O «ταραξίας» Αλέξης Ακριθάκης

«Ένας αληθινός και λυρικός ζωγράφος, μια μεγάλη έκπληξη, η πρώτη αυτή εμφάνιση, μ' έργα βγαλμένα από μια περιπέτεια μαγική κι απίστευτη στο τέρμα του εαυτού του...»

Γιώτα Παναγιώτου

Είναι άραγε τίτλος τιμής να αποκαλούν κάποιον «επικίνδυνο ταραξία»; Είμαι σίγουρη πάντως ότι όταν Αλέξης Ακριθάκης το άκουσε πρώτη φορά, πρέπει να χαμογέλασε. Κι ας τον απέβαλαν από τα περισσότερα σχολεία, ως πιτσιρικά. Πώς να τον κλείσουν άλλωστε πίσω από τοίχους. Αδύνατον. Στο δικό του σύμπαν υπήρχαν τα πάντα: ήλιος, καρδιές, καραβάκια, τόξα, βέλη και βαλίτσες αλλά και πουλιά και καρουζέλ. Μα όμως όχι κάγκελα. Όχι περιορισμοί.

Κοιτάζω ξανά στο λεύκωμα με τα έργα του και κολλάω στην «Κόκκινη Πόλη» που ζωγράφισε το 1969. Και προσπαθώ να τον φανταστώ να καβαλά τη μοτοσυκλέτα του και να φεύγει για το Παρίσι, ως ατρόμητος, γνήσια θρασύς επαναστάτης. Και αυθεντικά παρορμητικός. Όπως και το σύνολο του έργου του. Είναι από τους ζωγράφους που ο προκλητικός τρόπος ζωής καθρεφτίζεται έντονα στη δουλειά του. Οι πίνακες της πρώτης περιόδου του είναι πλημμυρισμένοι από μοτίβα συμβολικά και κατεξοχήν ποιητικά. Στο κάτω-κάτω της γραφής, αυτό υπήρξε η ζωγραφική του Ακριθάκη. Ποίηση. Αβίαστη, φυσική. Όπως η ανάσα.

Και να σκεφτεί κανείς ότι ο ίδιος δεν έκανε επίσημες σπουδές, παρόλο που το ενδιαφέρον του για την Τέχνη υπήρξε έντονο από τα μαθητικά του χρόνια. Πόσο συγκινούμαι όταν διαβάζω τα σχόλια τα οποία προλόγισαν την πρώτη ατομική έκθεση του Ακριθάκη «Ένας αληθινός και λυρικός ζωγράφος, μια μεγάλη έκπληξη, η πρώτη αυτή εμφάνιση, μ' έργα βγαλμένα από μια περιπέτεια μαγική κι απίστευτη στο τέρμα του εαυτού του…». Και πόσο μου αρέσει να φαντάζομαι υποθετικούς του διαλόγους με τον Ιόλα, τον Τζιακομέττι και τον Μπέκετ. Σχεδόν τόσο όσο απολαμβάνω την πορεία του έργου του. Που από τα μέσα της δεκαετίας του ΄70 αφήνει την τεχνική των περιγραμμάτων, προχωρά στη δημιουργία χρηστικών αντικειμένων και -προς το τέλος- καταλήγει στη σύνθεση κολάζ με ταλαιπωρημένα κουτιά από τσιγάρα Marlboro.

Γνωστός αρχικά για τη χαρακτηριστική μαυρόασπρη γραφή των έργων του (με το περίεργο όνομα «τσίκι τσίκι»), ο Ακριθάκης εμπλουτίζει σταδιακά την τεχνική του και με κατασκευές από ξύλο ή μικτά υλικά, ενώ το 1986 συνεργάζεται με τον Γιώργο Λάππα. Το 1987, με λαβωμένη τη σωματική και ψυχική του υγεία, φιλοτεχνεί μια σειρά έργων διάσπαρτη από παιχνίδια, πλαστικά ζωάκια και πολύχρωμες κλωστές. Για εκείνον παίζει μεγάλο ρόλο η αποτύπωση της βιωμένης πραγματικότητας, ενός κόσμου λυρικού μεν, αλλά με κυρίαρχα τα στοιχεία της ευτέλειας και της φυσικής φθοράς. Ζωή και θάνατος. Τόσο αντιφατικά. Αλλά και τόσο ένα.

Ο κοσμοπολίτης και αυτοκαταστροφικός Αλέξης Ακριθάκης ζει τα τελευταία χρόνια της ζωής του έχοντας αναπτύξει εξάρτηση από το αλκοόλ η οποία, σε συνδυασμό με τα ψυχολογικά του προβλήματα, τον οδηγεί να διαβεί ακόμη μια φορά την πόρτα του Δρομοκαϊτειου. Όταν θα βγει η εικαστική παραγωγή του θα έχει πλουτίσει με τους τελευταίους του θησαυρούς: μία σειρά με θέμα τα λουλούδια, αφιερωμένη στους αυτόχειρες φίλους του και ένα μπλοκ σχεδίων γεμάτο με φιγούρες τροφίμων του ψυχιατρείου στο οποίο νοσηλεύτηκε.
Ο μαχητής θα φύγει από το πολύχρωμο ονειροστάσιό του στις 19 Σεπτεμβρίου 1994. Τα έργα τού κορυφαίου εκπροσώπου του μοντερνισμού όμως φωνάζουν ακόμα αυτό που ο Νάνος Βαλαωρίτης είχε δηλώσει με ενθουσιασμό «Ζήτω ο Ακριθάκης. Όσοι έχουν μάτια ακούν κι όσοι έχουν αυτιά θα δούνε».