Στις παρακάτω σκέψεις με έσπρωξε αρχικά η απορία μου συζητώντας με κάποιους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο, στο ερώτημά μου για τις εξαγγελίες του Αλέξη Τσίπρα περί σκληρής στάσης στους δανειστές μας, ακόμη και σε μονόπλευρες ενέργειες “αν μας αναγκάσουν”, κατά την επίσημη διατύπωση, ακούω τη φράση: “Μα αυτά που λέει ο Τσίπρας δεν θα τα κάνει. Έτσι τα λέει, προεκλογικά”. Η άποψη αυτή συνοψίζεται συχνά στο δημόσιο διάλογο με την έκφραση“ ο Τσίπρας θα κάνει κωλοτούμπα”.
Δεν αδικώ αυτούς που το πιστεύουν, καθώς σε άλλη εποχή, και με άλλο κόμμα η “υπόθεση της κωλοτούμπας” θα ήταν φυσική, βάσει ενός συλλογισμού με μεγάλη στατιστική επιβεβαίωση στην κύρια παραδοχή του:
- Οι έλληνες αρχηγοί κομμάτων εξουσίας δεν εφαρμόζουν τις προεκλογικές τους υποσχέσεις.
- Ο Τσίπρας είναι Έλληνας αρχηγός κόμματος εξουσίας.
- Άρα, ο Τσίπρας δεν θα εφαρμόσει τις προεκλογικές του υποσχέσεις.
Συχνότερο παράδειγμα αυτού του φαινομένου είναι οι περιβόητες διακηρύξεις του Ανδρέα Παπανδρέου πριν τις εκλογές του 1981. Κι αυτές επικαλούνται τώρα, ως πρότυπο μετεκλογικής κωλοτούμπας, οι περισσότεροι πασοκογενείς ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ -δηλαδή η μεγάλη πλειοψηφία- όταν μιλούν για τον άνθρωπο που επιλέγουν να τους κυβερνήσει: «Πώς έλεγε ο Ανδρέας ότι θα διώξουμε τις βάσεις και δεν τις έδιωξε; Έ, έτσι θα κάνει και ο Αλέξης!» Και με αυτή τη βεβαιότητα πορεύονται ικανοποιημένοι προς στην κάλπη.
Εγώ, αντίθετα, πιστεύω ότι ο Αλέξης Τσίπρας λέει την αλήθεια, και δεν σκοπεύει να κάνει καμία ανδρεοπαπανδρεϊκή κωλοτούμπα. Δεν διαθέτω προφητικό χάρισμα, βέβαια, εξού και δεν διεκδικώ για την άποψή μου την απόλυτη αλήθεια. Φυσικά, μπορεί να κάνω λάθος στην ανάλυση που παρουσιάζω στη συνέχεια. Αλλά θεωρώ πιθανότερο να είναι σωστή.
Πριν προχωρήσω, όμως, να διευκρινίσω πως δεν αποδίδω στον Τσίπρα προορατικές ικανότητες – όπως δηλώνω ότι δεν τις έχω εγώ, έτσι και δε θεωρώ ότι τις έχει κανένας άλλος. Τα μέλλοντα τα γνωρίζουν οι θεοί, έλεγε ο ποιητής. Όχι οι άνθρωποι. Κι έτσι, για παράδειγμα, στη διατύπωση του Τσίπρα «θα διαπραγματευτούμε σκληρά με τους ευρωπαίους και θα επιβάλλουμε τους όρους μας», εγώ πιστεύω το πρώτο μισό («θα διαπραγματευθούμε σκληρά»), που βασίζεται στο τι θα κάνει ο ίδιος, αλλά όχι αναγκαστικά το δεύτερο («θα επιβάλλουμε τους όρους μας»), γιατί αυτό εξαρτάται και από τους άλλους. Οι δηλώσεις του για το τι θα γίνει στο μέλλον εκφράζουν απλώς ευσεβείς πόθους – κι ας μην το λέει. Οι δηλώσεις για τις προθέσεις του, όμως, πιστεύω ότι είναι ειλικρινείς.
Ο Αλέξης Τσίπρας είναι ένας νέος άνθρωπος, ιδιαίτερα φιλόδοξος και σίγουρα αποτελεσματικότατος επικοινωνιακά, όπως βεβαιώνεται από τη μεγάλη του απήχηση από την κρίση και μετά. Είναι εξ ίσου σίγουρα αριστερός.Το τελευταίο βέβαια ακούγεται τόσο πρωτότυπο όσο το να πω ότι ο Πάπας είναι καθολικός. Αλλά έχει κεντρική σημασία για να καταλάβουμε τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ.
