Πρόσφατα έμαθα ότι, εκτός απ’ το μυαλό μου, είναι τρελό και το σώμα μου. Μία ωραία πρωία ξύπνησε κι αποφάσισε ότι αυτά τα αιμοπετάλια καθόλου δεν τα γουστάρει – κι άρχισε να τα εξολοθρεύει, μέχρι που βρέθηκα τάβλα στο Γενικό Κρατικό, με πιο πολλές μελανιές κι από μπαλαδόρο που τα βράδια ξεδίνει σε fight club.
Κι όπως συμβαίνει κάθε φορά που βρίσκομαι καθηλωμένος, εκτός απ’ την αγάπη των οικείων μου και την υποδειγματική φροντίδα των γιατρών και των νοσηλευτών μου, απ’ τα βάθη του φόβου και της απελπισίας με ανέσυραν τα βιβλία, και ο φανταστικός κόσμος που σου προσφέρουν όταν ο δικός σου είναι ελαφρώς για τα μπάζα.
Ωστόσο, καθώς η πορφύρα (έτσι λέγεται το κάζο που μου ’λαχε) με βρήκε αιφνιδιαστικά, το πρώτο βιβλίο μου το ’φερε η λατρεμένη μου φίλη Άλκηστη, που απ’ την πρώτη στιγμή ανέλαβε, και για μένα και για το Κουτάβι που κόντευε να σαλτάρει απ’ την ανησυχία, ρόλο επιστήθιας φίλης, αδελφής και μάνας.
Το εν λόγω βιβλίο, που μου κράτησε συντροφιά την πρώτη νύχτα καθώς προσπαθούσα να συνηθίσω τα σωληνάκια εκατέρωθεν και τη συμφωνία πνευστών των υπόλοιπων ασθενών του θαλάμου, ήταν το All Families Are Psychotic του Douglas Coupland – δημιουργού του εμβληματικού Generation X και πλήθους άλλων απολαυστικών βιβλίων (και θαυμάσιων γλυπτών). Ήταν η παρθενική μου επαφή με τον σπουδαίο Καναδό συγγραφέα, κι από τις πρώτες κιόλας σελίδες προέκυψε έρωτας μεγάλος. Περιγράφοντας τα έργα και τις ημέρες μιας οικογένειας σαλεμένης όπως ορίζει ο τίτλος του βιβλίου (αλλά και η ίδια η ζωή), το γλυκόπικρο αυτό διαμάντι με κέρδισε όχι μόνο με το σπαρταριστό του χιούμορ και τη συναρπαστική απεικόνιση του ψυχισμού των χαρακτήρων του, αλλά και με την τρυφερότητα – τη στοργή σχεδόν – με την οποία ο συγγραφέας περιέβαλλε τους θεότρελους ήρωές του, ακόμη κι όταν, εκ πρώτης όψεως, ήταν κατάφωρα αντιπαθείς, ή υπαίτιοι πράξεων αλγεινών κι ασυγχώρητων.
Ακούγοντάς με κατενθουσιασμένο στο τηλέφωνο, η Άλκηστη το επόμενο πρωί εμφανίστηκε κουβαλώντας μια ντάνα με τα άπαντα του Coupland, τα οποία και άρχισα να ξεκοκαλίζω το ένα μετά το άλλο, με την πρεμούρα του νεοφώτιστου και τη λαχτάρα του άρτι καψουρεμένου.
Και σε όλα του τα βιβλία συνάντησα αυτό το χάρισμα του συγγραφέα που σου ζεσταίνει το φυλλοκάρδι: την αγάπη και το έλεος που ξεχειλίζει για όλους τους χαρακτήρες του ανεξαιρέτως. Άνθρωποι χαμένοι, συχνά κατεστραμμένοι από καταχρήσεις κι αδυναμίες, θύματα σκληρότητας που μεταλλάχθηκαν σε θύτες, γονείς αδιάφοροι κι απόμακροι ή χειριστικοί εκμεταλλευτές, ασυνάρτητοι νέοι, αδέξιοι στον έρωτα και τη ζωή, κι ένα πλήθος ανθρωπόμορφες σκιές του περιθωρίου – όλοι ζουν κι αποζητούν τη λύτρωσή τους μες σ’ έναν κόσμο ο οποίος, παρά τις μύριες του αντιξοότητες, σφύζει απ’ την αγάπη του δημιουργού τους σαν αέρας εμπλουτισμένος με μεθυστικό, παρήγορο οξυγόνο.
