H κίνηση του Αντώνη Σαμαρά -να προχωρήσει με συνοπτικές διαδικασίες στο κλείσιμο της υπαρκτής κρατικής ραδιοτηλεόρασης και να υποβάλλει σχέδιο για τη δημιουργία καινούριας- έχει φέρει ξαφνικά πάνω-κάτω την πολιτική σκηνή. Άλλοι τον υμνούν για το θάρρος του, άλλοι τον καταδικάζουν για την αυταρχικότητά του, άλλοι θεωρούν ότι έκανε τη μεγάλη ιδιοφυή κίνηση, άλλοι το μοιραίο λάθος. Δεν παίρνω θέση, γιατί αφ’ ενός δεν είναι αυτό το θέμα μου, και αφ’ ετέρου δεν επιδίδομαι στη μελλοντολογία. Το βέβαιο είναι ότι έδρασε με θεληματικότητα ασυνήθιστη για Έλληνα πολιτικό ηγέτη. Οι συνέπειές της στην πολιτική σκακιέρα θα φανούν, όπως θα φανούν και οι συνέπειες στην αντιπολίτευση της μετωπικής, οξείας, εφ’ όλης της ύλης αντιπαράθεσης που επιλέγει.
Το σίγουρο είναι ότι, από τη μια στιγμή στην άλλη, το σενάριο των εκλογών μέσα στο 2013 αποκτά υψηλότατη πιθανότητα, κι αυτό βάζει τα κόμματα, μικρά και μεγάλα, γηραιά και νεογνά, ακόμη και κυοφορούμενα, σε κατάσταση αμέσου ετοιμότητος. Θέλω να κάνω κάποιες παρατηρήσεις για το χώρο που τελευταία χαρακτηρίζεται «μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ», που περιλαμβάνει το ΠΑΣΟΚ, τη ΔΗΜΑΡ, μικρά κόμματα όπως η Δράση ή άλλα μικρότερα, καθώς και άλλα που ακούμε ότι είναι υπό ίδρυση, ή και μεμονωμένους πολιτικούς παίκτες. Για όλους αυτούς, οι επικείμενες εκλογές θέτουν την επιτακτική ανάγκη ταχύτατων αποφάσεων που προϋποθέτουν τη δήλωση μιας στρατηγικής, που για πολλούς πρέπει να τροποποιηθεί ή και να δημιουργηθεί υπό την πίεση των εξελίξεων.
Για να συζητήσω τις προοπτικές στο πολιτικό εύρος που περιλαμβάνει ο χώρος -τον χαρακτηρίζω «της κεντροαριστεράς», για να συνεννοούμαστε- τον χωρίζω σε τέσσερις κατηγορίες, χωρίς κάποια αξιολογική σειρά, απλώς για να γίνει η κουβέντα πιο ξεκάθαρη.
Στην πρώτη κατηγορία βάζω τους πολιτικούς, είτε στελέχη υπαρκτών κομμάτων, είτε ελευθέρως κινούμενους κοντά τους, που η νέα κατάσταση θα σπρώξει προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά, προς ένα από τα δυο μεγαλύτερα κόμματα, Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή εκτός κεντροαριστεράς. Ας πάνε οι άνθρωποι στην πεποίθησή τους, στην ευχή του Θεού.