Την ιδεολογία του δεν μας τη δείχνει μόνο το ιστορικό του -γιατί κι άλλοι ήταν αριστεροί και άλλαξαν- αλλά η τωρινή του εικόνα. Ο λόγος του είναι γεμάτος αριστερές ιστορικές αναφορές (π.χ. παραλληλισμοί του ΣΥΡΙΖΑ με τον ΕΑΜ), συμπάθειες (διάφορα επαναστατικά κινήματα, Κούβα, Τσάβες, κ.α.), αλλά και βλέψεις σε αριστερές μετεκλογικές συμμαχίες (πρόσκληση για συγκυβέρνηση σε ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, που συνενώνει τα πιο αριστερά κόμματα του Ευρωκοινοβουλίου, και όλα σχεδόν τα κομμουνιστικά, ο Τσίπρας την επεδίωξε με πάθος και επιμονή. Το ρόλο του προέδρου της τον ασκεί με πλήρη συνείδηση του ιδεολογικού του στίγματος, διεκδικώντας την ακραία θέση στο πολιτικό φάσμα. Έτσι, ας πούμε, χαρακτηρίζει ευρωπαίους σοσιαλιστές ηγέτες όπως ο Ρέντσι ή ο Σάντσες, «νεοφιλελεύθερους», όρο υβριστικό στο αριστερό λεξιλόγιο. (Σε αυτό μου θυμίζει λίγο την καταδίκη των σοσιαλιστών από τους κομμουνιστές, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ως «σοσιαλφασίστες»). Όταν ρωτιέται για το πώς «θα αλλάξει την Ευρώπη», όπως δηλώνει, στην απάντηση ο Τσίπρας περιλαμβάνει σταθερά τα ονόματα των δυο υψηλότερων δημοσκοπικά ευρωπαϊκών αριστερών κομμάτων, του ισπανικού Ποδέμος και του ιρλανδικού Σιν Φέιν. Αυτές του οι εξαγγγελίες περιέχουν έντονη ιδεολογική αλλοίωση: μπορεί το Ποδέμος και το Σιν Φέιν, όπως άλλωστε και ο ΣΥΡΙΖΑ, να έχουν αποκτήσει ρόλο πρωταγωνιστών της διεθνούς πολιτικής στο αριστερό φαντασιωσικό σύμπαν, αλλά στην πραγματικότητα είναι περιθωριακοί παίκτες στο μεγάλο ευρωπαϊκό σκηνικό.
Η προσωπικότητα, τα μεγάλα όνειρα και η σταθερή ιδεολογική θέση του Τσίπρα είναι ο πρώτος λόγος που με κάνει να πιστεύω ότι θα επιμείνει μετεκλογικά στις εξαγγελίες του: αν δεν τις τηρήσει, θα μεταμορφωθεί εν μια νυκτί, από μεγάλος ηγέτης της διεθνούς αριστεράς, σε έναν «είπα-ξείπα» Έλληνα πολιτικό. Η διεθνής του φήμη του επιστρέφει εδώ ως μπούμερανγκ: μια κωλοτούμπα θα κάνει τον Τσίπρα διεθνώς ρεζίλι.
Ο δεύτερος λόγος που πιστεύω ότι θα επιμείνει, είναι το κόμμα του. Αν και μεγαλωμένος πολιτικά στο ΚΚΕ, από το οποίο έρχονται και τα περισσότερα ανώτερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ο Τσίπρας ηγείται τώρα ενός κόμματος ιδιότυπου: ξεκάθαρα μαρξιστικό, αλλά χωρίς το λενινιστικό, κατ’ ευφημισμό λεγόμενο, «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό», δηλαδή την απόλυτη εσωκομματική δικτατορία. Ο ΣΥΡΙΖΑ περιέχει πολλές παραλλαγές αριστεροσύνης, αλλά και μια ισχυρότατη οργανωμένη μειοψηφία εσωτερικής αντιπολίτευσης, το Αριστερό Ρεύμα, που ελέγχει κοντά στο 40% της Κεντρικής Επιτροπής.
