Η χθεσινή μέρα μας παρουσίασε, σε όλο της το αηδιαστικό μεγαλείο, την κορύφωση ενός φαινομένου που εδώ και καιρό έχει διεισδύσει στην πολιτική μας ζωή: την επικράτηση πρακτικών της ευτελέστερης μορφής του «σόου-μπίζνες,» του κιτρινισμού, αλλά και, απείρως χειρότερα, του κόσμου της νύχτας, της βρομερής συναλλαγής και, εν τέλει, του υποκόσμου.
Τα συστατικά ήταν όλα παρόντα. Η εκκίνηση του θέματος, και του θεάματος, σε πρωινή τηλεοπτική εκπομπή, από τηλε-κωμικό πολλών εκατομυρίων, ο πρωταγωνιστικός ρόλος επιθεωρησιακού κωμικού-βουλευτή, και ο συμπρωταγωνιστικός κάποιου μυστηριώδους κυρίου, που επί ώρες παρέμενε ανώνυμος. Από χτες το πρωί, αυτοί κυριάρχησαν στις πολιτικές ειδήσεις, και μέσα από αυτές στην πολιτική ζωή της χώρας. Μέχρι χτες, η ευθύνη, και η ντροπή, για όποιες αξιόποινες πράξεις έχουν όντως τελεσθεί, ανήκει στους αυτουργούς της. Από χτες όμως το θέμα αφορά και τους πολιτικούς. Και οι ευθύνες επίσης: άλλους για τις πράξεις τους, άλλους για τη σιωπή τους.
Τα τελευταία χρόνια, για πρώτη φορά, άλλοτε πανίσχυροι υπουργοί, πολιτικοί παράγοντες και παίκτες του οικονομικού βίου βρίσκονται στη φυλακή, καταδικασμένοι για ατιμωτικά αδικήματα. Σχεδόν το σύνολο των βουλευτών ενός κόμματος είναι στον Κορυδαλλό, κατηγορούμενοι ότι υιοθέτησαν τις πρακτικές των χειρότερων μορφών του υποκόσμου. Η δικαιοσύνη κάνει τη δουλειά της, όπως και η αστυνομία, που ερευνά και αποκαλύπτει συνεχώς υποθέσεις διαφθοράς.
Βέβαια, εδώ και αρκετό καιρό έχουμε συνηθίσει στο θέαμα των «τηλε-δικών», ή στις αόριστες κατηγορίες κατά προσώπων στο διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι νοήμονες πολίτες τα βάζουν αυτά στη θέση που τους αξίζει και παρηγοριούνται ότι οι άλλοι, οι λιγότερο ενήμεροι, τα προσλαμβάνουν τουλάχιστον εν μέσω πολυφωνίας: για κάθε έναν που βρίζει από δώθε υπάρχει και ένας που βρίζει από κείθε, για κάθε αρλούμπα ή χούφτα λάσπης που πετούν οι μεν, έρχεται και μια από τους δε. Δεν είναι ωραίο, δεν είναι ιδανικό, αλλά ας πούμε ότι είναι ένα από τα τιμήματα που πληρώνουμε για την ελευθερία του λόγου. Και ως τέτοιο, αξίζει τον κόπο.
Το φαινόμενο όμως που βλέπουμε εδώ και κάποιες βδομάδες, και κορυφώθηκε χθες, μπαίνει σε άλλη σφαίρα, εφ’ όσον οδηγεί σε αποσταθεροποίηση της δημοκρατίας. Γιατί βέβαια είναι πασιφανής απόπειρα αποσταθεροποίησης της δημοκρατίας η τρομοκράτηση των εκλεγμένων λειτουργών της, απόπειρα που κινδυνεύει να γίνει πράξη αν η δυσοσμία που αναδύεται δεν πνιγεί από την αντίδραση όσων έχουν καθήκον να αντισταθούν.
Με δυο λόγια τα περιστατικά:
Κατ’ αρχήν, τα χθεσινά δεν ήταν τα πρώτα του είδους. Προ λίγων εβδομάδων έγιναν από στελέχη κάποιων κομμάτων της αντιπολίτευσης καταγγελίες περί σκοτεινών κέντρων που επιχειρούν χρηματισμό βουλευτών για την εκλογή προέδρου της δημοκρατίας. (Σιωπηρό υπόστρωμα αυτών των κατηγοριών ήταν, φυσικά, ο υπαινιγμός ότι η υπερψήφιση προέδρου σήμερα αποτελεί αυτή καθαυτή κατάπτυστη πράξη.) Αυτές οι καταγγελίες ερευνήθηκαν, όπως έπρεπε, από τη δικαιοσύνη. Αλλά όταν οι καταγέλοντες έφτασαν στους εισαγγελείς είπαν διάφορα του τύπου «άκουσα από κάπου», «μου είπε κάποιος ότι του είπαν», που βέβαια περιγράφονται απλά ως λασπολογία. Αυτός είναι ο ορισμός της: να κατηγορείς γενικώς και αορίστως, χωρίς στοιχεία.