Στη δεύτερη κατηγορία βάζω ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ. Η λίγο-πολύ κοινή τους αντιμετώπιση της ενέργειας του Αντώνη Σαμαρά (πείτε τη «ναι μεν, αλλά», πείτε τη «διαφωνούμε πολύ, αλλά όχι πάρα πολύ») τους φέρνει ακόμη κοντύτερα, και εξηγεί ακόμη καλύτερα γιατί βρίσκονται τους τελευταίους μήνες σε συνεχή πτώση: γιατί δεν ξέρουν ακριβώς τι είναι και τι θέλουν. Όπως έγραψε και ο Χρήστος Χωμενίδης σε χθεσινό του άρθρο, θα έπρεπε τα δυο κόμματα, ανεξαρτήτως της μεθόδευσης που ακολούθησε ο πρωθυπουργός στην κίνησή του, είτε να τον υποστηρίξουν, εστιάζοντας στην ουσία της απόφασης, είτε να τον καταδικάσουν με συνέπεια, αποσύροντας την εμπιστοσύνη τους. Και το ένα και το άλλο θα τους έδιναν σαφή πολιτική θέση. Όπως έχουν τα πράγματα -και εφόσον δεν ξεκαθαρίσουν το ταχύτερο την κατάσταση, αν έχουν πλέον καιρό για κάτι τέτοιο- θα χρεωθούν μόνο την αβουλία τους, που ουσιαστικά δεν τους αφήνει κανένα επιχείρημα για το μέλλον και περίπου προδιαγράφει την καταδίκη τους. Γιατί τι επιχείρημα, και τι μέλλον, να έχει κάποιος που την κρίσιμη ώρα δηλώνει ευθαρσώς ότι δεν ξέρει τι θέλει;
Τέλος πάντων, αυτό είναι δικό τους θέμα, ένα ρίσκο που αναλαμβάνουν και του οποίου θα χρεωθούν τις συνέπειες. Εμένα ας μου επιτραπεί να κάνω μια παρατήρηση που φαίνεται σε πολλούς προφανής, ότι η συνέχιση της πορείας τους ως δυο διακριτών κομμάτων είναι πλέον χωρίς νόημα. Όποιες διαφορές και αν είχαν ως τώρα ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, γεφυρώθηκαν οριστικά από την κοινή αντιμετώπισή τους στο θέμα ΕΡΤ. Ας ενώσουν λοιπόν τις μοίρες τους, που ούτως ή άλλως προδιαγράφονται πάνω κάτω κοινές, και ας προσπαθήσουν να χρωματίσουν με ένα κάπως πιο ξεκάθαρο και ελκυστικό χρώμα τη μουτζούρα που εκφράζουν αυτή τη στιγμή οι μπερδεμένες απόψεις τους. Είναι σαφέστατο στην κοινωνία ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων τους έχει πολύ πιο ξεκάθαρες απόψεις από τις δικές τους κομματικές γραμμές. Ξεκαθαρίζοντας λοιπόν τη θέση τους, κάποιους σίγουρα θα αποξενώσουν και θα τους οδηγήσουν σε άλλες αγκαλιές, αλλά νομίζω περισσότερους θα πείσουν για τη σοβαρότητά τους, για την οποία αυτή τη στιγμή αμφιβάλλουν οι πάντες, και ίσως, αν είναι πολύ προσεκτικοί και επιδέξιοι, κερδίσουν και νέους ψηφοφόρους από τον κεντρώο-κεντροαριστερό χώρο. ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ ενωμένοι, με κοινό αρχηγό, μπορούν να ελπίζουν ότι θα αποκτήσουν μια νέα δυναμική, που θα αντιστρατευτεί τη μόνη δύναμη που τους κινεί τώρα, δηλαδή προς τα κάτω: της βαρύτητας. Το αν η ένωση θα είναι ικανή να τους περισώσει από την καταστροφή, θα το δείξει ο χρόνος. Αλλά χωρίς αυτή, νομίζω δεν έχουν ελπίδες.
Στην τρίτη κατηγορία βάζω τα μικρότερα κόμματα, με πιο διακριτό αυτό της Δράσης, για κάποια από τα οποία ίσως δεν ισχύει ο όρος «κεντροαριστερά» – το περιγραφικό «μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ» αποδίδει ακριβέστερα το στίγμα τους. Αν γίνουν σύντομα εκλογές, πιστεύω ότι όλα αυτά είναι καταδικασμένα να βρεθούν κάτω από τον θλιβερό πήχυ του 3%. Δεν τα κρίνω και δεν τα αξιολογώ, και δέχομαι ότι κάποια από αυτά περιλαμβάνουν σημαντικούς ανθρώπους, καλοπροαίρετους, ικανούς, κάποιους με αξιοσημείωτο έργο εκτός πολιτικής, ή άλλους με άνω του μέσου όρου ιστορικό εντός πολιτικής, ανθρώπους εν πάση περιπτώσει που σίγουρα έχουν να προσφέρουν στην πολιτική μας ζωή. (Πολλοί από αυτούς, προσθέτω, είναι καλοί μου φίλοι και έχουμε υποστηρίξει τα τελευταία χρόνια παραπλήσιες θέσεις.) Χωρίς να πάμε σε βαθύτερες αναλύσεις, όμως, τα κόμματά τους είναι τώρα χαμένα από χέρι, για δυο σημαντικότατους λόγους: αφ’ ενός τον ελάχιστο χρόνο τον οποίο έχουν ως τις εκλογές, και αφ’ ετέρου -και κυρίως- το εξαιρετικά πολωμένο κλίμα μέσα στο οποίο θα γίνει η επόμενη αναμέτρηση. Τέτοιο κλίμα τους μικρούς τους σμπαραλιάζει.
