Ο Ταχά μπορούσε να ζει επί σκηνής... | Getty Images
Επικαιρότητα

Πέθανε ο Ρασίντ Ταχά – μια σπουδαία φωνή απ’ τ’ Αλγέρι

Σε ηλικία μόλις 59 ετών πέθανε ο δημοφιλής τραγουδιστής, έπειτα από καρδιακή προσβολή. Ο αλγερινής καταγωγής καλλιτέχνης σημείωσε μεγάλη επιτυχία συνδυάζοντας τη μουσική παράδοση της χώρας του με το ροκ και το πανκ. Και τον πολιτικό στίχο…
Σπύρος Σεραφείμ

Πέθανε σε ηλικία 59 ετών, από καρδιακή προσβολή -τα ξημερώματα της Τρίτης, στο Παρίσι, ο διάσημος τραγουδιστής Ρασίντ Ταχά, όπως ανακοίνωσε η οικογένειά του και έγραψε το BBC.

Ετσι, η παγκόσμια μουσική έχασε άλλη μία δυνατή προσωπικότητα και, αντίστοιχα, η ροκ σκηνή στη Γαλλία άλλον έναν χαρισματικό άνθρωπο, ο οποίος έκανε τα πρώτα καλλιτεχνικά βήματά του το 1981.

Πέντε χρόνια αργότερα, 20 Νοεμβρίου του 1986, θα τον μάθαινε πολύς κόσμος. Τότε, ο υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας, Ζακ Λανγκ, μοίρασε στους βουλευτές τού γαλλικού Κοινοβουλίου το τραγούδι «Douce France» με τη φωνή ενός Αλγερινού, τη φωνή του Ταχά, ο οποίος ανήκε στο γκρουπ «Carte de Sejour», το οποίο σημαίνει «Αδεια παραμονής». Με αυτή του τη συμβολική κίνηση, ο Λανγκ επιχειρούσε να παροτρύνει τους γάλλους βουλευτές να απορρίψουν το σχέδιο νόμου που αναθεωρούσε τη νομοθεσία περί γαλλικής υπηκοότητας όσον αφορά στους μετανάστες.
Και κάπως έτσι, ο Ταχά αποτέλεσε μία από τις πιο δημοφιλείς φιγούρες στη (γαλλική) ροκ σκηνή, για σχεδόν σαράντα χρόνια.

Με την ανακοίνωση του θανάτου του, πολλοί αναρωτήθηκαν για το εάν ήταν μόνο εξηντάρης. Όντως, ο Ρασίντ γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1958, στην Αλγερία. Η οικογένειά του μετανάστευσε από την Αλγερία στη Γαλλία όταν εκείνος ήταν μόλις 8 χρόνων.

Εκτός από τραγουδιστής ήταν και ακτιβιστής, υπερασπιζόμενος αδύναμες κοινωνικές ομάδες, την ίδια στιγμή που το μεγαλύτερο έργο του σε αυτό το θέμα ο ίδιος προσπαθούσε να μην το κάνει γνωστό. Επειδή τέτοιος τύπος ήταν ο Ταχά.

Ταυτόχρονα, ήταν και ηχητικά περιπετειώδης, αφού η μουσική του είχε επηρεαστεί από πολλά διαφορετικά είδη – βλέπε ροκ, ηλεκτρονική, πανκ και, φυσικά, ράι. Η τελευταία, είναι η λαϊκή μουσική που έβαλε την Αλγερία στον διεθνή μουσικό χάρτη. Οι αρχές της ανάγονται στο 1930, στους κύκλους των βεδουίνων  βοσκών στην πόλη Οράν αυτής της χώρας. Το ράι αποτελεί μια μείξη μουσικής από την Ισπανία, τη Γαλλία, την Αφρική και στην αρχή το τραγουδούσαν αποκλειστικά άνδρες, αλλά στη συνέχεια τραγουδήθηκε και από πολύ διάσημες γυναίκες τραγουδίστριες.

Αρχικά αυτή η μουσική δεν είχε πολιτικό χρώμα και οι στίχοι της τραγουδούσαν τον έρωτα και την καθημερινή ζωή. Την ερμήνευαν στα πανηγύρια, στους γάμους και στις θρησκευτικές τελετές. Οταν η Αλγερία έγινε γαλλική αποικία, πολλοί μουσικοί έγιναν μέλη στα σοσιαλιστικά και μαρξιστικά κόμματα της εποχής. Αυτή η πρώτη μορφή επανάστασης είναι η ρίζα της μουσικής ράι. Τα τραγούδια αυτά άρχισαν να μιλούν για τους αγρότες που έχασαν τη γη τους από τους γάλλους αποίκους, αλλά και για τα καθημερινά προβλήματα, αφού οι άποικοι αντιμετώπιζαν τους ντόπιους σαν δεύτερης κατηγορίας πολίτες. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των Αλγερινών για την απελευθέρωση, το ράι χρησιμοποιήθηκε σαν μορφή αντίστασης εναντίον των Γάλλων.