Ετούτη είναι, παρεμπιπτόντως, η πιο μεγάλη διαφορά του Τσίπρα με τον Ανδρέα Παπανδρέου: ο Ανδρέας, αν το ήθελε, μπορούσε ένα πρωί να απολύσει τα κορυφαία πενήντα στελέχη του και να βάλει στη θέση τους άλλα, χωρίς να πάθει το παραμικρό. Για τον Τσίπρα κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Βέβαια, έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να ισορροπεί τις εσωτερικές τάσεις, αλλά με κόστος: όπως βλέπουν όσοι παρακολουθούν από κοντά τα εσωτερικά του ΣΥΡΙΖΑ, οι «λαφαζανικοί» έχουν σαφώς αυξήσει την επιρροή τους τελευταία, πράγμα που φάνηκε μεταξύ άλλων στη συμπεριφορά στον Φώτη Κουβέλη και τους ΔΗΜΑΡίτες του. Η εξουσία βέβαια είναι μεγάλο συγκολλητικό – αλλά μόνο μέχρι να την πάρεις. Μετά, η εσωτερική μειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ασκήσει ασφυκτική πίεση στην πολιτική του αρχηγού, πράγμα που στα στελέχη της, σε συζητήσεις, δηλώνουν πως το σκοπεύουν.
Εδώ είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι οι βασικές διαφωνίες του Τσίπρα με το Αριστερό Ρεύμα δεν είναι ιδεολογικές. Κι ο Τσίπρας κι ο Λαφαζάνης, στην ίδια μυθολογία πιστεύουν. Οι τριβές τους είναι κυρίως σε θέματα τακτικής. Το Ρεύμα, αντιπροσωπεύοντας την άκαμπτη κομμουνιστική ορθοδοξία, επιμένει στα ξεκάθαρα λόγια και έργα. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είναι αντίθετα πιο τακτικιστής, πιο πονηρός θα έλεγα-όχι ως κατηγορία -στις μεθοδεύσεις τους. Ο Λαφαζάνης είναι ο Ηρακλής. Ο Τσίπρας είναι ο Οδυσσέας. Αλλά ο σκοπός και των δύο είναι ο ίδιος: να εφαρμόσουν ένα μεσσιανικό όραμα για την κοινωνία, στο οποίο το κόμμα τους θα έχει το ρόλο του σωτήρα. Η Ιστορία, σε ένα τέτοιο όραμα, γράφεται με κεφαλαίο γιώτα, και είναι μεταφυσική, ακατονόητη για όσους από εμάς δεν είμαστε πιστοί. Ο Τσίπρας επανειλημμένα θυμίζει στις ομιλίες του ότι η Ιστορία τους περιμένει. Το έχουν κανονίσει.
Αν ο Τσίπρας μπορούσε, όπως θέλει κατά βάθος κάθε ιδεολόγος, να προσαρμόσει την πραγματικότητα στις επιθυμίες του, θα εφάρμοζε χωρίς κανένα πρόβλημα μετεκλογικά την πολιτική του. Θα κρατούσε, όπως εξαγγέλει, σκληρή στάση απέναντι στους δανειστές μας, είτε κάμπτοντάς τους τελικά -όπως φαντάζεται ότι είναι πιθανό, υπερεκτιμώντας τις δυνάμεις του- είτε, αν αυτοί αντισταθούν, φεύγοντας από την Ευρωζώνη. Κάποιους μήνες νωρίτερα το είχε πει, άλλωστε: «Το Ευρώ δεν είναι φετίχ».
Όμως τα σχέδιά του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ τα περιπλέκει η οικονομική κατάστασταση της χώρας, και κυρίως οι διακηρύξεις των δανειστών ότι θεωρούν αυτονόητο πως η επόμενη ελληνική κυβέρνηση θα δεχθεί τις συμφωνίες των προηγούμενων, εφόσον θέλει να συνεχίσει να χρηματοδοτείται. Η στάση των δανειστών φέρνει τον Αλέξη Τσίπρα μπροστά σε ένα τραγικό δίλημμα. Και το λέω «τραγικό» όχι μόνο λόγω των πιθανών συνεπειών για τον τόπο, αλλά και σύμφωνα με την αρχαία έννοια του όρου.
Ως σύγχρονος τραγικός ήρωας ο Τσίπρας έχει πλάσει την κατάσταση που θα βρει την επομένη των εκλογών μπροστά του με τα ίδια του τα χέρια.
