Protagon A περίοδος

Ένας πόλεμος, ένας βιασμός, μια πειρατεία

Σε διάστημα 24 ωρών, τρεις διαφορετικές ταινίες. Η μαγεία του Φεστιβάλ. Να ταξιδεύεις δίχως προορισμό, καθισμένος σε μια καρέκλα...

Γιάννης Παπαδημητρίου

Μπορούν τέσσερα παιδιά να διασχίσουν με τα πόδια το Μέλανα Δρυμό και να φτάσουν ζωντανά στο Αμβούργο; Μπορεί να ξεπεράσει ένας άντρας το βιασμό της εγκυμονούσας γυναίκας του από το αφεντικό της; Μπορεί ένας μάγειρας εμπορικού πλοίου να συνεχίσει φυσιολογικά τη ζωή του, μετά από τέσσερις μήνες ομηρείας στα χέρια Σομαλών πειρατών; Η απάντηση είναι ναι, ναι σε όλα. Ναι στο φόβο που γεννάει η ανάγκη για επιβίωση. Ναι, στη συζυγική πίστη. Ναι, στην απελευθέρωση του σκοταδιού που κρύβουμε μέσα μας. Ναι, σε ο,τιδήποτε αναδεικνύει την αξία της ανθρώπινης ζωής. Άλλωστε, ανθρώπινο είναι ό,τι προέρχεται από τον άνθρωπο.

Σε διάστημα 24 ωρών, τρεις διαφορετικές ταινίες. Η μαγεία του Φεστιβάλ. Να ταξιδεύεις δίχως προορισμό, καθισμένος σε μια καρέκλα. Σαν να τρέχει το μυαλό σου σε διάδρομο γυμναστήριου. Ιδρώνει, μένοντας σταθερό στο ίδιο σημείο. Τρεις ιστορίες,  βγαλμένες μέσα από την τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας. Συνηθισμένες, στα όρια του πραγματικού. Τόσο όσο χρειάζεται για να σε αγγίξουν, για να σε ανησυχήσουν. Κι αν στη στρωμένη σου ζωή, συμβεί μια στραβή; Θα τα καταφέρεις; Το συμβάν λοιπόν, αυτό που σου έρχεται κατακούτελα, χωρίς να το περιμένεις, χωρίς να είσαι προετοιμασμένος. Ένας πόλεμος, ένας βιασμός, μια πειρατεία. Μία αίθουσα. «Φρίντα Λιάππα», δεξιά, στο τέλος της προβλήτας του λιμανιού, στην αποθήκη Δ. Εκεί που η θαλασσινή αύρα σου ξεπλένει το πρόσωπο από τις συμβάσεις και νιώθεις ζωντανός. Πιο ζωντανός, πιο δυνατός, πιο αποφασισμένος.

Μια γενναία απόφαση, κόντρα στο συμβάν που διέλυσε τον κόσμο σου. Αυτή θα σε σώσει, αρκεί να τη στηρίξεις μέχρι τέλους. Πίστη στον εαυτό σου, πίστη στο σύντροφό σου. Στα ιδανικά που έχεις πλάσει, με δικό σου χώμα. Μόνος σου τα έφτιαξες, όταν ονειρευόσουν πως θα κατακτήσεις τη γη. Τότε, που η νιότη μεθούσε τις πράξεις σου και δε λογάριαζες τίποτα. Τότε, που είχες για ψωμοτύρι τα μεγαλεπήβολα σχέδια κι από τα ψίχουλά τους τάιζες αισιοδοξία τους γύρω σου. Επιστροφή το ζητούμενο. Να επιστρέψεις στο σπίτι σου. Όπου κι αν είναι αυτό. Όση απόστασή κι αν χρειαστεί να διανύσεις. Τα χιλιόμετρα θα’ ναι πάντα πολλά, αν μετράς απουσίες. Αν σου λείπουν οι αγαπημένοι σου.