Ύστερα, μια βουλευτής των ΑΝΕΛ κατήγγειλε ότι έγινε προσπάθεια εξαγοράς της με κάποιο ακαθόριστο ποσό εκατομυρίων Ευρώ, το οποίο η ίδια αρνήθηκε, και εν συνέχεια κατήγγειλε. Συζητήθηκε μια δυο μέρες το θέμα κι έπειτα ξεχάστηκε, καθώς από την έρευνα δεν προέκυψε κάτι. Δε θυμώσαμε όμως ιδιαίτερα, ίσως επειδή η υπόθεση πρόσφερε και γέλιο, καθώς η καταγγέλουσα είπε ότι η απόπειρα εξαγοράς της έγινε μέσω από το Facebook.
Μετά το φιάσκο αυτό κάπως ατόνησαν τα περί “μεγάλων συμφερόντων που εξαγοράζουν βουλευτές,” και περιορίστηκαν σε αστειάκια μεταξύ διαδικτυακών φίλων.
Χτες όμως, εν μέσω μιας άκρως ευαίσθητης περιόδου της πολιτικής μας ζωής, έγινε η έκρηξη. Σε πρωινή τηλεοπτική εκπομπή, ο κ. Λαζόπουλος κατήγγειλε ότι γνωρίζει πως ο κ. Χαϊκάλης, βουλευτής των ΑΝΕΛ, δέχθηκε πρόταση εξαγοράς του, για να ψηφίσει πρόεδρο τον κ. Δήμα. Ο κ. Λαζόπουλος, παρεμπιπτόντως, είπε επιπλέον ότι και κάποιος άλλος βουλευτής του ομολόγησε ότι του έγινε πρόταση και τη δέχτηκε μάλιστα. Δεν τον κατονόμασε όμως, οπότε τον παρακαλώ να το κάνει.
Μέσα στη μέρα μάθαμε πολλά ακόμη.
Φυσικά, δεν είμαι σε θέση να βγάλω συμπέρασμα, ούτε και θα ήταν σωστό, για την αλήθεια ή μη της καταγγελίας του κ. Χαϊκάλη. Ο ρόλος αυτός ανήκει στη δικαιοσύνη. Αλλά καθώς θυμάμαι μια κουβέντα ενός φίλου δικηγόρου, ότι “το ποινικό δικαστήριο είναι το βασίλειο της κοινής λογικής”, απαριθμώ κάποια πράγματα που μάθαμε χτες που με παραξένεψαν.
Αρχικά, ο κ. Χαϊκάλης είπε ότι πήγε την απόπειρα δωροδοκίας στον εισαγγελέα, πράξη ορθότατη και λογικότατη, για την οποία και τον συγχαίρω. Μετά αρχίζουν όμως τα ερωτήματα.
1. Ο κ. Χαϊκάλης συναντήθηκε με τον κύριο που του πρότεινε τη δωροδοκία τρεις φορές, αλλά δεν τον κατονόμασε στον εισαγγελέα λέγοντας ότι “δε θυμόταν το όνομά του”. (Αυτό εμένα μου φαίνεται παράξενο για άνθρωπο όπως ο κ. Χαϊκάλης, δηλαδή έχοντα σώας τα φρένας.)
2. Πιεζόμενος από την Κρατική Ασφάλεια τελικά θυμήθηκε το όνομα: Γιώργος Αποστολόπουλος. Η Κρατική Ασφάλεια πρότεινε στον κ. Χαϊκάλη, πολύ ορθά, να στήσουν παγίδα στον κ. Αποστολόπουλο, ώστε η απόπειρα δωροδοκίας να γίνει πράξη. Πριν όμως αυτό συμβεί, το θέμα δημοσιοποιήθηκε από τον κ. Λαζόπουλο. (Εγώ στενοχωρέθηκα: γιατί να μην το αφήσουν να προχωρήσει, ώστε να έχουμε την επ’ αυτοφώρω σύλληψη.)