Τον προηγούμενο μήνα διέπραξε το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας του, οδηγώνας τη χώρα σε εκλογές με αφορμή την προεδρική εκλογή. Αυτό το δηλώνουν ιδιωτικά οι πιο μετριοπαθείς «προεδρικοί» στον ΣΥΡΙΖΑ: δεν υπήρχε χειρότερη στιγμή για το κόμμα τους να πάει σε εκλογές. Ελάχιστοι αναλυτές αμφιβάλλουν ότι αν ο Τσίπρας είχε δείξει συναινετική στάση στο θέμα του προέδρου, αφήνοντας την κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ, με όλα της τα προβλήματα και τη φθορά, να πάει ως το τέλος της θητείας της, τον Ιούνιο του 2016 θα κέρδιζε με έναν εκλογικό περίπατο. Όμως, πιέζοντας για εκλογές ενώ το θέμα του προγράμματος στήριξης παραμένει ανοιχτό, ο Τσίπρας πήγε γυρεύοντας για το αδιέξοδο: αν κάνει την κωλοτούμπα που θεωρούν βέβαιη οι πασοκογενείς ψηφοφόροι του και δεν τηρήσει τις απειλές του προς την Ευρώπη, χάνει το κύρος όχι μόνο του μεγάλου αριστερού ηγέτη αλλά και του ορκισμένα «αντιμνημονιακού», οδηγώντας το κόμμα του σε εσωτερική κρίση και δημοσκοπική κατάρρευση. Αν δεν την κάνει, η κατάρρευση θα είναι κατά πάσα πιθανότητα της χώρας.
Δυστυχώς για τον Τσίπρα, η πραγματικότητα είναι σήμερα σκληρή: οι ευρωπαίοι ηγέτες και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τονίζουν συνεχώς, με τον πιο σαφή τρόπο, ότι δε θα δεχθούν να αλλάξουν τις συμφωνημένες δανειακές συμβάσεις, ενώ για τον τρίτο δανειστή μας, το ΔΝΤ, δεν τίθεται καν συζήτηση, αφού κάθε αλλαγή σύμβασης απαγορεύεται από το καταστατικό του. Τον κίνδυνο της ελληνικής κατάρρευσης, αν πάψει να μας στηρίζει η Ευρώπη, τον έχουν αντιληφθεί επίσης οι απρόσωπες αγορές, που ούτε χορεύουν με νταούλια και βιολιά, ούτε νοιάζονται για ρητορικές κορώνες.
Ο Αλέξης Τσίπρας είναι σίγουρα αρκετά έξυπνος για να τα ξέρει αυτά, έστω κι αν ώρες-ώρες τον τυφλώνει η ιδεολογία, αλλά και η επιτυχία του, με το συνεχές λιβάνισμα των ομοϊδεατών του στο εξωτερικό, καθώς και κάποιων περιθωριακών ιδεοληπτικών διανοούμενων, ή οικονομολόγων με εντελώς εκκεντρικές θεωρίες. Λόγω των υψηλών προσδοκιών για το μέλλον του, των ίδιων προσδοκιών που τον αποτρέπουν από την κωλοτούμπα, ο Τσίπρας δεν θέλει σε καμία περίπτωση να γίνει ο μοιραίος άνθρωπος για την Ελλάδα. Η οικονομική και κοινωνική διάλυση που θα σημάνει η αποχώρησή μας από την Ευρώπη, θα σημάνει ταυτόχρονα την απομυθοποίηση του μύθου της γενικότερης ανατροπής. Η κατάρρευση της χώρας με υπαιτιότητα του ΣΥΡΙΖΑ θα παρασύρει στον δημοσκοπικό καιάδα και τα άλλα φιλόδοξα αριστερά κόμματα, που τον έχουν εξιδανικεύσει. Και βέβαια τον ίδιο τον Τσίπρα.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα λοιπόν.
Το παράξενο εδώ είναι ότι το αδιέξοδο του Τσίπρα είναι ανεξάρτητο από το αποτέλεσμα των εκλογών, αφού καθένα από τα τρία πιθανά ενδεχόμενα εν τέλει αποβαίνει εις βάρος του.
