Η αποποίηση της ενοχής είναι μια βαθύτατα ανθρώπινη παρόρμηση – άλλοτε ως άμυνα κι άλλοτε ως δικαιολογία, ο ένοχος (ή ο συνένοχος) βαρυγκωμά υπό το άχθος των τύψεων, και κάνει τα αδύνατα-δυνατά για να τις αποτινάξει, και να διαχωρίσει εαυτόν από τις πράξεις του και τις συνέπειές τους.
Μια τέτοια συλλογική δυσφορία βιώνουμε πολλοί Έλληνες τα τελευταία χρόνια, παρατηρώντας οργισμένοι, έντρομοι κι αποτροπιασμένοι, την άνοδο της δημοτικότητας της Χρυσής Αυγής και την ολοένα ευρύτερη διάδοση της ιδεολογίας μίσους που συνθέτει τον πυρήνα της. Όσο κι αν θα θέλαμε να περιχαρακώσουμε τους ψηφοφόρους της ως ξένο σώμα, η φοβική αυτή αντίδραση από μόνη της μαρτυρά πόσο γνώριμοι μας είναι κατά βάθος, και σε ορισμένες περιπτώσεις, πόσο όμοιοι: εάν ο ίδιος ο Άιχμαν, ο άνθρωπος που εκπόνησε την "τελική λύση", δεν ήταν εντέλει ανθρωπόμορφο τέρας αλλά ένας τεχνοκράτης που δρούσε υπό τις οδηγίες του εντολέα του, τότε σαφώς κι εμείς δεν ζούμε περιτριγυρισμένοι από τέρατα.
Από πού πηγάζει όλη αυτή η ενοχή; Ίσως απ’ την απότομη συνειδητοποίηση του χρόνιου εφησυχασμού μας και της κατάληξής του. Νιώθουμε ένοχοι επειδή δεν αντιληφθήκαμε εγκαίρως τι μπορούσε να εκκολαφθεί και να γιγαντωθεί στους κόλπους της ακροδεξιάς (που στην πρώτη της κοινοβουλευτική ενσάρκωση ως ΛΑ.Ο.Σ. φάνταζε γραφική, αν όχι άκακη) και να το αναχαιτίσουμε προτού ταυτιστεί με εξτρεμιστές νεοναζί και τους οδηγήσει, μετά φανών και λαμπάδων, στα έδρανα της Βουλής. Νιώθουμε ένοχοι διότι, αν και γνωρίζαμε επί χρόνια ότι η κοινωνία μας ήταν βαθιά ρατσιστική και μισαλλόδοξη, δεν προσπαθήσαμε αρκετά, ο καθένας κατ’ ιδίαν ή μέσα από συλλογικές δράσεις, να πατάξουμε τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία. Το σίγουρο είναι πως κάθε φορά που κάποιος λέει: «Γαμώ τα ζώα που τους ψηφίζουν», ένα κομμάτι της οργής και της απαξίωσης στρέφεται προς τον εαυτό του, μ’ ένα άφατο αλλά καθ’ όλα υπαρκτό και βασανιστικό «Καλά να πάθεις – χτύπα το αδιάφορο κεφάλι σου τώρα.». Κι ως οφείλουμε, μετανιώνουμε πικρά για το κάθε καλαμπούρι που ανεχτήκαμε, το κάθε φιλορατσιστικό μέτρο που αφήσαμε να περάσει ασχολίαστο, την κάθε μικρή αθλιότητα που ύπουλα γεννούσε μεγαλύτερες.
Και στον πανικό που βαθμηδόν μας κυριεύει καθώς αντιλαμβανόμαστε τις διαστάσεις του προβλήματος, καθώς τα βήματα των Ερινυών ζυγώνουν και γίνονται εκκωφαντικά, προσπαθούμε να απεκδυθούμε της υπαιτιότητάς μας με κάθε τρόπο, ακόμα κι αν οδηγούμαστε σε παραλογισμούς. Δεν μας αρκεί να ψέξουμε νηφάλια – όπως κάνουν πλήθος οικονομολόγων και πολιτικών αναλυτών – τη διεθνή οικονομική πολιτική της Γερμανίας. Πρέπει να της κολλήσουμε και τη ρετσινιά του ναζισμού, με συλλογιστικές του τύπου: «Εσείς επινοήσατε το θηρίο, η χώρα σας το εξέθρεψε στον πόλεμο, άρα είναι δικό σας και μόνο δικό σας, εσαεί και εις τους αιώνας.». Οπότε η Μέρκελ μεταμορφώνεται σε σύγχρονο Χίτλερ, αρχηγό ενός Τέταρτου Ράιχ με πρωτοπαλίκαρο τον Σόιμπλε (τόσο μισητό που ακόμα και φανατικοί πολέμιοι της Χρυσής Αυγής ξεχνούν προς στιγμήν τα περί διαφορετικότητας που ευαγγελίζονται και παλινδρομούν σε χυδαίο ρατσιστικό λόγο) και οι Γερμανοί – ως και οι σύγχρονοί μας, ασχέτως αν η νομοθεσία της χώρας τους θα απαγόρευε ακόμα και την ίδρυση μιας νεοναζιστικής οργάνωσης σαν αυτή που εμάς τους δημοκράτες μας κάθισε ωραιότατα στο σβέρκο – μετατρέπονται συλλήβδην σε ναζί.
