Το 71ο φεστιβάλ των Καννών έκανε το μεγάλο φινάλε –τίμησε με Χρυσό Φοίνικα τον ιάπωνα σκηνοθέτη Χιροκάζου Κόρε-Έντα για το «Shoplifters», ενώ ο Σπάικ Λι πήρε το βραβείο της Επιτροπής για το «BlacKkKlansman».
Ποιες όμως από τις βραβευμένες ταινίες του Φεστιβάλ των Καννών αξίζει πραγματικά να θυμόμαστε; Σίγουρα την «Ντόλτσε Βίτα» του Φελίνι, το «Pulp Fiction» του Ταραντίνο, τις «Ομπρέλες του Χερβούργου» του Ντεμί, το «Αμούρ» του Χάνεκε, το «Πιάνο» της Κάμπιον, τον «Ταξιτζή» του Σκορσέζε. Αλλά και το «Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα» του Αγγελόπουλου και τον «Αγνοούμενο» του Γαβρά.
La Dolce Vita, 1960
Αν μία χρονιά στις Κάννες μπορεί να θεωρηθεί ιστορική, αν όχι σημαδιακή, ήταν η χρονιά που «οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος» στον ιταλικό νεορεαλισμό – όπως το είχε θέσει η Ενρίκα Αντονιόνι – βρέθηκαν συνυποψήφιες για πρώτη φορά στην ίδια διοργάνωση. Και κυρίως οι φίλοι, κατά τα άλλα, δημιουργοί τους. Για να μην βάλουμε και λίγο αλατοπίπερο, θυμίζοντας το ελληνικό glenti στις Κάννες, με τον Ζαμπέτα και την Μελίνα, που άφησε εποχή και χιλιάδες σπασμένα ποτήρια.
Στις 15 Μαΐου του 1960 που προβλήθηκε στις Κάννες η ταινία του μεγάλου Μικελάντζελο Αντονιόνι (του «Blow Up»), «Η περιπέτεια», οι αντιδράσεις του κοινού ήταν απρόσμενες. Η πρωταγωνίστρια Μόνικα Βίτι χρειάστηκε να φυγαδευθεί κουκουλωμένη και άγριες φωνές «Cut!» εκτοξεύονταν κατά ριπάς προς την οθόνη. Άλλο αν εκτιμήθηκε με τα χρόνια ο Αντονιόνι. Τότε, εκεί, ήταν κάτι σαν ανεπιθύμητος. Και ο Χρυσός Φοίνικας πήγε στον φίλο και – με την καλή έννοια – «αντίπαλό» του, που κατά τον Μικελάντζελο εστίαζε περισσότερο στην κοινωνική ζωή των ηρώων του, την εξωτερική, αν θέλετε, παρά στην εσωτερική όπως εκείνος. Και τι κοινωνική ζωή! «Γλυκιά». «Dolce Vita».
Από τη μια, η ντίβα (το «ψυχρό ηφαίστειο» Αντίτα Έκμπεργκ), να βουτάει στα νερά της Φοντάνα Ντι Τρέβι με την έξωμη τουαλέτα της. Μια εικόνα που έκανε το γύρο του κόσμου και έμεινε ανεξίτηλη σε εκατομμύρια μνήμες. Από την άλλη ο ωραίος Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, ως άλτερ έγκο του Φεντερίκο Φελίνι, στον ρόλο ενός ρεπόρτερ σκανδαλοθηρικού εντύπου. Και με τον Φελίνι να εισάγει για πρώτη φορά την έννοια και τον όρο «παπαράτσο», που σήμερα φέρεται να ταλαιπωρεί πολλούς σταρ. Εντυπωσιακό: νίκησε ο Φελίνι από το μάλλον… ποδοσφαιρικής λογικής διπλό «Φελίνι ή Αντονιόνι», γράφτηκε στην κινηματογραφική ιστορία η «Dolce Vita» του και απέξω – τουλάχιστον από τον Χρυσό Φοίνικα – έμεινε ένας Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Και μάλιστα με την «Πηγή των Παρθένων», που είχε δύο υποψηφιότητες και κατέκτησε την ίδια χρονιά το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Οι ομπρέλες του Χερβούργου, 1964