Ας τα δούμε ξεκινώνοντας από το πιο απίθανο με τα σημερινά δημοσκοπικά δεδομένα:
- Η Νέα Δημοκρατία κερδίζει τις εκλογές. Εχοντας πιέσει ασφυκτικά για να πάμε στις κάλπες, και αποδίδοντας στη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τη μεσιανική σημασία της άμεσης λύτρωσης της Ελλάδας από τα «μνημόνια», αλλά και της αρχής της «απαλλαγής της Ευρώπης από τον νεοφιλελευθερισμό», κατά τη διατύπωσή του, ο μύθος του Τσίπρα θα αρχίσει από το άλλο πρωί να ξεφουσκώνει. Όποιος βάζει πολύ ψηλούς στόχους, αν πέσει, πέφτει άσκημα.
- Ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει τις εκλογές με αυτοδυναμία. Αυτό το σενάριο είναι πιθανότερο του πρώτου. Αν συμβεί, στις 26 Ιανουαρίου ο Τσίπρας έρχεται καταμέτωπος με το δίλημμα: να κάνεις ή να μην κάνεις κωλοτούμπα; Προσπαθήστε να σκεφτείτε μια κυβέρνηση Τσίπρα της πλήρους κωλοτούμπας -και από όσα λένε οι δανειστές, η κωλοτούμπα θα πρέπει, αν γίνει, να είναι ολοκληρωτική. Τη φαντάζεστε να φέρνει στη Βουλή μέτρα περικοπών και φόρων για να καλύψει τις απαιτήσεις της τρόικας, που προκύπτουν ακόμη και χωρίς το λεγόμενο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης»; Ή, πιστεύει κανείς ότι οι βουλευτές του Αριστερού Ρεύματος θα ψηφίσουν, για παράδειγμα, υπέρ των απολύσεων δημοσίων υπαλλήλων; Αν ο Τσίπρας πάρει το ρίσκο να επιχειρήσει κωλοτούμπα, η αυτοδυναμία του ουσιαστικά καταργείται: από την επομένη θα αναγκαστεί να συγκυβερνά με ένα κάθετα εχθρικό Αριστερό Ρεύμα. Πόσο μπορεί να μείνει έτσι στην εξουσία; Αν πάλι ο Τσίπρας δεν κάνει την κωλοτούμπα, η οικονομική κατάρρευση είναι θέμα ημερών. Το λεγόμενο «ατύχημα», που φοβόμαστε όλα αυτά τα χρόνια, που γίνεται από την αδυναμία των τραπεζών να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους σε μετρητά, το έχουμε αποφύγει ως τώρα μόνο λόγω της συνεχούς κάλυψης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζα. Αλλά η ΕΚΤ δήλωσε πρόσφατα ότι θα στηρίζει τις ελληνικές τράπεζες μόνο «όσο η χώρα είναι σε πρόγραμμα». Χωρίς αυτήν, το «ατύχημα» δεν αποφεύγεται. Κατά συνέπεια, θεωρώ εντελώς απίθανο ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ να πάρει την απόφαση για ρήξη με την Ευρώπη όλη επάνω του. Η μόνη διέξοδος, αν έχει αυτοδυναμία, θα είναι να μεταφέρει το πρόβλημα στον ελληνικό λαό, είτε με δημοψήφισμα, όπως έχει επανειλημμένα προαναγγείλει, είτε με νέες εκλογές, θέτοντας πλέον ως εκλογικό πρόγραμμα τη σύγκρουση.Οι δημοσκοπήσεις για το τεράστιο ποσοστό των ελλήνων που δε θέλουν να θιγεί η θέση μας στην Ευρώπη δείχνει ότι ένα τέτοιο δημοψήφισμα θα το χάσει. Αλλά και εκλογές αν προκηρύξει, με τέτοια ατζέντα,ο ΣΥΡΙΖΑ θα βγει χαμένος. Βέβαια ο Τσίπρας θα έχει διασώσει το επαναστατικό του προφίλ, πιθανότατα παραμένοντας αρχηγός μιας αξιωματικής αντιπολίτευσης πολύ πιο αδύναμης—αλλά τουλάχιστον ιδεολογικά καθαρής, με πρόσθετα εύσημα από τους συντρόφους του, έλληνες και ξένους, για το θάρρος του. Με αυτή την έννοια, το δημοψήφισμα ή οι δεύτερες εκλογές μάλλον προσφέρουν την καλύτερη λύση για την προσωπική σωτηρία του Τσίπρα. Αλλά όχι και για την παραμονή του στην εξουσία.
- Ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει τις εκλογές χωρίς αυτοδυναμία. Αυτό είναι σήμερα το πιθανότερο σενάριο. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν τέσσερα ενδεχόμενα:
- Το πρώτο είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να προσπαθήσει να κυβερνήσει με κάποιο από τα κόμματα του κεντρώου/κεντροαριστερού χώρου. Είναι βέβαιο ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα του ασκηθούν έντονες πιέσεις από τον κυβερνητικό του εταίρο να λογικευτεί. Αν τον κάνει, θα έχει βέβαια τη δικαιολογία ότι «φταίνε οι κεντρώοι/κεντροαριστεροί». Από εκεί και πέρα όμως ο Τσίπρας θα πλέει ανάμεσα στη Σκύλλα του Αριστερού Ρεύματος και τη Χάρυβδη ενός ή δύο μικρότερων κομμάτων, που δε θα έχουν καμία διάθεση να αυτοκτονήσουν πολιτικά, συμβάλλοντας στην καταστροφή της χώρας. Πόσο μπορεί να μείνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία με τέτοια ισορροπία;
- Το δεύτερο σενάριο είναι να ζητήσει ο ΣΥΡΙΖΑ πάλι εκλογές. Σε αυτό το ενδεχόμενο, όπως όλα δείχνουν, υπάρχει τεράστια πιθανότητα οι ευρωπαίοι να ζητήσουν αμέσως εγγυήσεις από τα κόμματα εξουσίας, ότι θα παραμείνουν στο πρόγραμμα. Αν ο Τσίπρας τις δώσει, η κωλοτούμπα του θα είναι προεκλογική, και θα υποστεί μεγάλες απώλειες προς τα αριστερά. Αν δεν τις δώσει, προσφέρει βούτυρο στο ψωμί των ξεκάθαρα ευρωπαϊκών κομμάτων, και χάνει προς το κέντρο. Και στα δυο ενδεχόμενα, οι επαναληπτικές εκλογές είναι σχεδόν σίγουρα χαμένες. Αλλά και πάλι, η λύση μιας μικρότερης αλλά ιδεολογικά καθαρής αντιπολίτευσης φαντάζει ίσως για τον ίδιο το μικρότερο κακό.
- Το τρίτο ενδεχόμενο είναι να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση με το ΚΚΕ. (Αυτό το ανέλυσα διεξοδικά σε προηγούμενο άρθρο εδώ). Στα πλαίσια της τωρινής συζήτησης είναι ένα σενάριο που αποκλείει την κωλοτούμπα. Αλλά με τι αντάλλαγμα;
- Το τελευταίο σενάριο που μπορώ να φανταστώ θα είναι μια κυβέρνηση που θα περιλαμβάνει τη Νέα Δημοκρατία. Αυτή την πιθανότητα ο Τσίπρας την αρνείται σήμερα με το ίδιο πάθος που αρνείται το ΚΚΕ τη συνεργασία μαζί του. Αν όμως ξαφνικά βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, θα εμμείνει στο πάθος του; Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι πολίτες προτιμούν, κατά πλειοψηφία, ένα τέτοιο σενάριο. Aλλά το έντονο πολωτικό κλίμα της αντιπαράθεσης, η απουσία κουλτούρας συναίνεσης στην πολιτική μας, και κυρίως η ακραία αντιμνημονιακή ρητορική στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ στήριξε τη δημοσκοπική του έκρηξη, κάνουν μια τέτοια προοπτική μάλλον απίθανη.
Να το λοιπόν, ατόφιο, το Παράδοξο της Κωλοτούμπας: αν ο Τσίπρας την κάνει, χάνει τη φήμη του ως εμβληματική μορφή της διεθνούς αριστεράς, μεγάλο μέρος του κόμματός του, και άρα την εξουσία. Αν δεν την κάνει, πιθανότατα οδηγεί τη χώρα στην καταστροφή – και μαζί φυσικά τον εαυτό του και το κόμμα του.
Πώς θα φερθεί μετά τις εκλογές ο Αλέξης Τσίπρας, με τέτοια δεδομένα;
Υπομονή: σε δυο βδομάδες θα το δούμε. Το βέβαιο είναι ότι εδώ κι ένα μήνα έχει βάλει τον εαυτό του στην καρδιά ενός προβλήματος που ίσως δεν έχει καμία καλή λύση για τον ίδιο.