Η Λόρε, είδε τον πατέρα της, αξιωματικό των Ες Ες, να τη φυγαδεύει μαζί με τη μητέρα και τα τέσσερα αδέλφια της στην εξοχή, να γλιτώσουν από τους αμερικάνους. Η Γερμανία στα χέρια των συμμάχων. Στην πορεία, φυλακίστηκε και η μαμά της. Χρειάστηκε να ζητιανέψει, να αγαπήσει ό,τι είχε μάθει να μισεί –έναν εβραίο νεαρό-, να συνεργήσει σε ένα φόνο. Ο άγραφος κανόνας της ζωής. Σκοτώνεις κάποιον, χάνεις ένα δικό σου. Στη σκακιέρα, οι στρατιώτες φέρνουν τη νίκη. Ένα από τα δίδυμα αδελφάκια της σκοτώθηκε, την ώρα που προσπαθούσαν να περάσουν τα σύνορα. «Τα παιδιά του πολέμου», μια ταινία της Κέιτ Σόρτλαντ, ένας μικρός ύμνος στη θέληση του ανθρώπου για ζωή. Μια απόδειξη ότι η λέξη «πίεση» είναι παρεξηγημένη στις μέρες μας, βιασμένη από την ευκολία που επικαλούμαστε τη κάθε δυσκολία.

Η Μαρία, στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης της, βιάζεται από το αφεντικό της. Ο άντρας της, ο Τόμεκ, μετά τη γέννηση του παιδιού της, μαθαίνει τι έχει συμβεί. Οργίζεται, τον τρελαίνει ο θυμός. Αμφισβητεί το βιασμό, κατηγορεί τη γυναίκα του. Δεν χωράει το μυαλό του τι έχει συμβεί, μετακομίζει στο γραφείο του, τα ρούχα του μυρίζουν καθαριστήριο. Η ναφθαλίνη συντηρεί τη στενοχώρια του. Θλίψη ανείπωτη. Κι όμως. Επιστρέφει σπίτι. Πεθαίνει από καρκίνο η μαμά του. Βρίσκει το θάρρος να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, τα συναισθήματά του. Πρόσφατα, ένας γιατρός μου είπε ότι οι αλλεργίες είναι επίκτητες. Ακριβώς σαν τα συναισθήματα. Αντιδράει ο οργανισμός στην εισβολή. Εισέβαλε στη ζωή του ζευγαριού, ένα καθίκι, ο δήμαρχος της πόλης, μπήκε ανάμεσα τους. Δεν τους χώρισε. Τους ένωσε ξανά. Η «Αγάπη», του Σλάβομιρ Φαμπίτσκι, θα σας κάνει εκείνη τη στιγμή να στείλετε ένα ξερό, μα τόσο χυμώδες, σ’ αγαπώ, στον άνθρωπο που αγαπάτε. Αν δεν τον έχετε στην αίθουσα μαζί σας. Το σ’ αγαπώ, πρέπει να λέγεται. Δυνατά, φωναχτά, απροετοίμαστα.

Όπως οι κραυγές του Δανού μάγειρα, που άκουγε τη γυναίκα του στην ανοιχτή ακρόαση κι ένιωθε στον αυχένα του την κάνη του Σομαλού πειρατή. Τέσσερις μήνες ομηρείας, φυλακισμένος σε ένα δωμάτιο. Άπλυτος, σχεδόν άφαγος, αγνώριστος στον εαυτό του. Επέστρεψε στην πατρίδα του. Στις αποσκευές του κουβαλούσε φρικτές εικόνες. Δε μπορούσε να αγκαλιάσει την κόρη του. Ο δυτικός πολιτισμός, τα γραφεία της ναυτιλιακής, του φαίνονταν ανούσια, νεκρά. Ο Τομπίας Λίντχολμ δεν περιγράφει απλώς «Μια πειρατεία». Μεταφέρει με πιστότητα στην οθόνη το φόβο της οριστικής απώλειας, το φόβο ότι θα χάσουμε για πάντα τους ανθρώπους που αγαπάμε. Μόνο και μόνο για αυτό το φόβο, αξίζει να αγωνίζεσαι μέχρι θανάτου. Ασχέτως συνθηκών. Η ζωή είναι ρευστή.