O Κυριάκος Μητσοτάκης, επιφανές πια στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, ανέβασε στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook, μια λίστα με τα ονόματα των συγγενών των υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ οι οποίοι/ες έχουν προσληφθεί σε κυβερνητικά και υπουργικά γραφεία. Ο ανηψιός του τάδε, ο σύντροφος της τάδε κ.ο.κ. Από μια πρώτη ματιά, έχει δίκιο. Ακόμα και οι θέσεις συνεργατών υπουργών ή διοικητών δημόσιων οργανισμών, θα έπρεπε να συνοδεύονται από κριτήρια αξιοκρατίας. Kαι ακόμα και αν τα συγγενικά πρόσωπα έχουν αυτά τα κριτήρια, θα έπρεπε για λόγους αρχής και παραδειγματισμού να μην προσλαμβάνονται στα υπουργικά γραφεία.
Από μια δεύτερη ματιά, ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Για δύο λόγους. Ο ένας είναι πως αυτός που επικρίνει τα κυβερνητικά στελέχη για ρουσφετολογικές ρυθμίσεις, είναι προϊόν οικογενειοκρατίας, νεποτισμού και συνεχιστής αυτής της μακράς παράδοσης που θέλει παιδιά πολιτικών να προωθούνται στην πολιτική ως συνεχιστές. Και ο δεύτερος, ότι και ο συγκεκριμένος πολιτικός και όσοι διαχειρίστηκαν τις τύχες μας εδώ και αρκετά χρόνια, συνέβαλαν σ' αυτήν τη νοοτροπία των ρουσφετολογικών διορισμών, της τακτοποίησης των «δικών μας», της αναξιοκρατίας.
Δεν θα επικαλεστώ για τον Κυριάκο Μητσοτάκη τη φράση (δεν δικαιούσθε δια να ομιλείτε) που είχε πει κάποιος (Κουτσόγιωργας) για τον πατέρα του, δεν είναι και τόσο δημοκρατικό κάτι τέτοιο. Δικαιούται ο καθένας να λέει ό,τι νομίζει. Όμως, εκ των πραγμάτων, ο αντιπολιτευτικός λόγος ορισμένων πολιτικών που έφεραν τη χώρα στη σημερινή κατάσταση ή συνετέλεσαν σ' αυτό, είναι αδύναμος και όχι πειστικός. Σε τέτοιον βαθμό μάλιστα, που ακόμα και αν έχει δίκιο (που έχει) καταγγέλλοντας ρουσφέτια, ν' αναρωτιούνται πολλοί «κοίτα ποιος μιλάει»!
Το συγκεκριμένο παράδειγμα, αναδεικνύει και ένα ουσιαστικό και δομικό πρόβλημα της Νέας Δημοκρατίας (και όχι μόνο). Η καθοριστική συμβολή της στη διαμόρφωση της (όχι μόνο οικονομικής) κρίσης, της αφαιρεί το πλεονέκτημα να κάνει κριτική στη σημερινή κυβέρνηση και να είναι πειστική γι' αυτό. Η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ κυβέρνησαν όλα τα μεταπολιτευτικά χρόνια, έπαιξαν ρόλο καθοριστικό για τη διαμόρφωση των αδιεξόδων που όλοι βιώνουμε και γέρνει συγκριτικά σε βάρος τους η ζυγαριά όταν από τη μια πλευρά βάζεις τα 41 χρόνια της μεταπολίτευσης και από την άλλη τους 3 μήνες της σημερινής κυβέρνησης.
Είναι προφανές πως η επανάληψη φαινομένων ρουσφετολογικού χαρακτήρα από ένα κόμμα που δεν έχει κυβερνήσει (με εξαίρεση μια μικρή παρένθεση το 1989-90), που επικαλείται μάλιστα αριστερό πρόσημο, συμβάλλει στην εδραίωση της πεποίθησης σ' ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, πως «τίποτα δεν αλλάζει» και «το ρουσφέτι ποτέ δεν πεθαίνει». Ωστόσο, δεν είμαι σίγουρος πως όταν στελέχη σαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη αναφέρονται στο θέμα, δεν κάνει τους περισσότερους να σκεφτούν την προαναφερόμενη φράση: «κοίτα ποιος μιλάει»…