Παρότι η επιλογή των προσώπων της νέας κυβέρνησης επιδέχεται πολλές «αναγνώσεις» και άλλες τόσες ερμηνείες, υπάρχει σε αυτήν μια παράμετρος που υπερβαίνει τα όρια της πολιτικής ανοχής και της αισθητικής αντοχής μας. Από τη Δευτέρα το απόγευμα, όταν άκουσα την σύνθεση του νέου κυβερνητικού σχήματος, αποζητώ απεγνωσμένα μία πειστική εξήγηση για να δικαιολογήσω την παρουσία σε αυτό προσώπων όπως της Σοφίας Βούλτεψη, του Γεράσιμου Γιακουμάτου και κάποιων άλλων ακόμη, που σχεδόν συνειρμικά με εξωθούν να αναρωτιέμαι: «τελικά χρειάστηκε να περάσουμε τρία μνημόνια και τέσσερα χρόνια τρόικας για να καταλήξουμε να εκπροσωπείται η χώρα μας στην κυβέρνηση από έναν Γιακουμάτο ή μία Βούλτεψη;".
Με τα δύο προαναφερθέντα πρόσωπα δεν έχω προφανώς καμία προσωπική διαφορά. Εντούτοις, με χωρίζει άβυσσος στον τρόπο με τον οποίον όλο το προηγούμενο διάστημα έδειξαν με τη συμπεριφορά τους να αντιλαμβάνονται τον ρόλο και την παρουσία τους ως μαϊντανοί και κράχτες στα τηλεοπτικά πλατό, επιτείνοντας στη μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης την ήδη υφιστάμενη εικόνα διάβρωσης και απαξίωσης του πολιτικού μας συστήματος. Και μπορεί ελάχιστη ή καθόλου σημασία να μην έχει τι πιστεύω εγώ για τον Γιακουμάτο ή τη Βούλτεψη, έχει όμως πολύ μεγάλη αξία να κρατήσουμε στα υπ' όψη μας, κάτι που είναι δηλωτικό του συνολικότερου ήθους και του ύφους μιας κυβερνητικής εξουσίας, για τις κινήσεις της οποίας οι δύσκολες εποχές που ζούμε σήμερα δεν αποτελούν σίγουρα κανένα άλλοθι. Ο Σαμαράς επέλεξε -μεταξύ μερικών άλλων καλών, λιγότερο καλών ή εξίσου κακών επιλογών- πολιτικά πρόσωπα, τα οποία όλο το προηγούμενο διάστημα τρέχοντας από το ένα τηλεοπτικό πάνελ στο άλλο μετατράπηκαν σε καταναλωτικά προϊόντα, όπως ένα απορρυπαντικό πλυντηρίου πιάτων ή ρούχων, που μέσω των συστηματικών τηλεοπτικών τους επαναλήψεων στα διαφημιστικά σποτ εμπεδώνονται στο υποσυνείδητο του καταναλωτή. Στην προκειμένη περίπτωση αντί για απορρυπαντικά μιλάμε για πολιτικούς και αντιστοίχως στη θέση των καταναλωτών είναι οι ψηφοφόροι.
Η ανάδειξη τέτοιων προσώπων σε κυβερνητικά στελέχη από τον πρωθυπουργό επαληθεύει τελικά αυτό που συνέβαινε και προ εποχής Μνημονίων. Ότι δηλαδή τα κυβερνητικά πόστα δίνονται ως επιβράβευση σε όσους ως επί το πλείστον καταφέρνουν να εξασφαλίζουν στασίδι στα πρωινάδικα, σκυλοκαβγαδίζοντας, κραυγάζοντας ή εκτοξεύοντας διάφορες μπαρούφες για τις οποίες δεν λογοδοτούν πουθενά και σε κανέναν, αρκεί να ακούγεται το όνομά τους στην ελληνική μιντιακή «πανήγυρη», που από την μεριά της κάνει ό,τι μπορεί για να πριμοδοτεί αυτήν την αισθητική, η οποία έρχεται εν τέλει να μας επιβληθεί στον δημόσιο λόγο όχι μόνο δια της τηλεοπτικής αλλά και της επίσημης πολιτικής και θεσμικής οδού, όταν σε κάτι τέτοιους τύπους δίνεται η εξουσιοδότηση να διαχειριστούν τις ζωές μας. Όσο πιο πολύ τσιρίζουν, σε όσο περισσότερα τηλεοπτικά ξεκατινιάσματα πρωταγωνιστούν, όσο εντονότερες λαϊκίστικες εξάρσεις εκδηλώνουν, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να κυβερνήσουν μια μέρα όλους εμάς που έχουμε βαρεθεί να τους ακούμε. Και επειδή κάποιος μπορεί να πει ότι αυτούς εξέλεξε ο ελληνικός λαός, η απάντηση είναι ότι ο ελληνικός λαός επιλέγει τους εκπροσώπους του στη Βουλή και όχι τα πρόσωπα μιας κυβέρνησης που είναι προνόμιο του εκάστοτε πρωθυπουργού. Και σίγουρα δεν είναι όλο το έμψυχο υλικό της Βουλής σκάρτο, ούτε είναι όλοι φυσικά «απορρυπαντικά».
Είναι να απελπίζεται λοιπόν κανείς -και πρωτίστως η νέα γενιά- όταν μετά από όλα όσα έχουν μεσολαβήσει στη δύσμοιρη αυτή χώρα τα τελευταία τέσσερα χρόνια, και πάνω που αρχίζουμε να πιστεύουμε ότι η κρίση που ακόμα μέχρι σήμερα περνάμε, ίσως κατά βάθος να έχει ευεργετικές συνέπειες στο έλλειμμα αξιοκρατίας και υπεύθυνης διακυβέρνησης των τελευταίων δεκαετιών, βλέπουμε την πολιτική εξουσία να είναι τελικά η πρώτη που ακυρώνει με τις πράξεις και τις επιλογές της αυτό για το οποίο προσπαθεί να μας πείσει: ότι δηλαδή αφήσαμε δήθεν πίσω μας το χθες.