχές. Όπου ποπ είναι το popular, το δημοφιλές». Με τζαζ επιρροές για τη Μαρία Χατζάκου. Και κιθαριστρικό πρόσημο για την Τζίνα Δημακοπούλου. Δεν μιλούν για την mainstream ποπ π.χ. της Lady Gaga, την οποία ειρήσθω εν παρόδω η Μαριλένα λατρεύει, όπως μου λέει. Μιλούν για την ποπ που γράφτηκε στα 80s και ακούγοντάς την σήμερα – προσθέτει – μένεις με το στόμα ανοιχτό, «τι αριστουργήματα συνθετικά και παραγωγικά έγραφαν».
«Δεν τα θεώρησα ποτέ σκουπίδια αυτά τα κομμάτια. Και είμαι υπέρ της απενοχοποίησης όλων αυτών των ταμπελών. Είναι φρένο στη μουσική δημιουργία», καταλήγει η Μαριλένα Ορφανού στην κουβέντα μας. Και μου ξεκαθαρίζει, την ίδια δονκιχωτική ζέση της αρχής: «Πάντα γράφουμε / γράφω με συναίσθημα. Αυτό που γράφω / γράφουμε θέλω να με συγκινεί. Αν δεν με αγγίζει, αν δεν με κινεί, δεν λέει». Είναι εποχή για τέτοια «συναισθηματικά» πράγματα, είναι εποχή για ποπ; – τη ρωτάω. «Πάντα είναι εποχή για τέτοια πράγματα. Όλες οι εποχές είναι ιδανικές για να εκφραστείς».
Όλα αυτά που ακούει, γύρω, τι είναι, αλήθεια; Θόρυβος; «Όλες οι εποχές (σ.σ.: επιμένει) έχουν αυτή την πολυφωνικότητα. Απλώς η τεχνολογία σου κάνει πιο εύκολο να την προσεγγίσεις και πιο εύκολο να σε ενοχλήσει. Αλλά και να σε παρακινήσει. Το κοινό πλέον έχει πρόσβαση στα πάντα. Ας μην γελιόμαστε όμως. Το κοινό που, εδώ τουλάχιστον, ενδιαφέρεται για τη μουσική είναι το 10%. Πάντα αυτό το κοινό και αυτό το ποσοστό υπήρχε και θα υπάρχει και αυτό το κοινό θα αφορούμε δυνητικά. Γι’ αυτό ο στόχος μας είναι το εξωτερικό. Το κοινό εκεί έξω, που είναι περισσότερο και για καθαρά πληθυσμιακούς, στατιστικούς λόγους και λίγο από θέμα κουλτούρας».