Photo: Aytac Kurtuba
Η πρώτη φορά που πήγα στην Κωνσταντινούπολη ήταν το 2002 για μια συνάντηση δημοσιογράφων που είχε οργανώσει το Friedrich Ebert Foundation. Η Τουρκία δεν αναγνώριζε τότε τα κυπριακά διαβατήρια και ένας καλός συνάδελφος, ο Μιχάλης Μορώνης, έπεισε τον υπουργό Εξωτερικών Γιώργο Παπανδρέου να μας εκδώσει διπλωματικά διαβατήρια της Ελληνικής Δημοκρατίας, διάρκειας ενός μηνός. Με αυτό το διαβατήριο, που το φυλάω σαν κειμήλιο, μπήκα για πρώτη φορά στην Τουρκία μεταφέροντας μαζί μου όλες τις προκαταλήψεις μου, όλες τις φοβίες μου και όλες τις ανασφάλειές μου από τα εφηβικά τραύματα του πολέμου του 1974.
Στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης, όταν περνούσα από τον έλεγχο των διαβατηρίων, με είχε κυριεύσει ο πανικός ότι μπορούσε και να με συλλάβουν για όσα είχα γράψει στα βιβλία μου εναντίον του στρατού. Κι όταν περπατούσα στο δρόμο κοιτούσα πίσω μου, έχοντας την αίσθηση ότι κάποιος με παρακολουθούσε. Βεβαίως επρόκειτο για εμμονές, απόλυτα κατανοητές στο κλίμα της εποχής εκείνης.
Σκεφτόμουνα όλα αυτά το περασμένο Σάββατο, όταν έμπαινα μαζί με άλλους συναδέλφους μου στο παλάτι Dolmabache στο Βόσπορο για μια συνάντηση με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν, με πρωτοβουλία του Global Political Trends Center, μιας δεξαμενής σκέψης που πανεπιστημίου Kultur της Κωνσταντινούπολης.
Η συνάντηση έγινε σε μια περίοδο που η Τουρκία κοχλάζει λόγω της νέας ρήξης του ΑΚΡ με τον στρατό, με αφορμή τις συλλήψεις ανώτατων αξιωματικών ως υπόπτων για ανατρεπτικές δραστηριότητες. Το γεγονός ότι εν μέσω αυτού του χάους που διέρχεται η Τουρκία, ο πρωθυπουργός της χώρας θέλησε να συναντήσει Κύπριους δημοσιογράφους, να αναφερθεί σε προθυμία απόσυρσης του στρατού από την Κύπρο και να προτείνει στην Ελλάδα μείωση των εξοπλισμών, έχει από μόνο του μια ιδιαίτερη αξία. Κι όποιος ασχολείται με τα ελληνοτουρκικά και δεν μπορεί να το καταλάβει αυτό απλώς πάσχει από πολιτική μυωπία.
Όταν τέλειωσε η συνάντηση είπα πως ήταν η πιο σημαντική επαφή που είχα στα 25 χρόνια που είμαι στη δημοσιογραφία. Και να σας πω γιατί: για πρώτη φορά από τότε που ασχολούμαι με το Κυπριακό άκουσα με τα αυτιά μου έναν Τούρκο πρωθυπουργό και τον υπουργό του των Ευρωπαϊκών Υποθέσεων να απευθύνονται στην Κύπρο ολόκληρη, να μιλούν για τις προοπτικές της ειρήνης και σχεδόν να παρακαλούν τους Κύπριους να προχωρήσουν τάχιστα σε μια διαδικασία λύσης του Κυπριακού, διότι την έχει ανάγκη και η Τουρκία για να προχωρήσει στο δρόμο της προς την Ευρώπη. (Το τι είπαν μπορείτε να το διαβάσετε στο www.makarios.eu)
Πολλοί στη Λευκωσία, κι απ’ ότι βλέπω από τα σχόλια στο άρθρο του Σταύρου Θεοδωράκη και στην Αθήνα, δεν μπορούν να καταλάβουν ότι ο κόσμος αλλάζει, όλα αλλάζουν, ακόμη και η Τουρκία μπορεί να αλλάξει.
