Protagon A περίοδος

Τα λιωμένα παγωτά

Οι ερχόμενες εκλογές δεν προσφέρουν εύφορο έδαφος για συνθηματολογία. Ούτε φυσικά για κοινούς, εθνικούς στόχους...

Γιάννης Παπαδημητρίου

Στη ζωή, οι μικροί φόβοι είναι χρήσιμοι. Μας βοηθάνε να μη σκεφτόμαστε τους μεγάλους. Και στην πολιτική, οι μικρές αλήθειες βοηθάνε στο να ξεχνιέται η ουσία. Γενόσημη πραγματικότητα. Παλιά, ένα μήνα πριν τις εκλογές έφτιαχναν τις λακκούβες στους δρόμους κι έστηναν πρόχειρες κατασκευές, τις οποίες βάφτιζαν δημόσια έργα. Μπότοξ στις ρυτίδες της ασφάλτου, λίφτινγκ στην εικόνα της κρατικής λειτουργίας. Τώρα, η αστυνομία με ηλεκτρικές σκούπες επιχειρεί να βάλει τάξη στη λαθρομετανάστευση και γεμίζει τις λακκούβες με ληγμένες άδειες παραμονής, δικαιώνοντας τα κόμματα που επένδυσαν πολιτικά στη ξενοφοβία. Στη λακκούβα έπεσε και ο Άκης Τσοχατζόπουλος. Η δικαιοσύνη οφείλει να αποδείξει ότι λειτουργεί, ειδικά την ημέρα εξαγγελίας των εκλογών. Άλλωστε, το ίδιο δεν έκανε την περίοδο των αγανακτισμένων, όταν αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο των στημένων παιχνιδιών στο ποδόσφαιρο; Κακά τα ψέματα, ο δρόμος για τις κάλπες είναι σπαρμένος με χιλιάδες μπαλώματα.

Στις ελληνικές εκλογές, τα εθνικά οράματα κερδίζουν την αυτοδυναμία. Μόνο, που αυτή τη φορά από την εκλογική ατζέντα λείπει η μεγάλη ιδέα. Ο Λουκάς Παπαδήμος, στο χθεσινό του διάγγελμα, ήταν πιστός στο ρόλο του διεκπεραιωτή. Δεν απέφυγε να μιλήσει για τα πεπραγμένα της πεντάμηνης, γιαλαντζί κυβέρνησής του και τόνισε ότι το μείζον θέμα των επικείμενων εκλογών είναι ποιο κόμμα θα αναλάβει την προσπάθεια για την ανασυγκρότηση της οικονομίας. Τι άλλο να περιμένεις από έναν τραπεζίτη. Λόγος στρωτός, άνευρος, καταδικασμένος στο χασμουρητό. Από το αυτονόητο απουσιάζει η έμπνευση. Και απουσία έμπνευσης σημαίνει έλλειψη ιδεολογικού και πολιτικού λόγου. Κοινώς, τα εθνικά όνειρα έχουν εξαφανιστεί. Όπως και τα φωσφοριζέ συνθήματα, με φόντο τη γαλανόλευκη.

Το 1996 ο Κώστας Σημίτης έψησε μια ολόκληρη κοινωνία ότι ο εκσυγχρονισμός ήταν μονόδρομος. Η «Αλλαγή» του Αντρέα χρειαζόταν επειγόντως αναβάθμιση. Η Ψαροκώσταινα ήταν υποχρεωμένη να αποκτήσει ευρωπαϊκό προφίλ και νόμισμα. Διείσδυσε ιδεολογικά στα πανεπιστήμια, κυρίως στις σχολές ανθρωπιστικών σπουδών, προσέλκυσε προσωπικότητες του πολιτισμού, εξασφάλισε τη στήριξη των Μ.Μ.Ε, όρισε επίσημο χορηγό του επαγγελματικού ποδοσφαίρου τον Ολυμπιακό και ίδρυσε τα κέντρα εξυπηρέτησης πολιτών για να κυνηγήσει το φάντασμα της γραφειοκρατίας. Όταν ολοκληρώθηκε ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας, με την επέκταση των στάσεων του μετρό και την έλευση των δωρεάν εφημερίδων, ήταν η σειρά του κράτους να εκσυγχρονιστεί.

Τότε, το 2004 εμφανίστηκε ο Κώστας Καραμανλής να διαβάζει τα ιδιόχειρα σκονάκια του καθηγητή Αντώνη Μακρυδημήτρη. Η επανίδρυση του κράτους προβλήθηκε ως εθνική προτεραιότητα, την οποία συμμερίστηκαν περίπου 3.400.000 ψηφοφόροι. Η κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος μας ξεγέλασε ότι όλα τα όνειρα είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν και οι Ολυμπιακοί Αγώνες μας τόνωσαν την εθνική υπερηφάνεια. Με την αυτοπεποίθηση στα μπούνια, και παρά το ηχηρό σκάνδαλο των ομολόγων και τις καταστροφικές πυρκαγιές, η επανίδρυση άντεξε ως το 2009. Ε ναι, το κράτος είχε επανιδρυθεί τόσο πολύ που είχε πάρει αποστάσεις από τους υπηκόους του. Εξού και το προεκλογικό σύνθημα του ΠΑ.ΣΟ.Κ, «πρώτα ο πολίτης». Στενές επαφές τρίτου τύπου.

Τρία χρόνια μετά, οι ερχόμενες εκλογές δεν προσφέρουν εύφορο έδαφος για συνθηματολογία. Ούτε φυσικά για κοινούς, εθνικούς στόχους. Αντιθέτως, τα συρρικνωμένα κτήματα καλλιέργειας εθνικών οραμάτων έδωσαν στη θέση τους στα χωράφια της αγανάκτησης. Βιολογικής παρακαλώ. Δεκάδες κόμματα διαμαρτυρίας φύτρωσαν πρόωρα, τα οποία παρέσυραν και εν τέλει εγκλώβισαν την πολιτική συζήτηση στο δίπολο μνημονιακοί- αντιμνημονιακοί. Φρεσκαδούρα πουθενά. Είναι η πρώτη φορά μετά το 1974, που το εθνικό όραμα, δεν θα χρησιμοποιηθεί ως προεκλογικό σλόγκαν, αλλά θα προκύψει ως αναγκαιότητα βάσει των εκλογικών αποτελεσμάτων.

Τα χαμένα σλόγκαν της πολιτικής, είναι σαν τα παγωτά που τρώγαμε μικροί. Είχαν τόσο ωραία γεύση, που επειδή καθυστερούσαμε να τα φάμε για να μην τελειώσουν γρήγορα, έλιωναν στο χέρι μας. Τώρα, όσο κι αν ψάχνω, δεν τα βρίσκω πουθενά. Κι αυτό με φοβίζει.