Ελαφρό μουσικό είδος, χωρίς καθωσπρεπισμό και με ήθος ανέμελο. Με αυτά τα χαρακτηριστικά γεννήθηκε η θεατρική επιθεώρηση στην Ελλάδα, για να δρέψει δάφνες στα 120 χρόνια τής μέχρι τώρα ζωής της. Η φαντασμαγορική ιστορία της συγκεντρώθηκε σε ένα πολυτελές λεύκωμα, με πρωτοβουλία της Τράπεζας Πειραιώς, από τις εκδόσεις Polaris. «Η εφήμερη γοητεία της Επιθεώρησης» καλύπτει μια μεγάλη χρονική περίοδο που ξεκινά από το γενέθλιο 1894 (με αφετηρία την παράσταση «Λίγο απ’ όλα» του Μίκιου Λάμπρου) και τερματίζει στο σύγχρονο θεατρικό γίγνεσθαι.
Συγγραφέας του βιβλίου είναι η Κωστάντζα Γεωργακάκη, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ τον σχολιασμό της (πλούσιας και εν πολλοίς αδημοσίευτης) εικονογράφησης ανέλαβε ο σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας, Γιώργος Χατζηδάκης. Στις 400 σελίδες του λευκώματος παρελαύνουν οι συντελεστές, οι εποχές και τα έργα που συνθέτουν το σύμπαν της θεατρικής επιθεώρησης. Χωρισμένο σε 5 μεγάλες χρονικές περιόδους, το βιβλίο εκτείνεται από την παραδοσιακή επιθεώρηση μέχρι τους νεωτεριστικούς επιγόνους, εξετάζοντας τη δομή αυτού του ξεχωριστού θεατρικού είδους, τα θέματα, καθώς και τους επιθεωρησιακούς τύπους (ο μάγκας, ο μεθύστακας κ.ό.κ.).
Το βαριετέ και η επιθεώρηση στα συνοικιακά θέατρα αποτελούν ξεχωριστά κεφάλαια, το ίδιο όπως οι πατριωτικές, πολεμικές επιθεωρήσεις (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μικρασιατική Εκστρατεία, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος), αλλά και η επιθεώρηση στο βουνό με τους θιάσους της ΕΠΟΝ. Τα οξυμένα πολιτικά πάθη που ξεσπούσαν στις θεατρικές αίθουσες μεταξύ των θεατών (με αφορμή κάποια σατιρικά σκετς και συχνό στόχο τους ηθοποιούς που βρίσκονταν επί σκηνής), καταγράφονται στο κεφάλαιο των επεισοδιακών παραστάσεων, ενώ η κάθε περίοδος ολοκληρώνεται με χαρακτηριστικά δείγματα επιθεωρησιακής γραφής.
Ερμηνεύοντας την εφήμερη γοητεία αυτής της τέχνης και μιλώντας για τους συντελεστές της, ο Μιχάλης Ρέππας γράφει ως επίλογο στο βιβλίο: «Οι άνθρωποι της επιθεώρησης ξέρουν από την πρώτη κιόλας στιγμή πως ό,τι κι αν καταφέρουν να φτιάξουν, στην καλύτερη περίπτωση, θα ζήσει λίγους μήνες. Ήταν και είναι οι παρίες της τέχνης, που σκαλίζουν τα αραβουργήματά τους στο ευτελές και θνησιγενές υλικό της επικαιρότητας, που όταν παρέλθει, συμπαρασύρει στη λήθη και τα έργα τους. Εκεί οφείλει τη μελαγχολική της χάρη και η Επιθεώρηση. Περιέχει τον ίδιο της το θάνατο, τη στιγμή που σκάει ο πιο ζωογόνος χυμός της με ένα τρανταχτό γέλιο».