Το «Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης», στην οδό Πειραιώς, κάργα Ταύρος, εκπέμπει μια συγκινητική ομοιότητα με τον εμπνευστή και δημιουργό του. Υψώνεται σαν υπέρκομψο άνθος στα μαύρα σπλάχνα της πόλης, κάπου μετά τα τερατώδη εκπτωτικά κέντρα και τα τσιμεντένια φέρετρα των «Παλατιών Αθήνας» και των ρωμαϊκών Αρένων των ζόμπι της νεκρής πίστας.
Το Ιδρυμα είναι πανέμορφο, αστραφτερό, και ακριβά φτιαγμένο, με τα καλύτερα υλικά (άψυχα και έμψυχα). Αλλα ταυτοχρόνως είναι ανθρώπινο, τρυφερούλι, φιλικό προς τον επισκέπτη: Δεν μοιάζει η αύρα του με άλλα «Μέγαρα» και σνομπ Ιδρύματα της πόλης. Εργο προσφέρουν σπουδαίο και αυτά, εγώ όμως τα φοβάμαι λίγο όταν μπαίνω, κομπλάρω, τα έχουν φτιάξει κάπως ψυχρά, κάπως, πώς να το πώ, Βορειο-Ευρωπαϊκά.
«Ηταν του Κακογιάννη ιδιοκτησία το οικόπεδο, αυτό ήταν το όραμά του», μου εξηγούν τα πλάσματα-μαλάματα στο ταμείο, που τους ζαλίζω στις άσχετες ερωτήσεις, ενώ ταυτοχρόνως εξυπηρετούν τον κόσμο που κατευθύνεται στις φωτογραφικές εκθέσεις, στους χώρους πρόβας, ή στο συγκλονιστικό μπαράκι του τρίτου ορόφου, που, γαμώ την αδικία μου, να το δουν στην Tribeca του κόσμου όλου οι προχώ και να σκίσουν τα διπλώματά τους.
Ο Κακογιάννης δεν μάσαγε από προχώ: Είχε εφεύρει τη λέξη. Ένα είδος μόνος του. Όλα τα έκανε, όλα τα είδε: Επαιξε καρπαζιές με την Κάθριν Χέπμπουρν, και τη Βανέσσα Ρέντγκρέϊβ. Αφησε τη Μελίνα χάραμα στον δρόμο να περπατάει με βήμα προορισμού, καυτευθείαν πάνω στην κοφτερή λάμα του θανάτου μας. Γέννησε μόνος του ένα από τα μεγαλύτερα κομμάτια πολιτισμού της σύγχρονης Ελλάδας- και όχι μόνο της Ελλάδας. Όταν τον συναντούσες όμως από κοντά, είχες μια παράξενη αίσθηση, πως δεν μπορεί να ήταν αυτός, πως είχε στείλει κάποιον άλλον στη θέση του: Δεν μπορεί να ήταν αυτός ο ζωντανός θρύλος, ο Κακογιάννης της «Στέλλας» και των Τρωάδων», ο Κακογιάννης του Χόλυγουντ, ο Πυγμαλίων της Μερκούρη και της Παππά, ο δάσκαλος, ο πρωτοπόρος Ελληνας, ο μέγας μαέστρος. Ενας γλυκύτατος θείος, παρουσιαζόταν στη θέση του: Ενας κοτσονάτος τύπος, με χορτάτο, γελαστό βλέμμα, ευγενής, τρυφερός βαθειά, και απλός τόσο πολύ, που τελικά, κατάφερνε το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επεδίωκε: να κατακομπλάρει το συνομιλητή του.
