Το Μουσείο της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογραφικών Τεχνών (Academy Museum of Motion Pictures), που εγκαινιάστηκε πρόσφατα στο Λος Αντζελες, είναι αφιερωμένο σε μια μορφή τέχνης και ψυχαγωγίας η οποία, πάνω από έναν αιώνα τώρα, έχει αναμφισβήτητα μεγαλύτερη και πιο ποικιλόμορφη εμβέλεια από οτιδήποτε άλλο στην ιστορία, προσελκύοντας κοινό σε όλο τον κόσμο, λέγοντας ιστορίες για χαρακτήρες σχεδόν από κάθε υπόβαθρο, κοινωνική θέση και φυλή, που μπορεί να φανταστεί κανείς.
Το μουσείο, που σχεδιάστηκε πριν από μια δεκαετία, προετοιμαζόταν εδώ και πολύ καιρό για να δείξει τη διαφορετικότητα, πριν ακόμη από τους πρόσφατους πολιτιστικούς «σεισμούς». Ωστοσο, όπως συνέβη σε πολλά άλλα ιδρύματα, στη συνέχεια η Ακαδημία επανεξέτασε την έννοια της «διαφορετικότητας» ώστε να συμπεριλάβει τις αρχές της «ένταξης» και της «αντιπροσώπευσης», πιστεύοντας ότι πρέπει να εφαρμοστούν στατιστικά σε κάθε πτυχή κινηματογραφικού περιεχομένου και παραγωγής.
Η ιστορία της μορφής της τέχνης θα αναθεωρηθεί επίσης για να αντανακλά αυτές τις αρχές, γράφει ο κριτικός Εντουαρντ Ρόθσταϊν στην Wall Street Journal, πράγμα που έγινε όραμα διαμόρφωσης ενός μουσείου, το οποίο διεκδικεί τον τίτλο του πιο σημαντικού ιδρύματος αυτού του είδους σε όλο τον κόσμο.
Το μουσείο του Χόλιγουντ σχεδιάστηκε από τον διάσημο αρχιτέκτονα Ρέντσο Πιάνο και ξεπέρασε σχεδόν κατά 100 εκατ. δολάρια τον προϋπολογισμό των 388 εκατ. δολαρίων, του 2015. Διαθέτει επτά ορόφους, ωφέλιμη επιφάνεια 27.900 τ.μ. και 8.000 εκθέματα, στα οποία περιλαμβάνονται αφίσες, κοστούμια, σενάρια, κομμάτια σκηνικών, μαγικά φανάρια και τρισδιάστατα ζωοτρόπια. Υπάρχουν επίσης δύο αίθουσες προβολής, μία από τις οποίες χιλίων θέσεων, βρίσκεται μέσα σε μια σφαίρα από γυαλί και μέταλλο, που συνδέεται με γέφυρες με το κεντρικό κτίριο, ένα πολυκατάστημα του 1939 (το Streamline Moderne May Co.), που αναμορφώθηκε για να στεγάσει το Μουσείο Κινηματογράφου.
Η διαφορετικότητα είναι εμφανής από την πρώτη στιγμή. Στο επίπεδο του μεγάλου λόμπι, προβάλλεται σε πολλές οθόνες μια ελεύθερη σύνθεση από έναν μεγάλο αριθμό βίντεο κλιπ και φωτογραφιών, εισάγοντας με φαντασμαγορικό τρόπο τους επισκέπτες στην κύρια έκθεση, που εκτείνεται σε πολλούς ορόφους: Οι «Ιστορίες του Σινεμά» («Stories of Cinema»), που σχεδιάστηκαν από το γραφείο WHY Architecture, περιλαμβάνουν έξι «Σημαντικές ταινίες και Κινηματογραφιστές», ξεκινώντας με τον «Πολίτη Κέιν» του Ορσον Γουέλς, ενώ η διπλανή του αίθουσα είναι αφιερωμένη στις ταινίες πολεμικών τεχνών του Μπρους Λι.
