Πώς αποφασίζει ο αναποφάσιστος;

Ο αναποφάσιστος, θέλει πειστικές απαντήσεις. Όχι απαραίτητα απαντήσεις που θα τον γοητεύσουν, αλλά τουλάχιστον θα του δώσουν μια μικρή ελπίδα.

Γιάννης Παντελάκης

Δυο ώρες πριν αρχίσει το debate Τσίπρα-Μεϊμαράκη, μια δημοσκόπηση (της Metron Analysis) που έβλεπε το φως της δημοσιότητας, έδειχνε απόλυτη ισοπαλία. Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ, συγκέντρωναν το ίδιο ακριβώς ποσοστό και στην πρόθεση ψήφου και στην εκτίμηση ψήφου. Δυο περίπου ώρες μετά το debate και νομίζω πως η ισοπαλία αυτή παρέμεινε ακριβώς ίδια. Οι δυο πολιτικοί αρχηγοί παρότι προσπάθησαν να αντλήσουν ψηφοφόρους από την ακόμα μεγάλη δεξαμενή των αναποφάσιστων (9,1% μαζί με όσους δηλώνουν «δεν απαντώ»), δεν πέτυχαν κάτι τέτοιο.
            
Για παράδειγμα, το συγκριτικά χαμηλό ποσοστό συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ (62,8%), δεν θα αυξήθηκε επειδή ο Τσίπρας εκτόξευσε μερικές κορώνες με τις οποίες προσπάθησε να ενεργοποιήσει αντιδεξιά ένστικτα. Οι ψηφοφόροι που έχουν φύγει από τον ΣΥΡΙΖΑ, στην πλειονότητά τους, δεν «συγκινούνται» από αυτά γιατί θεωρούν απόδειξη της δεξιάς στροφής του ΣΥΡΙΖΑ το Μνημόνιο, ενώ παράλληλα έχουν και εναλλακτικές επιλογές για την κάλπη (όπως αυτή της ΛΑΕ).
      
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον Μεϊμαράκη, ο οποίος δεν έδωσε κάποια διαφορετική εικόνα που να δείχνει ότι μπορεί να ανεβάσει την ήδη υψηλή συσπείρωση της ΝΔ η οποία φτάνει στο 83,4%. Δεν πρόσθεσε κάτι ο αρχηγός της ΝΔ ώστε να μεταπείσει όσους ψήφισαν το κόμμα του στις περασμένες εκλογές να επιστρέψουν στο σύνολό τους.
       
Ο Τσίπρας, εκτός από τις αντιδεξιές κορώνες, προσπάθησε να παίξει με το δίπολο πρόοδος-συντήρηση παραπέμποντας σε μελανά σημεία της διακυβέρνησης της χώρας από την ΝΔ στο παρελθόν (π.χ. σκάνδαλο Siemens), αλλά και να διαβεβαιώσει πως μετεκλογικά θα υπάρξει κυβέρνηση (δηλαδή συνεργασία με άλλες πλην ΝΔ, δυνάμεις) προσπαθώντας έτσι να καθησυχάσει τους όποιους φόβους υπάρχουν για πολιτική αστάθεια μετά την Κυριακή των εκλογών.
       
Ο Μεϊμαράκης από την πλευρά του, εστίασε στη λογική της μετεκλογικής συνεργασίας ακόμα και με τον ΣΥΡΙΖΑ (ανεξάρτητα αν το πιστεύει ή όχι) ενώ παράλληλα επιχείρησε να αποδομήσει το «αριστερό» προφίλ του Τσίπρα (για ευνόητους λόγους), υπενθυμίζοντας συνεχώς την υπογραφή από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ του τρίτου Μνημονίου. Ο πρόεδρος της ΝΔ υπερασπίστηκε το παρελθόν τού κόμματός του ανατρέχοντας μάλιστα στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια (ένταξη στην ΕΟΚ κ.ο.κ.), και οι λόγοι είναι προφανείς: να επανέλθουν παραδοσιακά συντηρητικοί ψηφοφόροι στο μαντρί.
      
Παρά τις προσπάθειες και των δυο όμως, θέματα αγκάθια (όπως η ανεργία που συνεχίζει να καλπάζει, το μεταναστευτικό, το ασφαλιστικό κ.λπ), δεν συζητήθηκαν ουσιαστικά. Όπως ουσιαστικές προτάσεις δεν ακούστηκαν και σε ό,τι αφορά τα ισοδύναμα μέτρα τα οποία υποτίθεται θα αντικαταστήσουν σκληρές προβλέψεις του Μνημονίου που ψήφισαν και οι δυο. 
               
Ο Τσίπρας ρωτήθηκε συγκεκριμένα, για παράδειγμα, για τα ισοδύναμα των μέτρων για το ασφαλιστικό και τη νέα μείωση των συντάξεων, αλλά συγκεκριμένη απάντηση δεν έδωσε. Ανέτοιμος για τέτοιες απαντήσεις, ήταν και ο Μεϊμαράκης όμως. Αν είχαν άλλωστε τέτοιες απαντήσεις, θα τις έδιναν τις προηγούμενες ημέρες και δεν θα περιοριζόντουσαν στις γενικόλογες υποσχέσεις.
                      
Το ερώτημα: «πώς αποφασίζει ένας αναποφάσιστος» (στο οποίο προφανώς στόχευαν να απαντήσουν και οι δύο), μάλλον έμεινε αναπάντητο. Ο αναποφάσιστος δεν επηρεάζεται από σημειολογικές ή επικοινωνιακές εμφανίσεις και πρακτικές. Δεν τον ενδιαφέρει αν ο Τσίπρας προσπάθησε να φανεί άνετος (γελώντας ακόμα και όταν δεν είχε λόγο) ή ο Μεϊμαράκης προσπαθούσε να περιορίσει την έμφυτη «μαγκιά» και να δείξει σοβαρός.
                     
Ο αναποφάσιστος θέλει πειστικές απαντήσεις για να πάψει να είναι τέτοιος. Όχι απαραίτητα απαντήσεις που θα τον γοητεύσουν, αλλά τουλάχιστον θα του δώσουν μια μικρή ελπίδα και προοπτική για λιγότερο χειρότερες ημέρες. Τέτοιες απαντήσεις, από το χθεσινό debate δεν πήρε. Και μάλλον θα επιβεβαιωθεί το φαινόμενο των ψηφοφόρων που επιλέγουν ψηφοδέλτιο μπαίνοντας στο παραβάν…