Όταν όλη η Ελλάδα είναι στους δρόμους, όταν ο κόσμος αισθάνεται τη φτώχεια στο πετσί του και η χώρα προσπαθεί να διασωθεί από τη χρεοκοπία, είναι έγκλημα κατά της κοινωνίας η σπατάλη πόρων για αμυντικούς εξοπλισμούς που δεν προσφέρουν τίποτα στη χώρα.
Από την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ μέχρι σήμερα δεν υπήρξε ποτέ πραγματικός κίνδυνος ελληνοτουρκικού πολέμου. Έχω μελετήσει σε βάθος τέσσερις κρίσεις (1963, 1964, 1967, 1974). Σε όλες τις περιπτώσεις η Ελλάδα αναδιπλωνόταν για τον ίδιο λόγο: ούτε την Κύπρο μπορούσε να προστατεύσει, ούτε την ακεραιότητά της να διασώσει. Περίπου έτσι έγινε και με την κρίση των Ιμίων. Ο Εγκεμέν Μπαγίς, αναφερόμενος στην κρίση στα Ίμια, είπε πως «φτάσαμε κοντά σε πόλεμο με την Ελλάδα για μερικές πέτρες στο Αιγαίο». Αυτό που πριν 15 χρόνια ήταν η διαφύλαξη της εθνικής υπερηφάνειας της Τουρκίας, σήμερα είναι μερικές πέτρες στο Αιγαίο. Βλέπετε, λοιπόν, ακόμη κι ένας Τούρκος μπορεί να αλλάξει.
Αξίζει να δυστυχούν οι Έλληνες και οι Τούρκοι για μερικές πέτρες στο Αιγαίο; Αξίζει να καταχρεώνεται η χώρα για να πλουτίζουν οι πολεμικές βιομηχανίες και να ζουν στη χλιδή οι μεσάζοντες; Η Ελλάδα δεν εξασφαλίζει την εθνική της ανεξαρτησία με τα όπλα, αλλά με την οικονομία της. Ο πρωθυπουργός είπε πως έχει τρωθεί η ανεξαρτησία της Ελλάδας, όχι διότι έχασε έναν πόλεμο αλλά από την επιτήρηση!
Πολλοί λένε ότι τα ανοίγματα του Ερντογάν είναι ανειλικρινή. Δεν είχα μαζί μου κάποιο όργανο που να μετράει την ειλικρίνεια των ανθρώπων για να μπορώ να το επιβεβαιώσω. Πάντως, το βράδυ του Σαββάτου όταν περπατούσα ανάμεσα στο πλήθος στο Πέρα δεν αισθανόμουν κανένα φόβο. Μόνο ονειρευόμουν το μέλλον της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Κύπρου με λυμένα τα προβλήματα, με πλήρεις σχέσεις, χωρίς αμυντικές δαπάνες και χωρίς φοβίες. Μπορεί να ήταν ο ευσεβής μου πόθος. Ίσως, αλλά δεν θα άξιζε τον κόπο να δοκιμάσουμε κι αυτό τον τρόπο;
Προσωπικά γεννήθηκα μέσα στην κρίση, έζησα τα παιδικά μου χρόνια με πολεμικές εντάσεις, η εισβολή του ΄74 γέμισε χαρακιές την ψυχή μου, ενηλικιώθηκα με την εικόνα του δαίμονα δίπλα μου, με τον οποίο η γεωγραφία με έχει καταδικάσει να ζω μαζί του μέχρι να πεθάνω. Ξέρετε, δεν ζω στο Κολωνάκι. Κυριολεκτικά κοιμάμαι και ξυπνώ εντός του βεληνεκούς του τυφεκίου ενός Τούρκου στρατιώτη. Δεν θέλω να είμαι ήρωας. Θέλω να ζήσω και λίγο νορμάλ. Ζητάω πολλά;