Σύμφωνα με τον Νόμο του Γκόντγουιν, όσο παρατείνεται μια διαδικτυακή συζήτηση, τόσο μεγαλώνουν οι πιθανότητες να γίνει κάποια σύγκριση που θα περιλαμβάνει τον Χίτλερ και τους ναζιστές. Ο λόγος είναι απλός και κατανοητός: η θηριωδία του Ολοκαυτώματος αποτελεί τη μελανότερη ίσως σελίδα της ιστορίας του ανθρώπου, και ο εμπνευστής της ήταν και παραμένει για πολλούς η προσωποποίηση του απόλυτου κακού. Αναζητώντας τα άκρα, θα τα βρίσκουμε πάντα στο παράδειγμα προς αποφυγήν που συνιστούν για άτομα και λαούς ο ναζισμός και οι θιασώτες του. Κι απ’ αυτή την άποψη, ως μάθημα της Ιστορίας, τα εγκλήματα των ναζί (και η ενοχή που γεννούν, πρόδηλη στο πλήθος των μνημείων του Ολοκαυτώματος με τα οποία είναι σπαρμένη η σύγχρονη Γερμανία) διαθέτουν μια κάποια χρησιμότητα, συνθέτοντας μαζί με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις μαρτυρίες των επιζώντων τους την πλήρη εικόνα μιας φρίκης που δεν πρέπει ποτέ και με κανέναν τρόπο να επαναληφθεί.
Υπάρχει βεβαίως και η αντίθετη άποψη, όπως διατυπώνεται λόγου χάρη στην εξαίσια παραβολή "Διαβάζοντας στη Χάννα" του Μπέρνχαρντ Σλινκ: ότι η νεότερη γενιά δεν μπορεί να αντιληφθεί την τεραστιότητα του Ολοκαυτώματος, κάτι που την καθιστά επιρρεπή σε αναβίωση της ηθικής του εξαχρείωσης. «Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν έχουν να σας διδάξουν τίποτα» λέει στον αφηγητή μια μεσήλικη Εβραία, ισόβια ψυχοτραυματισμένη απ’ το γεγονός ότι η μητέρα της υπήρξε μία απ’ τις χιλιάδες κρατούμενες του Άουσβιτς. «Πάτε στο θέατρο, στο πανεπιστήμιο, ή καταφύγετε στη λογοτεχνία – αλλά όχι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.». Και παρότι η γενοκτονία των Εβραίων είναι ένα ζήτημα που με αγγίζει προσωπικά, ασπάζομαι κι εγώ την ίδια πεποίθηση: παρά τη χρησιμότητά της ως μαστιγίου της συνείδησης, η ενοχή είναι ένα αίσθημα, εν πολλοίς, αντιπαραγωγικό και στείρο.
Οπότε πλέον δεν μας ωφελούν, ούτε ως Έλληνες ούτε ως ανθρώπους εν γένει, οι οιμωγές και τα "mea culpa, mea maxima culpa". Η Χρυσή Αυγή και αυτοί που τη στελεχώνουν δεν είναι απλώς παράδειγμα ή υπενθύμιση, αλλά απτή καθημερινότητα, ντροπιαστική, τρομαχτική και αποκρουστική, μα όχι και άτρωτη. Είναι στο χέρι μας να περιστείλουμε, όσο μπορεί ο καθένας, την εξάπλωση του ιδεολογικού της λοιμού – διαφωτίζοντας τον αδαή αντί να τον σνομπάρουμε, (διότι εξακολουθώ να πιστεύω ότι υπάρχουν ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής που δεν έχουν ιδέα τι εστί ναζισμός και νεοναζισμός), στηρίζοντας πολιτικούς φορείς και μέτρα που προάγουν τον σεβασμό στην πάσης φύσεως διαφορετικότητα, και αποβάλλοντας το αθλιότερο κομμάτι μας, αυτό που κωφεύει κι αδρανεί όταν ο κυνηγημένος είναι άλλος και όχι εμείς. Είναι χρέος μας, εφόσον θέλουμε να λεγόμαστε ανθρωπιστές και δημοκράτες, να χρησιμοποιήσουμε την ασύλληπτη πραγματικότητα που συνιστά ο Χρυσαυγίτης βουλευτής (πόσω δε μάλλον ο υποθετικός Χρυσαυγίτης υπουργός, ως βακτηρία μιας ανεπαρκούς δεξιάς ηγεσίας με ακροδεξιές φύτρες) για να πατάξουμε άπαξ και διά παντός το μίσος, τόσο ως ιδέα όσο και ως πρακτική.
Και δεν νομίζω πως είναι κάτι το ανέφικτο. Χωρίς την παραμικρή διάθεση προγονολατρικής κορώνας, όταν οι Έλληνες του ’40, εξαθλιωμένοι, και υπό τον ζυγό ενός αληθινού τυραννικού καθεστώτος που κάνει τον ηγεμονισμό της Μέρκελ να μοιάζει με τις στρουμφοκτόνες φιλοδοξίες του Δρακουμέλ, κατόρθωσαν να υψώσουν το ανάστημά τους απέναντι στους ορίτζιναλ μακελάρηδες των Ες-Ες, όταν άνθρωποι που είχαν απολέσει κάθε ψήγμα ελευθερίας και αξιοπρέπειας, ζώντας χειρότερα κι από ζώα στα στρατόπεδα του θανάτου, μπόρεσαν να σταθούν όρθιοι και να επιβιώσουν, μου φαίνεται τουλάχιστον μικροπρεπές να κλαιγόμαστε.
Αν όλοι μας κρατάμε το θηρίο ζωντανό, δίπλα μας, ως μνήμη και ως καθ’ όλα υπαρκτή απειλή, όλοι μαζί και πάλι μπορούμε να το θανατώσουμε.