Χάνουν τη δουλειά τους ξαφνικά, άντρες μεσήλικες. Δηλαδή, όχι ξαφνικά. Ψυχανεμίζονται την κατάσταση, προετοιμάζουν τον εαυτό τους. Κρίνονται κοστοβόροι και αντιπαραγωγικοί. Η απόλυση, μετά από δεκαπέντε, είκοσι χρόνια δουλειάς τους δημιουργεί ένα τεράστιο κενό. Λες και η ζωή χάνει την αξία της. Την πρώτη βδομάδα, δεν λένε τίποτα στη σύντροφό τους. Αρνούνται να δεχθούν την πραγματικότητα. Εξακολουθούν να φεύγουν από το σπίτι το πρωί και να επιστρέφουν την ώρα που κανονικά θα σχολούσαν. Ανακαλύπτουν διάφορους τρόπους για να περάσουν το χρόνο τους, οι οποίοι φαίνονται σουρεαλιστικοί- μόνο λόγω κατάστασης. Βρίσκουν ένα παγκάκι σε πάρκο και το μετατρέπουν σε καναπέ. Πηγαίνουν σινεμά σε παιδικές προβολές. Ή σε τσόντες. Περπατάνε ατελείωτα, γνωρίζουν εξ αρχής την πόλη τους. Ταΐζουν περιστέρια. Πιάνουν φιλίες με κοινωνικές μαϊμούδες στο ζωολογικό κήπο. Παίζουν ποδόσφαιρο με δωδεκάχρονα. Η καλύτερη λύση είναι το ψάρεμα. Το μόνο που διαρκεί πολύ και νομίζεις πως έχει νόημα, περιμένοντας, δίχως να ανυπομονείς, το αναθεματισμένο ψάρι.
Όταν κουραστούν να υποκρίνονται, ανακοινώνουν στην οικογένειά τους το τραγικό συμβάν. Παρά τη στήριξη της γυναίκας τους, αδυνατούν να ορθοποδήσουν. Περιφέρονται μέσα στα δωμάτια σαν ζόμπι. Κόβουν βόλτες από το σαλόνι στην κρεβατοκάμαρα και τούμπαλιν. Δε μιλάνε, και οι λιγοστές κουβέντες τους είναι το πολύ δυο, τρεις λέξεις. Ακατανόητες και μελαγχολικές, σαν συναισθηματικοί γρίφοι. Αποφεύγουν το μπαλκόνι, δεν το’ χουν σε τίποτα να βουτήξουν στο κενό. Νιώθουν ασήμαντοι, κινούνται στα πλαίσια μιας εξόφθαλμης ακινησίας. Που επιβάλλει η σιωπή. Σιγά-σιγά, κάνουν κάποιες προσπάθειες να ψάξουν για δουλειά. Απογοητεύονται, οι αγγελίες δεν ενδιαφέρονται πλέον για αυτούς. Η ζήτηση δεν αναγνωρίζει πουθενά την προσφορά τους. Σπαρταράνε, σαν τα ψάρια που ξεψυχούν έξω από το νερό.
Είναι οι φυλακισμένοι της διπλανής πόρτας. Που το σπίτι τους μεταμορφώνεται σε κελί. Δεσμοφύλακας ο χρόνος, ο οποίος τους απαγορεύει να επανενταχθούν στην κοινωνική πραγματικότητα. Αποκλεισμένοι και δυστυχείς. Δουλεύει η γυναίκα τους και σαλτάρουν. Παρακολουθούν εκπομπές μαγειρικής, μαθαίνουν να σιδερώνουν και πιάνουν για πρώτη φορά την ηλεκτρική σκούπα. Σιχαίνονται τα οικιακά, τόσα χρόνια είχαν μάθει να κυνηγάνε λεφτά, μπόνους και τιμητικές διακρίσεις στη ζούγκλα της αγοράς. Βρίσκονται στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού. Αν είναι τυχεροί, θα τον γλιτώσουν. Αν όχι, θα ταλαιπωρηθούν με ψυχοφάρμακα και γιατρούς. Ένας είναι ο αληθινός γιατρός, ο έρωτας. Αυτός που γιάτρεψε τον Μελ Έντισον, στέλεχος διαφημιστικής εταιρείας το οποίο απολύθηκε λόγω της οικονομικής κρίσης.
Τι κι αν το έργο του Νιλ Σάιμον, «Ο φυλακισμένος της διπλανής πόρτας», γράφτηκε το 1971 για να περιγράψει την οικονομικοκοινωνική παρακμή της Νέας Υόρκης, εντούτοις έχει πολλές ομοιότητες με τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Με τη διαφορά, ότι οι επιπτώσεις τριάντα ένα χρόνια μετά είναι πιο βαθιές και τα αίτια πιο πολύπλοκα. Ο ατομισμός ως νοοτροπία, που η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος καταντάει αυτισμός και οδηγεί σε μια ασήκωτη μοναξιά, παγιώθηκε και είναι πιο δύσκολο να λιώσει, έγινε κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Κακά τα ψέματα, όλη η κοινωνία πάσχει από νευρικό κλονισμό. Ο οποίος και φυσικά εντείνεται όσο έρχονται οι εκλογές. Ο Γιώργος Συμπιλίδης παραιτήθηκε από υποψήφιος βουλευτής. Ο Ρένος Χαραλαμπίδης έθεσε υποψηφιότητα με τη Νέα Δημοκρατία. Ο Σάββας Τσιτουρίδης τολμά να ξανακατέβει στο Κιλκίς. Φαντάσματα του παρελθόντος καμουφλαρισμένα με σεντόνια ανανέωσης. Ψυχραιμία, ο έρωτας σώζει.
Θέατρο Αριστοτέλειον, Ο φυλακισμένος της διπλανής πόρτας
Από 15/4 ως 13/5, Θεσσαλονίκη, Εθνικής Αμύνης 2, τηλ:2310-262051
Συγγραφέας: Νηλ Σάιμον
Σκηνοθεσία: Γρηγόρης Βαλτινός
Παίζουν: Γρηγόρη Βαλτινός, Κατερίνα Λέχου, Υβόννη Μαλτέζου, Κώστας Φλωκατούλας, Αλεξάνδρα Παντελάκη, Φωτεινή Ντεμίρη, Στάθης Νικολαϊδης.