Πολλή συζήτηση έχει γίνει, στα κανάλια και τη Βουλή και πολλαπλά επιχειρήματα, βάσιμα και ρεαλιστικά, έχουν διατυπωθεί για την επιλογή να θεσπισθεί 23% ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση.
Κοινή είναι η συνισταμένη όλων ότι το συγκεκριμένο μέτρο είναι αντιλαϊκό, αντιπαραγωγικό και επιπλέον πρωτότυπο για χώρα της Ε.Ε , αφού πουθενά δεν επιβαρύνεται η ιδιωτική εκπαίδευση παρά μόνο στο Μπαγκλαντές.
Ωστόσο υπάρχει μία άλλη πλευρά η οποία δεν έχει αναδειχθεί και κατά τη γνώμη μου είναι μεγαλύτερης σημασίας, με διαστάσεις πολιτικές, εθνικές και κοινωνικές. Το γεγονός ότι, εξαιτίας της μεγάλης και πολυετούς απαξίωσης της δημόσιας παιδείας και της συντεχνιακής εναντίωσης σε κάθε απόπειρα μεταρρύθμισης της, οι οικογένειες χιλιάδων παιδιών επιλέγουν να τα στείλουν σε ιδιωτικά σχολεία ή στα φροντιστήρια για να καλύψουν τα κενά που έχουν στη γνώση τους ή για την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Με το ανάλογο τίμημα βεβαίως.
Έχει άραγε αναρωτηθεί κάποιος γιατί υφίσταται αυτή η κατάσταση; Και γιατί δεν βρέθηκε ούτε ένας από τον ΣΥΡΙΖΑ , το ΚΚΕ , το ΠΟΤΑΜΙ, το ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, τη ΝΔ να πούνε ότι επιτέλους αυτήν τη στρέβλωση και τη ντροπή του εκπαιδευτικού μας συστήματος κάποτε θα πρέπει να την εξαλείψουμε;
Ούτε μία πολιτική δύναμη δεν τολμά πλέον να ψελλίσει ότι το να πηγαίνει ένα μεγάλο μέρος του οικογενειακού προϋπολογισμού, του ήδη πενιχρού, στην παράλληλη παιδεία είναι αφύσικο και καταστροφικό, σε επίπεδο όχι μόνον οικονομικό αλλά κυρίως εκπαιδευτικό .
Είναι τόσο μεγάλο το πρόβλημα να δούμε τη μεγάλη εικόνα για τη χώρα μας, τόση ανικανότητα να ορίσουμε την κανονικότητα που επικαλούμαστε με ευκολία , τόσο άχρωμες και χωρίς έμπνευση οι δήθεν μεταρρυθμιστικές, προοδευτικές, αριστερές, κεντροαριστερές και πεφωτισμένες δεξιές δυνάμεις μας; Και η κοινωνία γιατί δεν το απαιτεί;
Η απάντηση εν μέρει υπάρχει. Ενδιαφέρει πρωτίστως ο κομματισμός, το χάιδεμα των «δικών μας» ανθρώπων, τα συντεχνιακά προτάγματα, να μην θιγούν τα κακώς κείμενα,ο ωχαδερφισμός. Κι επειδή σημαντικές ευθύνες, όπως πάντα έστω κι αν τις αρνείται με πείσμα, έχει και η κοινωνία, η «εύκολη» λύση για τις οικογένειες είναι η παράλληλη παιδεία. Κι όσο πλησιάζουν οι εξετάσεις τα Πανεπιστήμια το φαινόμενο εντείνεται. Φαύλος κύκλος, δηλαδή.
Όσοι όμως έκατσαν και δούλεψαν σχεδιάζοντας τρόπους, κατέβαλαν προσπάθειες να τον σπάσουν, επικρίθηκαν, λοιδορήθηκαν, κατακρίθηκαν.Ο λαϊκισμός, φευ, δύσκολα αντιμετωπίζεται. «Να μας πει η Διαμαντοπούλου για τα βιβλία που δεν είχαν τα σχολεία», ακούς ως μόνιμη επωδό για την μεταρρύθμιση που ξεκίνησε η πρώην υπουργός. Μπορεί να είχε κενά, μπορεί να μην εφαρμοζόταν σωστά, μπορεί να χρειαζόταν χρόνο που δεν υπήρχε, ήταν τελικά μια χαμένη ευκαιρία ώστε να αντιμετωπισθεί η πολύχρονη στρέβλωση και να εξαλειφθούν οι αντινομίες της δημόσιας εκπαίδευσης σε όλα τα επίπεδα. Αυτό τον σκοπό εξυπηρετούσαν για παράδειγμα τα Πρότυπα δημόσια σχολεία και ο νόμος για τα ΑΕΙ, που κατήργησαν με ιδεοληπτική εμμονή οι κύριοι Μπαλτάς και Χασάπης.
Η κρίση της δημόσιας παιδείας έχει, εν μέσω μάλιστα ευρύτερης οικονομικής κρίσης, εθνικές διαστάσεις. Ελλοχεύει ο κίνδυνος η επόμενη γενιά που σήμερα είναι στα σχολεία να γίνει πιο αμόρφωτη από τη γενιά που μορφώθηκε σωστά αλλά βιώνει τη κρίση. Οι σημερινοί μαθητές Δημοτικού και Γυμνασίου και οι φοιτητές των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ κινδυνεύουν να μην έχουν ανάλογες γνώσεις , όπως οι σημερινοί απόφοιτοι και μεταπτυχιακοί νέοι, γιατί απλούστατα οι οικογένειες δεν θα μπορέσουν να τους καλύπτουν οικονομικά για να φτάσουν ψηλά.
Άλλωστε για να στηριχθεί η ανάπτυξη που όλοι προσδοκούν επιβάλλεται άμεσα να προχωρήσει η δημόσια εκπαιδευτική ανασυγκρότηση. Το δρόμο τον έδειξε κι η Φινλανδία στις αρχές της δεκαετίας του 90. Βγήκε από τη κρίση επενδύοντας στην εκπαίδευση. Ας κάνουμε το ίδιο και θα μας βγει σε καλό. Οικονομικά, κοινωνικά, εθνικά.