Το Χόλιγουντ και οι Κάννες συνήθως εστιάζουν προς διαφορετική κινηματογραφική κατεύθυνση στα βραβεία τους. Μία από τις ελάχιστες φορές που συνέπεσαν και στην κατεύθυνση και στο στυλ, ουσιαστικά πρωτοεμφανιζόμενο τότε και βασισμένο στην όπερα, ήταν η χρονιά που στις Κάννες βραβεύτηκε μία ταινία μόνον με τραγουδιστούς διαλόγους, όπως το ήθελε ο δημιουργός της Ζακ Ντεμί. Μία ταινία που κοίταξε πίσω στο Χόλιγουντ του 1961, με το θρυλικό «Γουέστ Σάιντ Στόρι» σε μουσική Λίοναρντ Μπερνστάιν και υπήρξε κάτι σαν προάγγελος του στυλ που στις ημέρες μας επιχείρησαν να ενσωματώσουν ταινίες όπως το «La La Land». Την ίδια χρονιά το Χόλιγουντ βράβευε μία αντίστοιχη – όχι πλήρως τραγουδιστή στους διαλόγους – ταινία: το «Ωραία μου κυρία» του Τζορτζ Κιούκορ, με τον εντυπωσιακό συγχρονισμό χειλιών της Όντρεϊ Χέπμπορν με τη φωνή της μόνιμης ντουμπλίρ της, Μάρνι Νίξον. Και την επόμενη χρονιά την «Μελωδία της Ευτυχίας». Ήταν σαν να ακολουθούν και οι δύο πλευρές μια μόδα ή μια μουσική αναζήτηση, σαν στοχασμό πάνω στον κινηματογράφο.
Δεν είναι τυχαίο ότι, αν κάτι έχει μείνει από εκείνη την πικρή ερωτική ιστορία της Ζενεβιέβ (η 21χρονη τότε Κατρίν Ντενέβ), της πωλήτριας ομπρελών στο μαγευτικό Χερβούργο, ήταν η μουσική υπόκρουση του Μισέλ Λεγκράν, που κέρδισε και δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ και έγινε περιζήτητος. Η πανέμορφη Ντενέβ και ο παρτενέρ της Νίνο Καστελνουόβο, στον ρόλο του μηχανικού που την αφήνει για να κάνει τη θητεία του και, επιστρέφοντας, την βρίσκει παντρεμένη, έμειναν σε δεύτερη μοίρα.
Ο Ντεμί είχε πάει την ταινία του στον κραταιό παραγωγό (σύζυγο της Σοφία Λόρεν) Κάρλο Πόντι. Η αντίδρασή του; «Μ’ αρέσει η ιστορία. Όμως γύρισέ την σε ασπρόμαυρο γιατί το έγχρωμο είναι ακριβό, άλλαξε τον τίτλο που δεν λέει τίποτα και βάλε κανονικούς διαλόγους, όχι τραγούδια». Δεν τον άκουσε και κατέληξε με το Grand Prix International του Φεστιβάλ των Κανών, όπως ονομάστηκε τότε ο Χρυσός Φοίνικας και για μία δεκαετία. Αφήνοντας απέξω το «Τρυφερό δέρμα» του τρομερού παιδιού της γαλλικής Νουβέλ Βαγκ, Φρανσουά Τριφό και τη «Γυναίκα στους αμμόλοφους» του Χιρόσι Τεσιγκαχάρα, που πήρε το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής και έγινε ο πρώτος ιάπωνας δημιουργός υποψήφιος για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Ο ταξιτζής, 1976
Αυτό που κέρδισε εκείνον το Μάιο του 1976 ο νεαρός τότε Μάρτιν Σκορσέζε έμελλε να το επαναλάβει 44 ολόκληρα χρόνια μετά. Η υποψηφιότητα του σκληρού και πρωτότυπου «νέο-νουάρ» τότε «Ταξιτζή» του, επαναλήφθηκε από το γαλλικό φεστιβάλ με τους «Κακόφημους δρόμους» του. Φανταστείτε, ακόμη και για την ταραγμένη δεκαετία του ’70, δεν ήταν λίγο να έχεις για ήρωα έναν ψυχοπαθή ταξιτζή, τραυματισμένο βετεράνο του πολέμου στο Βιετνάμ, τον Τράβις Μπικλ (Ρόμπερτ Ντε Νίρο) να σχεδιάζει την δολοφονία του υποψήφιου προέδρου των ΗΠΑ και να σκοτώνει για να σώσει μία ανήλικη πόρνη (Τζόντι Φόστερ) από τον προαγωγό της.