Όταν μπήκα στο Ίδρυμά του, μου ήρθε να βάλω τα κλάματα- του έμοιαζε τόσο πολύ, μας λείπει τόσο πολύ. Ήταν πραγματικά το «παιδί του». Ανέβηκα στο μπαράκι του τρίτου, που στις εννιά έκλεινε τις γιάλινες πόρτες της ταράτσας και μεταμορφωνόταν σε θεατρική σκηνή. Εκεί παρακολούθησα την τελευταία για φέτος παράσταση «Ευρέ Εργά»: Πρόκειται για το πρώτο θεατρικό έργο της Μανίνας Ζουμπουλάκη, με την Εμμανουέλα Αλεξίου και τη Γαλήνη Τσεβά στους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Υπόθεση;
Δυό σαρανταβάλε γκαρσόνες με πλούσιο παρελθόν, πάμπτωχο παρόν και αόρατο μέλλον, που λένε τα δικά τους, αναζητώντας εργασία στην σημερινή Αθήνα. Τακιμιάζουν, μιλώντας για λεφτά, για παιδιά, για έρωτες, για σφαλιάρες της ζωής, γιας μουσική, μοναξιά, και κυρίως, για πίπες. Για πολλές πίπες. Κανονικά πράγματα, όπως τα λέμε σπίτια μας, δηλαδή. Σε πρώτο επίπεδο θα μπορούσα να μην πάω καν στο θέατρο, τα ίδια πράγματα λέμε και με τις φιλενάδες μου στα μπαλκόνια. Σε πρώτο όμως επίπεδο, γιατί το «Ευρέ-Εργά» σκάβει πολύ πιο κάτω… Μέχρι… μέχρι όσο αντέχει ο άνθρωπος να αντέξει, ξέρω κι εγώ τι και πόσα;
Μικρό παράδειγμα. Η αριστοτεχνική παντομίμα της Γαλήνης που κάθεται, τακτοποιεί στην ποδιά της τη σακκούλα με τον καπνό και τα χαρτάκια, στρίβει ένα τσιγάρο, το ανάβει και το καπνίζει ηδονικά (όλα αυτά χωρίς καπνό, χωρίς αναπτήρα, και χωρίς τσιγάρο, γιατί το έχει κόψει λόγω αφραγκίας), αυτή η παντομίμα λοιπόν μου «είπε» όσα δεν μπόρεσαν να μου πούν εκατομμύρια λέξεις, ειδήσεις, άρθρα, αναλύσεις και προσωπικά γράμματα που με κρατούσαν σε επαφή με την Ελλάδα, ενάμιση χρόνο τώρα που έλειπα.
Το έργο μας είχε αρχικό τίτλο «Πίπες», μου εξηγεί η συγγραφέας. Αλλά το θεωρήσαμε μεγάλη τιμή που μας παραχώρησε στέγη το «Ίδρυμα Κακογιάννης», κομπλάραμε κι εμείς και βρήκαμε άλλο τίτλο, το «Ευρέ-Εργά».
Πλήρωσα δέκα ευρώ για το εισιτήριο. Και πέντε για το ποτό μου. (όσο και μια πίπα, δηλαδή, αλλά να μην προδώσω το έργο, αφού θα πάει και για χειμώνα). Είδα μόνο πρόσωπα γελαστά, ευγενικούς εργαζόμενους, δημιουργία, συνέπεια, ταλέντο, πάθος, επαγγελματισμό δέκα στα δέκα, κι ελπίδα για το αύριο, στο κέντρο μιας πόλης που καταρρέει- που μάλλον έχει καταρρεύσει δηλαδή, τι να λέμε. Είδα τους ανθρώπους τους ταγμένους που κρατάνε τα μπόσικα στην κατρακύλα: Εχουν όνομα κι επώνυμο, είναι εκεί, γράφουν έργα, σερβίρουν στα μπαράκια, κόβουν εισητήρια, ρυθμίζουν κονσόλες, είναι εδώ, είναι εκεί, είναι παραδίπλα, είναι αλλού, θα τους ψάξω, ρε γαμώτο, θα τους βρώ όλους, χρειάζομαι οξυγόνο, πως αλλιώς; Πως αλλιώς;
Μπαίνοντας στο αμάξι και απολαμβάνοντας, περασμένα μεσάνυχτα και ελαφρώς πιωμένη, μια μεγαλοπρεπέστατη παράνομη αναστροφή με τις μπάντες στην Πειραιώς (σάλτα και γαμήσου, Πέρθ), σκεφτόμουν πάλι το Ιδρυμα. Και τον Μιχάλη Κακογιάννη.
Πιστεύω- έτσι, αυθαίρετα, και από το λίγο που τον αξιώθηκα- ότι αν ζούσε σήμερα, το πιθανότερο είναι ότι θα είχε επιτρέψει -επιβάλλει ίσως;- στο καλλιτεχνικό επιτελείο, να διατηρήσει τον αρχικό τίτλο του έργου.
«Πίπες».
Ό,τι πιο ταιριαστό.
Με τις υγείες μας, και καλώς σας βρήκα, πατριώτες.