Αυτή η αντιπαράθεση, γράφει ο Εντουαρντ Ρόθσταϊν στην Wall Street Journal, είναι εν μέρει μια δήλωση διαφορετικότητας, αλλά και μια μεταμοντέρνα προσέγγιση, που υπονομεύει την ευλάβεια. Η διάθεση για ανάδειξη του παραγνωρισμένου δικαιολογείται πλήρως σε μια αίθουσα αφιερωμένη στον Οσκαρ Μισό (1884-1951), αφροαμερικανό σεναριογράφο, σκηνοθέτη, παραγωγό και διανομέα περισσότερων από 40 ταινιών, στις οποίες έπαιζαν μόνο μαύροι ηθοποιοί. Το κείμενο στον τοίχο παρατηρεί ότι ο Μισό αγωνίστηκε για μια «ατρόμητη απεικόνιση της καταπίεσης, που βίωσαν οι Μαύροι Αμερικανοί την εποχή του Τζιμ Κροου». Μέσα από εκθέματα και πολύ σύντομα αποσπάσματα, ο επισκέπτης βλέπει έναν δημιουργό μελοδραμάτων, που εργάστηκε εν μέσω φοβερών φυλετικών περιορισμών, και έδειξε στους αφροαμερικανούς θεατές ότι ο κόσμος τους ήταν πλούσια ανθρώπινος, με κακίες και αρετές, πάθη και επιθετικότητα.
Η διαφορετικότητα εμφανίζεται πιο συνειδητά στην επιλογή των Οσκαρ και σε ένα χρονολογικό δείγμα ομιλιών αποδοχής. Στη συνέχεια, το μουσείο προχωρά σε άλλες πτυχές της κινηματογραφικής παραγωγής, έχοντας πάντα κατά νου το κεντρικό θέμα του και σχεδιάζοντας να αλλάζει τα εκθέματα με την πάροδο του χρόνου.
Περιστασιακά, το θέμα παραμερίζεται. Μια μεγάλη αίθουσα αφιερωμένη στον «Μάγο του Οζ» θυμίζει στον επισκέπτη ότι η ταινία επέζησε έξι σκηνοθετών, ότι η Σίρλεϊ Τεμπλ επιλέχτηκε για τον ρόλο της Ντόροθι, και με μια μετά το #MeToo οπτική, ότι δύο στελέχη της παραγωγής κατηγορήθηκαν αργότερα για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών σταρ. Μια μικρή αίθουσα αφιερωμένη στις τεχνικές ήχου δείχνει πώς η επεξεργασία ήχου έκανε τόσο συναρπαστικούς τους «Κυνηγούς της Χαμένης Κιβωτού».
Αλλού, οι λάτρεις της επιστημονικής φαντασίας μπορούν να θαυμάσουν φιγούρες και καλούπια σε φυσικό μέγεθος, από τον Ψαλιδοχέρη μέχρι τη μάσκα που φορούσε στο κεφάλι του ο Αρνολντ Σβάρτσενέγκερ στον «Εξολοθρευτή». Ενα άλλο, συναρπαστικό μέρος του μουσείου είναι αφιερωμένο στη συλλογή του Ρίτσαρντ Μπάλζερ με συσκευές που εφευρέθηκαν κατά τη διάρκεια αιώνων –πριν από τους αδελφούς Λουμιέρ- σε μια προσπάθεια να κάνουν τις ακίνητες φιγούρες να κινούνται.
Αλλά καθώς προχωράει κανείς στις αίθουσες, που είναι αφιερωμένες στη σκηνοθεσία, τα κοστούμια, το casting, το animation ή τη συγγραφή σεναρίων, νιώθει σαν να του επαναλαμβάνει συνεχώς κάποιος το μάθημα στο αυτί του. Θέματα για τους «υποεκπροσωπούμενους» επαναλαμβάνονται συνεχώς: Ποιος ήταν ο πρώτος αυτόχθονας που κέρδισε Οσκαρ; (Το 1983, η Ινδιάνα Μπάφι Σεντ Μαρί για το Καλύτερο Πρωτότυπο Τραγούδι). Αυτή η έμφαση επηρεάζει επίσης τις επιλογές και τις αναλογίες.