Και όμως ο Χρυσός Φοίνικας κατέληξε στα χέρια του Σκορσέζε, παρότι κατακεραύνωσε τον «Ταξιτζή» του από βήματος ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, αμερικανός θεατρικός συγγραφέας Τενεσί Ουίλιαμς: «Το να βλέπεις τόση βία στην οθόνη είναι ωμή επίθεση στον θεατή. Ο κινηματογράφος δεν θα έπρεπε να χαίρεται με την αιματοχυσία και την σκληρότητα που μόνον σε ρωμαϊκή αρένα ταιριάζουν. Ελπίζω ότι στο μέλλον ο κινηματογράφος θα εστιάζει με λιγότερη εμμονή στην προσβλητική αξία της σκληρότητας, δίχως να θυσιάζει κάτι από τον ρεαλισμό του».
Η κριτική επιτροπή, για το λεγόμενο «Οικουμενικό Βραβείο» των Καννών, δεν κατέληξε σε βραβείο την ίδια χρονιά, δηλώνοντας: «Οι συμμετοχές ταινιών είναι σκοτεινές και απέλπιδες και κάποιες αντανακλούν σπάνια επίπεδα βιαιότητας. Φοβόμαστε ότι η βία θα απαντηθεί με βία και αντί να την αποκηρύσσουν αυτές οι βίαιες σκηνές, οδηγούν στην κλιμάκωσή της».
Την προηγούμενη ημέρα είχε αποχωρήσει ολόκληρη η αντιπροσωπεία του Ισραηλινού Κέντρου Κινηματογράφου, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την προβολή της «αντισημητικής», όπως κατήγγειλαν, γερμανο-ελβετικής παραγωγής του ελβετού σκηνοθέτη Ντάνιελ Σμιντ «Schatten der Engel» (Σκιά των Αγγέλων), με πρωταγωνιστή και συν-σεναριογράφο τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, η οποία κατά τη γνώμη τους «αποτελεί προσβολή για τον ισραηλινό λαό».
Μαθήματα Πιάνου, 1992
Αίφνης, οι Κάννες των αρχών του ’90 άρχισαν να μιλάνε για φεμινισμό. Ναι, για φεμινισμό. Τα «Μαθήματα πιάνου» και η στάση της πρωταγωνίστριας Χόλι Χάντερ σε άλλες εποχές, όπου και το σκηνικό της ταινίας, απέναντι στον Άνδρα (Χάρβεϊ Καϊτέλ) το προκάλεσε. Και η διακήρυξη της ευαισθησίας του ιδιότυπου, τόσο προσωπικού, φεμινισμού της αυστραλής σκηνοθέτη Τζέιν Κάμπιον έριξε λάδι στη φωτιά της συζήτησης. Μέχρι που η ίδια η Κάμπιον θέλησε να βάλει τέλος: «Δεν θέλω να ανήκω σε καμία ταμπέλα, σε καμία ομάδα που θα δέχεται ως μέλη ανθρώπους σαν εμένα – κι ας ταυτίζομαι με τις αρχές και τον στόχο του φεμινισμού», είπε σιβυλλικά. Και έγραψε ιστορία. Καθώς, λίγο αργότερα, ήταν και η πρώτη γυναίκα που κέρδισε Όσκαρ σκηνοθεσίας και μόλις η δεύτερη που ήταν υποψήφια μέχρι τότε.
Η μικρούλα τότε Άνα Πάκιν (που τελικά δεν κέρδισε, με διαφορά ενός χρόνου, τον τίτλο της μικρότερης σε ηλικία νικήτριας των Όσκαρ, καθώς η Τατούμ Ο’Νιλ κράτησε το ρεκόρ) ήταν ένα ακόμη πρόσωπο, που λόγω της στάσης και της «εκπαίδευσής» της από την Χόλι Χάντερ στην ταινία, πρόσθεσε μία ακόμη πτυχή στην συζήτηση. Πώς εκπαιδεύεται, αλήθεια, μια Γυναίκα, από μικρή; Και η συζήτηση συνεχίζεται…
Pulp Fiction, 1994
Στην προβολή του Grand Théâtre Lumière των Καννών ήταν που όλοι κατάλαβαν ότι το «Pulp Fiction» του Κουέντιν Ταραντίνο δεν είναι απλώς μία ταινία ενός φέρελπι δημιουργού.