Δεν είναι όλοι οι συγγραφείς έτσι. Πολλοί αντιμετωπίζουν τους χαρακτήρες τους από απόσταση, με βλέμμα διεισδυτικό μεν, ατσάλινο δε. Η αγαπημένη μου Ελφρίντε Γέλινεκ είναι μια τέτοια περίπτωση λογοτέχνη, που διακρίνεται για τη σκληρότητα με την οποία χειρίζεται τους χάρτινους ανθρώπους της. Τόσο στη Λαγνεία και τους Αποκλεισμένους όσο και στη Δασκάλα του πιάνου, η βραβευμένη με Νόμπελ (διαβόητο κατά την απονομή του) συγγραφέας μοιάζει, ενώ αντιλαμβάνεται την ψυχή των πρωταγωνιστών της μέχρι τον βαθύτερο μυχό της, να αδιαφορεί για την ευτυχία τους, και να τους οδηγεί σε μια καταστροφή αναπόδραστη σχεδόν σαν να τους αντιπαθεί. Θυμάμαι σε ορισμένες σελίδες της να παγώνω με την ανηλεή της στάση απέναντι στην πολύπαθη Έρικα Κόχουτ – ήταν λες και, ξέχωρα απ’ το μίσος που διαπότιζε την ψυχή της Έρικα (απόρροια μιας ασύλληπτα τραυματικής ανατροφής και μιας ζωής γεμάτης στερήσεις), και η ίδια η Γέλινεκ μισούσε τη δύσμοιρη πιανίστρια που είχε δημιουργήσει κι εγκαταλείψει σ’ ένα σύμπαν χωρίς οίκτο. Σε μικρότερο βαθμό, και σαφώς με διάθεση πιο παιγνιώδη χάρη στο διαβολικό του χιούμορ, το ίδιο αισθανόμουν πάντα διαβάζοντας τον ανυπέρβλητο Φίλιπ Ροθ: ότι ακόμα κι απέναντι στον Νέιθαν Ζούκερμαν, το πιστότερο alter ego του που τον ακολουθεί εδώ και δεκαετίες διατρέχοντας το έργο του, ο Ροθ στεκόταν με διάθεση κριτική κι αναλυτική, προσφέροντας στο αδύναμο, νευρωτικό, ταλαίπωρο δημιούργημά του μερικές μονάχα αναλαμπές ευτυχίας και σταγόνες συμπάθειας που απορρέει από την ταύτιση – σε αντίθεση με την αγάπη, που σου ανοίγει την καρδιά ακόμα και σε ανθρώπους και καταστάσεις ολότελα ξένες κι ασύμβατες με ό,τι σε συνθέτει.
Κι όσο κι αν ο πλούτος της λογοτεχνίας έγκειται στην ποικιλομορφία των κόσμων που σου γνωρίζει, όσο περνούν τα χρόνια και γίνομαι πιο ευπαθής κι ευάλωτος στις συγκινήσεις, νιώθω να κλίνω προς την πλευρά των αγαπησιάρηδων συγγραφέων, όπως η Μάργκαρετ Άτγουντ, ο Νικ Χόρνμπι, ο Τζέφρι Ευγενίδης, ο Τζόναθαν Φράνζεν (κι ας τον θεωρούν πολλοί ψυχρό – εγώ πιστεύω ότι έχει καρδιά βούτυρο) ο Ντέιβιντ Μίτσελ, η Άλι Σμιθ κι ο Coupland, ο καινούργιος μου σεβντάς – είτε, για να έρθουμε στα καθ’ ημάς, συγγραφείς όπως ο Τσιφόρος, ο Ταχτσής, ο Μάτεσις και η Μαρία Ιορδανίδου, μάγισσα και συνοδοιπόρος των παιδικών μου χρόνων. (Όσο για τους σύγχρονους επιγόνους των προαναφερθέντων, δεν έχουν μετρημό – αρκεί να ξεφυλλίσεις δέκα σελίδες του Χωμενίδη, του Ξανθούλη, της Σοφίας Νικολαΐδου και της Ιωάννας Μπουραζοπούλου, και θα το νιώσεις μονομιάς).
Διότι για μένα αυτό είναι το σημαντικό και το μεγαλειώδες πέρα απ’ την αναγνωστική απόλαυση: το ότι η αγάπη του συγγραφέα για τους ήρωές του τους μεταμορφώνει σε πλάσματα με σάρκα και οστά που κατοικούν στον κόσμο της ψυχής μας, μεταφέροντας την αγάπη αυτή ακέραια – έτσι που η Λωξάντρα, η Νίνα και η Ραραού γίνονται δικοί μας άνθρωποι, μανάδες κι αδελφές και φιλενάδες αγέραστες.
Στάλα χρυσή, απ’ την ψυχή ως την ψυχή. Ή απ’ το χαρτί ως το χαρτί. Όπου και να την επενδύσεις, σ’ ένα γατί, σ’ ένα παιδί ή σε μιαν ιστορία, η αγάπη όχι μόνο δεν χάνεται, αλλά αυγατίζει, μεταδίδεται, γεμίζει τον κόσμο.