Γιατί μια μέση ταινία ενός σκηνοθέτη χωρίς σημαντική καριέρα τοποθετείται στις πρώτες έξι αίθουσες; (Επειδή το «Real Women Have Curves» (2002) της Πατρίτσια Καρντόζο είναι «μια άνευ προηγουμένου διερεύνηση της πολιτικής των φύλων και της εμπειρίας των μεταναστών» μεταξύ των Μεξικανοαμερικανών). Και σαν κάποιος που πιστεύει ότι ο Χαγιάο Μιγιαζάκι είναι υπερτιμημένος, ο κριτικός Εντουαρντ Ρόθσταϊν υποθέτει ότι η τεράστια προβολή του ιάπωνα σκηνοθέτη άνιμε σε μια περιοδική έκθεση, μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη στο Μουσείο, έχει κυρίως να κάνει με την επιθυμία της Ακαδημίας να δείξει τη δέσμευσή της στη διεθνή εκπροσώπηση.
Ο Ρόθσταϊν σχολιάζει επίσης αρνητικά το γεγονός ότι το μουσείο δεν προσφέρει στους επισκέπτες του πραγματικά μια νέα θεώρηση του κινηματογράφου, ούτε πολλές ανακαλύψεις. Μια μεγάλη έκθεση για την ιστορία του μαύρου κινηματογράφου, η οποία σχεδιαζόταν για αρκετά χρόνια και έχει προγραμματιστεί για το 2022, μπορεί ίσως να προσφέρει περισσότερα, λέει. Αλλά στο μεταξύ, σημαντικά θέματα έχουν παραλειφθεί, ίσως επειδή δεν μπορούσαν να ταιριάξουν άνετα στο concept της διαφορετικότητας.
Η κινηματογραφική μουσική ουσιαστικά αγνοείται. Δεν λαμβάνεται καν υπόψη το πώς επηρεάστηκαν οι ταινίες από την πρωτότυπη συμφωνική μουσική, που γραφόταν ειδικά γι’ αυτές. Οι ευρωπαίοι μετανάστες συνθέτες μεταμόρφωσαν το Χόλιγουντ τη δεκαετία του 1930 και για πολύ καιρό μετά. Ωστόσο αντί για τον Εριχ Κόρνγκολντ, τον Μπέρναρντ Χέρμαν ή τον Τζον Ουίλιαμς, υπάρχει μια σκοτεινή αίθουσα, στην οποία η ισλανδή συνθέτρια Χίλντουρ Γκουδναντόττιρ, που βραβεύτηκε το 2020 με το Οσκαρ Καλύτερης Μουσικής Επένδυσης για το soundtrack της ταινίας «Τζόκερ», δημιουργεί ένα σκυθρωπό, μινιμαλιστικό (και μη εμπνευσμένο) ηχητικό τοπίο.
Ουτε στην κωμωδία δίνεται η προσοχή, που της αξίζει. Ισως το είδος θεωρήθηκε πολύ επιπόλαιο για την αποστολή του μουσείου. Ή μήπως η κωμωδία θα ενοχλούσε δυσάρεστα κάποιες οπτικές, αναρωτιέται ο αμερικανός κριτικός στη Wall Street Journal.
Τέλος, σε μια περιοχή αφιερωμένη στο μέλλον του κινηματογράφου («The Future of Cinema») δεν παρουσιάζονται νέες τεχνολογίες, τρισδιάστατα βιντεοπαιχνίδια ή εικονική πραγματικότητα, ούτε η επεξεργασία σε υπολογιστή ή οι υπηρεσίες streaming. Αντίθετα, εμφανίζονται αποσπάσματα από την «κινηματογραφική κοινότητα». Το μέλλον του κινηματογράφου είναι «συμπερίληψη όχι αποκλεισμός», «δεν φοβάται να αφήσει το παρελθόν», «είναι έντονα περιεκτικό χωρίς να απολογείται»…
Έτσι, με ορισμένες εξαιρέσεις, γράφει ο Ρόθσταϊν στην Wall Street Journal, η Ακαδημία δημιούργησε χώρους που, όπως δήλωσε πέρυσι, «θα δώσουν προτεραιότητα στην εμπειρία των παραδοσιακά υποεκπροσωπούμενων ή περιθωριοποιημένων ανθρώπων». Τέλος ο αμερικανός κριτικός υπογραμμίζει ότι δυστυχώς, αυτό το αγκάλιασμα μιας ιδεολογίας της διαφορετικότητας, ακόμη και σε αυτό τον μεγάλο, συχνά ψυχαγωγικό χώρο, πολύ συχνά μειώνει αυτό που επιδιώκει να διευρύνει.