Σκέφτομαι Πέμπτη βράδυ γύρω στα μεσάνυχτα επιστρέφοντας από την παράσταση του «Οιδίποδα» στο Ηρώδειο, πως καλό θα ήτανε να γράψω αμέσως, όσο είναι ακόμα φουσκωμένο σαν προζύμι αυτό το αίσθημα που με πλημμυρίζει – χάρη στην παράσταση. Αλλά δεν τα καταφέρνω. Η Παρασκευή είναι μια μέρα φορτωμένη και φορτισμένη και με τραβάει από το μανίκι. Ίσως νάναι καλύτερα έτσι, ίσως αν κατακάτσει λίγο μέσα μου ο ενθουσιασμός, ίσως, ποιος ξέρει, να διακρίνω και άλλα, πιο ουσιώδη. Αλλά ο ενθουσιασμός δεν κατακάθεται εύκολα. Είναι εδώ, παρών – και την άλλη Παρασκευή, το άλλο Σάββατο, δέκα μέρες αργότερα. Γιατί αυτό που είδα κι έζησα στο Ηρώδειο ήταν η μόνη παράσταση αρχαίας τραγωδίας που έχω δει (κι έχουν δει τα μάτια μου, δεν έχω παράπονο) που με συγκίνησε πραγματικά και μου έξυσε ζωντανές πληγές, ανοιχτές στο διηνεκές. Η μόνη –αν εξαιρέσεις βέβαια τις «Τρωάδες» του Γιάννη Τσαρούχη στο «ερείπιο» της οδού Καπλανών, μες’ στην καρδιά της πόλεως, πριν 30 χρόνια περίπου…
Εδώ ο σκηνοθέτης είναι ο Τσέζαρις Γκραουζίνις και τον Τειρεσία, την Ιοκάστη και τον Θεράποντα (τον γεροβοσκό που κρατάει ζωντανό το νήμα της πικρής αλήθειας) τους υποδύεται όλους ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. «Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο», (που λέει και ο Αλεξανδρινός) : Η φύση του Μαρκουλάκη είναι αυτό που κάνει αυτή την παράσταση ξεχωριστή. Η φύση του πραγματικού ηθοποιού που κουβαλάει μια τρέλλα ευτυχώς ελεγχόμενη και δημιουργική η οποία τον σπρώχνει να αυτοαναιρείται και να δοκιμάζεται συνεχώς – χωρίς ποτέ να βολεύεται πουθενά μέσα στον εαυτό του και την τέχνη του. Μπορεί να τα κάνει όλα και να τα κάνει άψογα, φορτωμένος συναίσθημα και οπλισμένος με μια τεχνική που όσο περνάει ο καιρός τόσο δυναμώνει, γίνεται μαστοριά, ιερουργία βαθειά και σπάνια. Τον βοηθάει η σπουδαία παράσταση. Λιτή, χωρίς αρχοντοχωριάτικες «εξυπνάδες» απ’ αυτές που έχουμε συνηθίσει πια να βλέπουμε εντυπωσιασμένοι (από το τόσο θράσος), στηριγμένη σ’ έναν θίασο όπου όλοι είναι εξαιρετικοί, μ έναν Οιδίποδα που δεν θα τον ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, του επιτρέπει να κεντήσει κυριολεκτικά πάνω σ’ έναν καλοσχεδιασμένο και ανθεκτικό καμβά – αποκαλυπτικό για όλους. Βλέποντάς τον να μεταμορφώνεται επί σκηνής από μάντης σε βασίλισσα σε γέροντα, πήγε το μυαλό μου στο γνωστό τραγούδι του Χατζιδάκι που ερμήνευε ο Χορν στην «Οδό Ονείρων» : «Ηθοποιός σημαίνει Φώς». Δεν είχα ποτέ συνειδητοποιήσει την κυριολεξία – ο ηθοποιός φωτίζει την σκηνή και τον ρόλο ώστε να γίνουν όλα κατανοητά από τον θεατή. Φωτίζει την μαγευτική μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη που φέρνει στο σήμερα το αρχαίο κείμενο χωρίς να το «πειράζει» λεπτό στην ουσία του, φωτίζει την τραγωδία, φωτίζει τις ψυχές μας μ’ εκείνο το φώς που έρχεται από πολύ μακριά – και που είναι η βάση του σύγχρονου πολιτισμού.
Ο Μαρκουλάκης θα «έκλεβε» την παράσταση με τα μαγικά προσόντα του ακόμα και αν Οιδίπους ήτανε ο Μινωτής –ή ο Αιμίλιος Βεάκης. Αλλά με τον Αιμίλιο Χειλάκη στον κεντρικό ρόλο η παράσταση δεν «κλέβεται». Κεντρικός πυλώνας της από την πρώτη στιγμή μέχρι το τέλος είναι πάντα ο Οιδίποδας και η συγκλονιστική (κυριολεκτικά) ερμηνεία του Χειλάκη. Δεν κάνει τίποτα – απλώς «λέει» το κείμενο έτσι ώστε «ευανάγνωστα να γίνουν τα σωθικά του» (όπως λέει ο Ελύτης). Λέξη-λέξη, με το βλέμμα του καρφωμένο στον καθέναν από τους συμπρωταγωνιστές του, τα μέλη του χορού και τον (επίσης σπάνια εξαιρετικό και ξεκάθαρο) Χρήστο Σαπουντζή που ερμήνευσε με δωρική δύναμη και λιτότητα τον Κρέοντα και τον Άγγελο, με το νου του συνεχώς στους θεατές και τον καθένα μας ξεχωριστά ακόμα κι’ όταν μας είχε στραμμένη την πλάτη, ο Χειλάκης κατάφερε να μας αγγίξει και να μας ηλεκτρίσει όλους – γιατί εννοούσε την κάθε συλλαβή που εκτόξευε, απόλυτος μαέστρος σ’ αυτή την μαγευτική συναυλία που μας χαρίστηκε.
Όταν κατέβηκα στα καμαρίνια το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να σφίγγω χέρια και να επαναλαμβάνω μηχανικά τη φράση «δεν βρίσκω λόγια». Όχι πως τώρα τα βρήκα. Κάπως όμως, ελπίζω, κατάφερα να εκφράσω τον μεγάλο μου ενθουσιασμό γι’ αυτό που κάνει η Τέχνη όταν προσφέρει και προσφέρεται χωρίς όρους άλλους απ’ αυτούς που ορίζει η φύση της : Να βάζει κανείς πολύ ψηλά τον πήχυ.
ΥΓ : Ελπίζω ότι αυτή η παράσταση δεν θα «διαλυθεί». Είναι από την φύση της μια «κλασσική παράσταση» και πρέπει να επαναλαμβάνεται σε κάθε ευκαιρία για να την δει όσο περισσότερος (ταλαιπωρημένος από τις διάφορες ανοησίες) κόσμος μπορεί. Είναι μάθημα – και δεν πρέπει να τελειώσει εδώ.