Ηταν κάτι παραπάνω, είπαν και οι κριτικοί. Μια «καινούργια χειρονομία» στο σινεμά. Ένα φιλμ που άνοιξε δρόμους στο cult και στο pulp, που μέχρι τότε απέδιδαν μόνον στα βιβλία. Και να σκεφτείτε πως είχε απέναντί του τον μαιτρ Νικίτα Μιχάλκοφ με τον αριστουργηματικό «Ψεύτη ήλιο», τον Νάνι Μορέτι με το «Αγαπημένο μου ημερολόγιο» και την Τριλογία των Χρωμάτων του Κριστόφ Κισλόφσκι.
Ταινίες που έχουν εγγραφεί στο κινηματογραφικό DNA της υφηλίου. Όλοι φαβορί. Εκτός από τον Ταραντίνο, απέναντι στην κριτική επιτροπή των Καννών, με πρόεδρο τον Κλιντ Ίστγουντ και μέλη την Κατρίν Ντενέβ, τον Αργεντινό συνθέτη του ιστορικού θέματος των «Επικίνδυνων Αποστολών» Λάλο Σίφριν και τον Καζούο Ισιγκούρο.
Το Σάββατο, πριν από την τελετή βράβευσης, ο παραγωγός Χάρβεϊ Γουαινστάιν (πολύ πριν από τις καταγγελίες περί σεξουαλικών παρενοχλήσεων…) έλαβε ένα επείγον τηλεφώνημα, που λίγο ως πολύ έλεγε: «Γυρίστε πίσω!» Κατάλαβε αμέσως το γιατί. Και συνεννοήθηκε με τα στούντιο να τους διαθέσουν – στον ίδιο και στους Τζον Τραβόλτα, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Σάμιουελ Τζάκσον – το ιδιωτικό τζετ Gulfstream V για να φτάσουν το ταχύτερο στο αεροδρόμιο Mandelieu των Καννών (κάτι αντίστοιχο έγινε και με τον Βρετανό Κεν Λόουτς το 2006, με την βράβευση της ταινίας «Ο άνεμος χαϊδεύει το κριθάρι»). Και ήρθε η ώρα των ανακοινώσεων: Τίποτα για τον Κισλόφσκι. Grand Prix από κοινού για τον Ζανγκ Γιμού και τον Νικίτα Μιχάλκοφ. Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής για τον Πατρίς Σερό. Βραβείο Σκηνοθεσίας για τον Νάνι Μορέτι. Κι έπειτα, ακούστηκε στην αίθουσα η φωνή του Χάρβεϊ Γουαινστάιν προς τον Κουέντιν Ταραντίνο: «Πήρες τον γ…ο Χρυσό Φοίνικα!»
Amour, 2012
Αν η Τζέιν Κάμπιον με τα «Μαθήματα Πιάνου» έβαλε στο τραπέζι την – κινηματογραφική και όχι μόνον – συζήτηση περί φεμινισμού, ο Αυστριακός μαιτρ Μίχαελ Χάνεκε έθεσε το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων της τρίτης ηλικίας με το «Amour» του. Ο εβδομηντάχρονος δημιουργός είχε ήδη φύγει από τις Κάννες, τρία χρόνια πριν, με τον Χρυσό Φοίνικα για την εικαστική ασπρόμαυρη ταινία του «Η λευκή κορδέλα». Και μπήκε, με τον Χρυσό Φοίνικα που πήρε από τα χέρια του προέδρου της κριτικής επιτροπής Νάνι Μορέτι («Αγαπημένο μου ημερολόγιο») στα ρεκόρ της διπλής βράβευσης με την ύψιστη διάκριση των Καννών – μαζί με τον Εμίρ Κουστουρίτσα και του αδελφούς Νταρντέν της «Ροζέτας». Αφήνοντας πίσω του ανεξίτηλες τις εικόνες του ηλικιωμένου ζευγαριού που παλεύει για την Ζωή: Ζαν Λουί Τριντινινιάν και Εμανουέλ Ριβά (του θρυλικού «Χιροσίμα, αγάπη μου»). Και μια συγκινητική ομολογία: «Είναι σκληρό πράγμα το γήρας. Το πάλεψα κι εγώ ο ίδιος». Με πέντε υποψηφιότητες για Όσκαρ, λίγο αργότερα, πήρε στα χέρια του και το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας (που είχε χάσει για την «Λευκή κορδέλα»).
