ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΗ
Από ειλικρινές ενδιαφέρον και αγάπη για τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, όταν έπεσε το μάτι μου στην είδηση ότι έπαθε έμφραγμα, παρασύρθηκα και έσπευσα να του ευχηθώ περαστικά κάτω από αυτό το κείμενο. Ήταν λάθος μου από παραδρομή και τον παρακαλώ να δεχθεί την συγγνώμη μου. Χαίρομαι διπλά που είναι γερός και του εύχομαι να συνεχίσει να προσφέρει στην ελληνική μουσική για να τον απολαμβάνουμε.
Δεν ξέρω αν ο Γιάννης Διώτης θα βγάλει την είδηση της ημέρας με την συμπληρωματική κατάθεσή του για τη λίστα Λαγκάρντ στους οικονομικούς εισαγγελείς. Έτσι όπως τα έμπλεξε με τα στικάκια, αναρωτιέμαι αν κατάλαβε και ο ίδιος τί έκανε. Κάποιοι διαδίδουν άλλωστε, ότι οι γνώσεις του στους υπολογιστές είναι τόσο περιορισμένες, που το desktop του φαινόταν σαν τηλεόραση με τεράστιο πληκτρολόγιο. Οπότε, το πιθανότερο είναι να μη γίνουμε πολύ σοφότεροι, ακόμη και μετά τη σημερινή επίσκεψή του στον Άρειο Πάγο.
Υπάρχει περίπτωση να επαναληφθεί η ιστορία, ως μία εξαιρετικά κακή φάρσα; Θα ήθελα πολύ να πω: ε, όχι! Αυτά δεν γίνονται!
Ας είμαστε, όμως, ειλικρινείς μεταξύ μας. Η φαρσοκωμωδία με τη λίστα, τους ληστές και τα στικάκια, είναι πολύ πιθανό να καταλήξει όπως ακριβώς ξεκίνησε. Το τραγούδησε και ο Μαρίνος πριν από χρόνια: Ό,τι φουσκώνει – ξεφουσκώνει…
Έτσι που ήρθαν τα πράγματα, λοιπόν, υπάρχει πράγματι ο κίνδυνος – όπως σωστά παρατήρησε ένας καλός μου φίλος με νομικές γνώσεις, το Σαββατόβραδο με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι – να μη βγει απολύτως τίποτα, εάν οι εξαδέλφες του Γιώργου Παπακωνσταντίνου αποδείξουν απλώς, ότι τα εισοδήματά τους δικαιολογούν το ύψος των καταθέσεών τους στο εξωτερικό. Κάτι που είναι πολύ πιθανό, δεδομένης της οικονομικής επιφάνειας της οικογένειάς τους. Τότε ο πρώην υπουργός θα δηλώσει υπερηφάνως ότι επεχείρησαν να τον ενοχοποιήσουν οι πολιτικοί του αντίπαλοι και τα «συμφέροντα», το φιλοθεάμον κοινό θα αισθανθεί ότι η υπόθεση χάνει το ενδιαφέρον της χωρίς τους πρωταγωνιστές της, τα κόμματα θα ανταλλάξουν ένα τελευταίο γύρο αλληλοκατηγοριών και θα «πάνε γι άλλα», ενώ η ουσία θα έχει πάει περίπατο.
Γιατί η ουσία σε αυτή την υπόθεση δεν είναι βέβαια οι εξαδέλφες Παπακωνσταντίνου. Είναι να αποκαλυφθεί σε όλο της το μεγαλείο η ανεπάρκεια του ελεγκτικού μηχανισμού του ελληνικού Δημοσίου, που παρουσιάζει συμπτώματα σήψης. Ας αφήσουμε για μια στιγμή στην άκρη τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Τελικά, αυτό που εξοργίζει πολύ περισσότερο από την εκνευριστική αδιαφορία, την ύποπτη αδράνεια και την ενδεχόμενη συγκάλυψη, είναι η βεβαιότητα πως όλα όσα μας οδήγησαν στη σημερινή παρακμή, όλα τα «κοινά μυστικά» και οι παθογένειες της ελληνικής πραγματικότητας, είναι ακόμη εκεί. Απείραχτα κι ανέγγιχτα.
Η σύγκριση με το ’89 είναι ασφαλώς αυθαίρετη. Ωστόσο, με ευκολία θα μπορούσα να πω ότι αυτά που ζούμε τώρα είναι ακόμη χειρότερα. Το πολιτικό σύστημα ήταν και παραμένει αναξιόπιστο, απαξιωμένο, αφερέγγυο και ύποπτο στα μάτια της κοινωνίας. Και μόνο το γεγονός ότι βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι στην ίδια κρίση 24 χρόνια αργότερα, σε κάνει να αναρωτιέσαι πως είναι δυνατό να μην διδαχθήκαμε τίποτα, παρά τα όσα ζήσαμε. Ακόμη και την ώρα που η χώρα κρέμεται από μία κλωστή, ακόμη και εν μέσω της βαθύτερης κρίσης των τελευταίων δεκαετιών, ακόμη και τώρα, που φτάσαμε στο σημείο να εγγράφονται στα κατάστιχα των ανέργων 1.000 Έλληνες την ημέρα, οι πολιτικοί ταγοί μας και οι ανώτατοι δικαστικοί ή άλλοι λειτουργοί, που είχαν αναλάβει να διοικήσουν τον φοροελεγκτικό μηχανισμό του κράτους σε μία στιγμή που η χώρα αντιμετωπίζει το φάσμα της χρεοκοπίας, πάλεψαν σκληρά για να μην πειράξουν απολύτως τίποτα, σε σχέση με όσα παρέλαβαν από τους προκατόχους τους. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι αν θα αποδειχθεί φάρσα η λίστα Λαγκάρντ. Το πρόβλημα είναι, ότι κινδυνεύουμε να συνηθίσουμε.