Στην τέταρτη κατηγορία, που εν πολλοίς συγγενεύει με την τρίτη, τοποθετώ τους ανεξάρτητους παίκτες του χώρου, που έχουν διαφοροποιηθεί από τα άλλα κόμματα και παραμένουν ανένταχτοι ή που συζητούν για πιθανά νέα σχήματα. (Και από ετούτους, πολλοί είναι καλοί μου φίλοι.) Οι περισσότεροι από αυτούς πιστεύουν, να το πω κάπως-κάπως γραφικά, ότι καλή ομελέτα με μπαγιάτικα ή χαλασμένα αυγά δε γίνεται, και ότι η ανανέωση δεν μπορεί να έρθει μέσα από σχήματα και ανθρώπους που έχουν δώσει εξετάσεις και έχουν αποτύχει. Σοβαρό επιχείρημα, που θα μπορούσε να υποστηριχθεί πειστικά, και να αξιολογηθεί στην πράξη, αν υπήρχε χρόνος. Αλλά δεν υπάρχει. Ό,τι ισχύει λοιπόν για την τρίτη κατηγορία, των υπαρκτών μικρών κομμάτων, ισχύει ακόμη περισσότερο για των ανυπάρκτων: φερέλπιδες φίλοι, μην απατάσθε. Απλούστατα, δε σας παίρνει ο χρόνος να συνταχθείτε.
Και για την τρίτη και για την τέταρτη κατηγορία ισχύει και τούτο: ένα υπαρκτό μικρό ή νέο κόμμα μπορεί να εισβάλλει στην κύρια πολιτική σκηνή είτε με μακρόχρονη προετοιμασία, με έναν συνδυασμό επικοινωνίας, οργάνωσης, ακτιβισμού και ίσως και τύχης, για τα οποία απλώς τώρα δεν υπάρχει χρόνος, είτε με το πρόσωπο ενός χαρισματικού ηγέτη, το οποίο απλώς δε διαθέτουν – αν το διέθεταν θα το είχαμε καταλάβει. Γνωρίζω ότι πολλοί που κινούνται στον χώρο αυτό πιστεύουν στο θαύμα που μπορούν να πετύχουν εκεί που άλλοι έφαγαν τα μούτρα τους, στο ότι ειδικά αυτοί είναι κάτι διαφορετικό, κάτι πολύ καλύτερο από όλους τους άλλους. Πιθανώς κάποιοι να είναι, δεν αντιλέγω. Αλλά στον καιρό που μένει δεν έχουν καμία ελπίδα να πείσουν και άλλους, πέραν του στενού τους κύκλου. Ας προσέξουν όμως και κάποιοι άλλοι που κινούνται εδώ: η μεγαλομανιακή αυτοπεποίθηση, όταν μάλιστα συνδυάζεται με ακραία άρνηση της πραγματικότητας, θεωρείται σοβαρό ψυχιατρικό σύμπτωμα, δυστυχώς ενδημικό στην εντόπια πολιτική ψυχοπαθολογία, ατομική και ομαδική. Ας προσπαθήσουν, παρακαλώ, όσοι ρέπουν προς αυτήν, να αποφύγουν κάποια έξαρση της νόσου, που απλώς θα τους εκθέσει.
Δε μου πάει να τελειώσω τις σκέψεις αυτές μελαγχολικά, σε τόνους απαισιόδοξους, απλά προμηνύοντας την ήττα ενός σημαντικού πολιτικού χώρου. Δεν είμαι προφήτης άλλωστε, κάποιες σκέψεις κάνω, αλλά σκέψεις, φοβούμαι, υψηλού ρεαλισμού: αν γίνουν, όπως φαίνεται, εκλογές το φθινόπωρο ή και νωρίτερα, θα είναι σε έντονα πολωμένο κλίμα, που θα πλήξει κυρίως τον χώρο εκτός των δυο κομμάτων που θα συγκρουσθούν μετωπικά, Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ. Δεν το εύχομαι, δε μου αρέσει, αλλά θα γίνει. (Αυτό που εύχομαι, παρεμπιπτόντως, είναι να πλήξει και τον χώρο δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας, πράγμα που επίσης πιστεύω ότι θα συμβεί.)
