Για να μην κατηγορηθούμε ότι αφήσαμε στη μέση την περιγραφή της προσπάθειας ανοίγματος προς τον «έξω κόσμο»/εξημέρωσης του ΣΥΡΙΖΑ, με τη διημερίδα ΙΝΕΡΠΟΣΤ/Levy Institute, δυο λόγια από την κατάληξη: Την σφράγισε, ουσιαστικά, η διατύπωση της Λούκας Κατσέλη: «Φτάνει, πια. Δεν πάει άλλο».
Που, μεταφραζόμενη σε κάτι ορθολογικό, ζητούσε μια συστράτευση γύρω από τρεις (πανδύσκολες) έννοιες: να εγκαταλειφθεί η λογική του «αυτά δεν γίνονται στην Ελλάδα», να συνειδητοποιηθεί ότι η πορεία, κάθε πορεία μπροστά, απαιτεί σκληρή και συλλογική δουλειά, να ξαναγίνει προσπάθεια – ουσιαστική – νέας διαπραγμάτευσης Μνημονίου-Δανειακής Σύμβασης. Αυτά όλα, απέναντι στη «φοβική, συντηρητική Ευρώπη»… Τρεις ιδεοληψίες οφείλουν, κατά τη Λούκα, να παραμεριστούν: η άποψη περί συρρίκνωσης του Κράτους και του Δημοσίου Τομέα να αντικατασταθεί με αναδιοργάνωση-μεταρρύθμιση, η ανταγωνιστικότητα να θεωρηθεί πως δεν κερδίζεται μέσω εσωτερικής υποτίμησης, αλλά μέσω «στοχευμένων, συντονισμένων συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα» – η καταγγελία «των συντεχνιών» να αντικατασταθεί με κοινωνική συναίνεση.
Είχε προηγηθεί μια αιχμηρή τοποθέτηση του James Galbraith, ο οποίος κατήγγειλε τη στραβή (wrongheaded) και εκδικητική (vindictive) στάση των Ευρωπαίων, τροϊκανών κοκ, έναντι της Ελλάδας, συνιστώντας τη στοχευμένη απόρριψη (από μέρους των Ελλήνων) κάποιων αιτημάτων της τρόικας, με τη λογική ότι «και λίγες νίκες, θα βοηθούσαν στην ανάκτηση του αυτοσεβασμού». Πρακτικά ευχήθηκε τη δημιουργία ενός ευρύτερου πολιτικού μετώπου υπέρ των πλέον ανίσχυρων, την επιδίωξη σαφώς νέας κατεύθυνσης και μια ξεκάθαρη τοποθέτηση: «δεν θα προχωρήσουμε έτσι».
Βέβαια, «για τα δικά μας», κεντρικό ήταν το ενδιαφέρον που είχε η τοποθέτηση Τσίπρα, φρεσκογυρισμένου από το προσκύνημα Τσάβες. Η τοποθέτηση αυτή, ουσιαστικά, ολοκλήρωσε την παρέμβαση Δραγασάκη της προηγούμενης μέρας: εξήγησε πώς μια πολιτική συμμαχιών – με άλλα κόμματα, σχηματισμούς, κινήσεις πολιτών, ακόμη και με πρόσωπα μεμονωμένα – αποτελούσε λογική του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από τον Ιούνιο του 2011 (ο οποίος, θεωρεί, γι' αυτό ανταμείφθηκε στις κάλπες τον Μάϊο-Ιούνιο 2012). Θεωρεί, δηλαδή, ότι «η συμμαχία των μεσοστρωμάτων» στην Ελλάδα του 2010 και μετά «με την αστική τάξη», έρχεται πλέον να αντικατασταθεί με «συμμαχία των μεσοστρωμάτων που πιέζονται με τους μη-προνομιούχους»: αυτό είναι που έρχεται να διεκδικήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. (Θύμισε, για να δείξει τη λογική των συμμαχιών, ότι και ο Τσάβες την πρώτη του κυβέρνηση τη σχημάτισε με πρόσωπα και από μετριοπαθείς, αλλά και από Δεξιά…).
Το παράδοξο, εδώ, που ο ίδιος αναγνωρίζει, είναι ότι στην Ελλάδα του 2012 κοινοβουλευτικά δείχνει να υπάρχει αδυναμία σχηματισμού πλειοψηφίας στα Αριστερά: αυτό επιχειρείται να ξεπεραστεί με το άνοιγμα προς συμμαχίες. Ο κίνδυνος – κατά Τσίπρα – είναι «μήπως ο ΣΥΡΙΖΑ χάσει την ψυχή του, τον ριζοσπαστισμό του». Και η πρόσκληση που έχει μπροστά του – αναμενόμενο – είναι να τολμήσει, να μη φοβηθεί μπροστά στις ευθύνες της διακυβέρνησης.
Αυτό το τρίπολο της ανάλυσης Τσίπρα: παράδοξο – απειλή – πρόκληση, το συμπύκνωσε ο συντονίζων Σταύρος Λυγερός, θυμίζοντας τη «λογική του μουτζούρη». Δηλαδή, το ενδεχόμενο, το παραδοσιακό μόρφωμα εξουσίας στη σημερινή Ελλάδα να παραδώσει ασμένως τις ευθύνες σ’ έναν σχηματισμό ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς στη φάση που «δεν βγαίνει το πράγμα», ώστε μια αποτυχία διακυβέρνησης να επιτρέψει οριστική παλινόρθωση ενός συντηρητικού κυβερνητισμού. (Δηλαδή, μια αντεστραμμένη εκδοχή της «σύντομης παρένθεσης» κατά Λαλιώτη, το 2003-4: τότε, όμως, αλλιώς πήγαν τα πράγματα…).