Ελληνικές στιγμές: Από την Μελίνα στον Αγγελόπουλο
Η Μελίνα Μερκούρη, κέρδισε το βραβείο ερμηνείας των Καννών, στις 20 Μαΐου του 1960, για το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζιλ Ντασέν, όμως της απονεμήθηκε εξ ημισείας με την Ζαν Μορό και στην ταινία «Moderato Cantabile». Πρώτη φορά υποψήφια στις Κάννες ήταν η Μελίνα το 1954, για την ερμηνεία της στη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Έχασε τελικά το βραβείο, αλλά εκεί, στις Κάννες κέρδισε την καρδιά του Ζιλ Ντασέν.
Ο Μιχάλης Κακογιάννης, βέβαια, πήγε στις Κάννες αρκετές φορές. Όχι μόνον με το «Κυριακάτικο ξύπνημα» το 1954 και μετά με τη «Στέλλα» αλλά και για «Το Κορίτσι με τα μαύρα» και «Το τελευταίο ψέμα». Μέχρι που το 1962 κέρδισε τα βραβεία καλύτερης κινηματογραφικής μεταφοράς και ηχητικής επένδυσης για την «Ηλέκτρα», με την Ειρήνη Παπά.
Στην ίδια θέση, της υποψηφιότητας, βρέθηκε το 1962 και η Τζένη Καρέζη για τα «Κόκκινα φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη (που έχασαν κατά μία εκδοχή για ελάχιστους ψήφους και το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας από το «8 ½» του Φελίνι).
Το 1960 ο Φιλοποίμην Φίνος λέγεται ότι δεν άφησε την Αλίκη Βουγιουκλάκη να πάει στις Κάννες για την υποψήφια «Μανταλένα» της. Όμως πήγε τελικά το 1965 για τις «Διπλοπενιές» και γνωρίστηκε με τον Αλμπέρτο Σόρντι και τον γόη Ομάρ Σαρίφ.
Το 1967 βρέθηκε στο Φεστιβάλ και η Ζωή Λάσκαρη για τις «Θαλασσιές χάντρες».
Ο Κώστας Γαβράς κατάφερε νταμπλ το 1982 με τον «Αγνοούμενό» του: και Χρυσό Φοίνικα και βραβείο ερμηνείας για τον Τζακ Λέμον.
Δεν ήταν κρυφό πόσο ήθελε τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών ο αξέχαστος Θόδωρος Αγγελόπουλος. Όπως κρυφό δεν είναι ότι ξέσπασε όταν, το 1984, με το «Ταξίδι στα Κύθηρα», του έδωσαν μόνον το Βραβείο σεναρίου (παρότι φαβορί για τον Φοίνικα) και με το «Βλέμμα του Οδυσσέα» (ξανά φαβορί) το Μεγάλο Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής, το 1995. Οι Κάννες διόρθωσαν τελικά το… λάθος τους, απονέμοντάς του τον Χρυσό Φοίνικα, τρία χρόνια αργότερα, για το «Μια αιωνιότητα και μια μέρα».
Βέβαια, το Φεστιβάλ τον είχε ανακαλύψει από τις «Μέρες του ’36», το 1972, που συμμετείχαν στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών, όπου προβλήθηκε και ο «Θίασός» του, το 1975. Πρώτοι οι «Κυνηγοί» συμμετείχαν στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών το 1977, αλλάζοντας αίφνης το κλίμα υπέρ του σκηνοθέτη στην ημεδαπή και κάνοντας «εθνικά υπερήφανους» και όσους τον είχαν στο μάτι.
Για παράλληλα τμήματα του Φεστιβάλ και κυρίως για το τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» κλήθηκαν οι ταινίες των Γιώργου Λάνθιμου – που βραβεύτηκε εκεί για τον «Κυνόδοντα» – όπως και η «Xenia» του Πάνου Κούτρα, το 2014. Την επόμενη χρονιά ο Κούτρας κλήθηκε ως μέλος της κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ, ο Κώστας Γαβράς βραβεύτηκε στο «Cannes Classics» και ο Γιώργος Λάνθιμος απέσπασε το Ειδικό βραβείο της επιτροπής του 68ου Φεστιβάλ για τον «Αστακό» του. Και, δύο χρόνια μετά, μαζί με τον μόνιμο συνεργάτη του Ευθύμη Φιλίππου, το – μεγάλο – Βραβείο Σεναρίου στο 70ό Διεθνές Φεστιβάλ των Καννών.