Όμως, ο χώρος ανάμεσα ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί ακόμη μια πολύ μεγάλη ελπίδα, που αν οι πολιτικοί του την κυνηγήσουν με πάθος, ενέργεια και κυρίως ταχύτητα, μπορεί να υλοποιηθεί. Αυτή είναι απλούστατα ο χώρος να ενωθεί. Ο Νίκος Μπίστης τη συζήτησε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του την περασμένη εβδομάδα με τίτλο «Οι πενήντα, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ» μιλώντας για ανθρώπους από τα δυο κόμματα και άλλους του χώρου (δηλαδή τη δεύτερη, την τρίτη και την τέταρτη κατηγορία μου) που θα βρεθούν, θα συνεννοηθούν και θα βρουν τρόπο να συμπαραταχθούν. Σε αυτό απάντησε προχθές με επίσης ενδιαφέρον άρθρο ο Γιώργος Προκοπάκης, προτάσσοντας την αντίρρηση περί μη συμμετοχής φθαρμένων θεσμών και προσώπων. Υπό άλλες συνθήκες, ο διάλογος των δυο απόψεων θα ήταν γόνιμος. Τώρα είναι απλά ανεδαφικός, λόγω έλλειψης χρόνου. Αν πρόκειται να κατέβει στις επόμενες εκλογές ένα κεντρώο-κεντροαριστερό σχήμα, που να διεκδικήσει με αξιώσεις μια αξιοπρεπή παρουσία στη νέα Βουλή, πράγμα που το εύχομαι προσωπικά διακαώς, αυτό μπορεί να γίνει μόνο εφόσον κάνουν στην άκρη οι εγωισμοί των ισχυρών παικτών του χώρου, εντός και εκτός κομμάτων, και γίνει ένα ενιαίο μέτωπο, κάτι σαν την «Ενωση Κέντρου» του 1961, συνδυάζοντας οπωσδήποτε όχι μόνο στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, αλλά και άλλα, από μικρότερα κόμματα, ή εκτός κομμάτων, που θα φέρουν και κάποια ιδιαίτερα αναγκαία αξιοκρατική ανανέωση. Μόνο ένα τέτοιο σχήμα μπορεί να αντισταθεί και να μη συντριβεί από το δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Το επαναλαμβάνω: μόνο!
Αν μπορέσει μάλιστα ένα τέτοιο σχήμα και αποκτήσει έναν ηγέτη που θα συνενώσει και θα εμπνεύσει, οι ελπίδες του αυξάνονται σημαντικά. Αλλά νομίζω ότι υπάρχει μόνο ένας που μπορεί να παίξει αυτό τον ρόλο την παρούσα στιγμή, με υψηλές πιθανότητες επιτυχίας: ο Γιάννης Μπουτάρης, κι αυτή μου η εντύπωση βασίζεται σε πολλές κουβέντες με ανθρώπους πολλών τάσεων αυτού του χώρου, που όλοι συγκλίνουν στο ότι είναι μια λύση αξιόπιστη, αξιόλογη, που θα έπαιζε ρόλο καταλύτη. Θα το τολμήσουν όμως οι ισχυροί παίκτες του χώρου; Θα το δεχθεί ο ίδιος; Δεν ξέρω. Αν όμως δεν είναι αυτός ο υποψήφιος, το εγχείρημα δυσκολεύει πολύ. Αλλά ίσως δεν είναι αδύνατο να βρεθεί ένας άνθρωπος, που θα φέρει όσο γίνεται λιγότερα βάρη, που το ιστορικό του θα εγγυάται όσο το δυνατόν περισσότερη αξιοπιστία, και που θα μπορεί να εμψυχώσει όσο περισσότερο γίνεται τον βαθιά απογοητευμένο χώρο των κεντρώων και κεντροαριστερών ψηφοφόρων.
Η πατρίδα μας πάσχει βαρύτατα αυτή τη στιγμή από την έλλειψη ενός ισχυρού κεντρώου-κεντροαριστερού κόμματος, και φοβάμαι ότι αν ένα τέτοιο δεν υπάρξει στις επόμενες εκλογές είναι πιθανότατο να ζήσουμε τα επόμενα χρόνια μέσα σε ένα οξύτατα πολωμένο κλίμα, που μόνο κακά θα φέρει στον τόπο. Ας αναλογισθούν όλοι οι πολιτικοί του κεντρώου-κεντροαριστερού χώρου την τεράστια ευθύνη τους αυτή τη στιγμή, ας παραμερίσουν τις διαφωνίες τους – κι ας ενωθούν κάτω από μια σημαία, ας είναι και ευκαιριακή, μια σημαία ζωτικά απαραίτητη σε μια σύγχρονη, ευρωπαϊκή φιλελεύθερη δημοκρατία.
Η ευθύνη αυτή είναι τώρα μόνο δική τους.