Με αυτές τις μουσικές και πολιτικές προσλαμβάνουσες, ο Ρασίντ Ταχά μπλέκει τις ροκ κιθάρες με τη φανκ ορμή και πασπαλίζει με την κληρονομιά του ράι, σερβίροντας με βορειοαφρικανικούς παραδοσιακούς ρυθμούς.

Και κάπως έτσι, με αυτή την ιδιαίτερη μουσική πρόσμειξη, κάνει επιτυχίες που γίνονται γνωστές όχι μόνο στη Γαλλία και στην Αλγερία. Το 1997 κυκλοφόρησε το τραγούδι «Ya Rayah», το οποίο ερμήνευσε την ίδια χρονιά στα Ελληνικά και ο Γιώργος Νταλάρας υπό τον τίτλο «Κι Αν Σε Θέλω».

Το 2004 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Tekitoi», στο οποίο περιλαμβάνεται μία διασκευή του «Rock The Casbah» των Clash, αλλά στα Αραβικά. Ο Ρασίντ έχει δηλώσει σε συνέντευξη ότι θεωρεί πως οι Clash δεν αποκλείεται να το εμπνεύστηκαν από τη δική του μουσική. Σε κάθε περίπτωση, διασκεύασε αυτό το κομμάτι, κρατώντας μάλιστα τον ίδιο τίτλο και πειράζοντας μόνο το άρθρο: «Rock el Casbah».

Αν και οι στίχοι των τραγουδιών του είναι στην πλειοψηφία τους στα Αραβικά και λίγοι στα Γαλλικά, η μουσική του είναι εξαιρετικά οικεία στο ελληνικό κοινό. O Ταχά έχει σημειώσει πως η βορειοαφρικανική μουσική παράδοση, είναι βαθιά εμπνευσμένη από την ελληνική. Συν του γεγονότος ότι η μουσική δεν χρήζει μετάφρασης.

Δεν χρήζει, επίσης, ιδιαίτερης ανάλυσης το ότι ο δικός του δρόμος δεν ήταν ποτέ στρωμένος με ροδοπέταλα, δεν γεννήθηκε μέσα στην επιτυχία. Η οικογένειά του μπορεί να μετανάστευσε για ένα καλύτερο μέλλον, αλλά αυτό δεν ήρθε και όλοι τους έζησαν στην ανέχεια. Εκείνος, στα 17 του, μπορεί να δούλευε σε εργοστάσιο, αλλά στον ελεύθερο χρόνο του έγραφε τραγούδια με οξύ πολιτικό στίχο, με αναφορές στις συνθήκες ζωής των μεταναστών και ποτέ δεν έπαψε να ονειρεύεται: μια καλύτερη ζωή όχι μόνο για τους δικούς του ανθρώπους, αλλά για όλον τον πλανήτη. Κι ας τον αντιμετώπισαν πολλοί με άμυνα και απόρριψη. Και ας έλεγε αλήθειες.

Ποιος μπορεί να ξεχάσει, για παράδειγμα, ότι η -ειρωνική, είναι η αλήθεια- εκτέλεση του γαλλικού πατριωτικού τραγουδιού «Douce France» («Γλυκιά Γαλλία»), όχι μόνο δεν έγινε δεκτή με το χαμόγελο της κατανόησης για τη σκωπτική διάθεσή του, αλλά έκανε πολλούς Γάλλους να εξοργισθούν; Σε σημείο, μάλιστα, να απαγορευθεί αυτό το τραγούδι από το ραδιόφωνο.

Γενικότερα, το γκρουπ του δεν κατάφερε να έχει εμπορική επιτυχία -παρά το ότι ήταν αναγνωρίσιμο και είχε αποδοχή από τους μουσικοκριτικούς- και αυτό έκανε τον Ταχά να ακολουθήσει σόλο πορεία. Το 1991 τού έγινε πρόσκληση να δουλέψει στο Λος Αντζελες, αλλά τελικά δεν ήταν αυτή η μεγάλη του ευκαιρία για διεθνή καριέρα. Πώς θα μπορούσαν, άλλωστε, οι ΗΠΑ να αποτελέσουν το κατάλληλο έδαφος για την αραβική μουσική και μάλιστα την εποχή του πολέμου στον Περσικό;

Σε κάθε περίπτωση, ο Ταχά, μέχρι το τέλος της ζωής του, παρά τις όποιες δυσκολίες, παρέμεινε πιστός στο ροκ και το πανκ και λίγο πριν πεθάνει ετοιμαζόταν να βγάλει ένα νέο άλμπουμ.

Όπου, για άλλη μια φορά, λογικά, εκεί μέσα θα φιλοξενούσε το τραγούδι της ερήμου που κάνει παρέα με το «πικρό» και δακρυσμένο ροκ των μεταναστών.