3. Στη συνέχεια έγινε συνέντευξη τύπου από τον πρόεδρο του κόμματος του κ. Χαϊκάλη, στην οποία επιδείχθηκε ένα CD που περιλαμβάνει, όπως ειπώθηκε, ενοχοποιητικά στοιχεία, που παραδόθηκε στους αρμοδίους. Αργότερα, όμως, ο κ. Χαϊκάλης είπε ότι το CD «το μόνταρε το επιτελείο του κ. Λαζόπουλου», και εκπρόσωπος του κόμματός του είπε ότι περιέχει εικόνα από μία συνάντηση με τον κ. Αποστολόπουλο, αλλά ήχο από μια άλλη, «για να είναι πιο ζουμερό». Δε λέω, ωραία τα ζουμερά προϊόντα, αλλά, βρε παιδιά, αν ο ήχος είναι από τη μια συνάντηση και η εικόνα, λέτε, από την άλλη, και επί πλέον δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το πότε των ηχογραφήσεων, ή και το ποιου είναι η ασώματη φωνή, πως ξέρουμε ποιος και σε τι αναφερόταν στη συζήτηση;
4. Αργότερα μάθαμε ότι ο κ. Αποστολόπουλος ήταν σύμβουλος του κ. Καμμένου, διευκρίνισθηκε όμως ότι ήταν μόνο μέχρι πέρσι. (Ομολογώ ότι η δόση κοινής λογικής που μου χάρισε η ζωή με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, έστω και μέχρι πέρσι να ήταν, η σύμπτωση αυτή είναι, όπως και να το κάνουμε, κάπως περίεργη.)
5. Το μπλέξιμο έγινε μεγαλύτερο όταν ο κ. Χαϊκάλης είπε ότι στο παρελθόν είχε με τον κ. Αποστολόπουλο οικονομικές δοσοληψίες. Αν η εικόνα αυτών των συναλλαγών είναι ακριβώς όπως την περιγράφει ο κ. Χαϊκάλης, η συμπεριφορά του εν λόγω κυρίου παραπέμπει σαφώς σε τρόπους κοινού απατεώνα. (Αλλά βέβαια την ευθύνη της περιγραφής, άρα και του συμπεράσματος, έχει ο κ. Χαϊκάλης.)
6. Μετά διαβάσαμε το διάλογο στο CD. Ξεπερνώντας προς στιγμήν το θέμα της νομιμότητας της χρήσης του, ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω ότι τα όσα λέγονται, από μόνα τους, δεν αποδεικνύουν κάποιο αδίκημα. Όντως, είναι περίεργα. Αλλά μπορεί άριστα να εξηγηθούν με τρόπο που, χωρίς πρόσθετα επιβαρυντικά στοιχεία, δεν είναι ποινικά κολάσιμος. Πολλώ μάλλον δε όταν δεν ξέρουμε πότε ειπώθηκαν, ποιος μιλάει, και έχουμε τη δήλωση αυτών που παρέδωσαν το CD, ότι ο διάλογος είναι μονταρισμένος. (Να θυμίσω ότι και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης όταν θέλει να χαρακτηρίσει κάτι ψευδές λέει «το έβγαλε η μονταζιέρα».)
7. Τέλος, αργά το απόγευμα, ενεπλάκη και το όνομα του πρωθυπουργού, ο οποίος και υπέβαλλε μήνυση στον κ. Χαϊκάλη. Ο κ. Χαϊκάλης αντέδρασε λέγοντας ότι ο ίδιος δεν κατηγόρησε τον πρωθυπουγό, και μάλιστα τον κάλεσε, για κάποιο λόγο, να κάνουν μαζί μήνυση στον κ. Αποστολόπουλο. (Εδώ το οικοδόμημα της κοινής λογικής τρίζει εκ θεμελίων.)
Τέλος πάντων. Αυτά τα γεγονότα τα κρίνει ο καθένας όπως θέλει, έως ότου μιλήσει ο εισαγγελέας, ο μόνος αρμόδιος, για να μας πει αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για αδικήματα, και ποια ακριβώς είναι.
Αν τα όσα έγιναν χτες είχαν συμβεί προ μηνών, και αν είχαν σταματήσει εδώ, θα είχαμε για μερικές μέρες ένα ωραίο θέμα για χιλιάδες ρεπορτάζ, αναρτήσεις στα μπλογκ, στο Facebook και στο Twitter, που ανάλογα με τα γούστα του καθενός θα ανήκαν στο αφηγηματικό γένος του κωμικού, του πολιτικού, του αστυνομικού, του κωμικο-πολιτικού, του αστυνομικο-πολιτικού, του κωμικο-αστυνομικο-πολιτικού, κλπ.
Όμως συνέβησαν χθες, δηλαδή τέσσερις ακριβώς μέρες πριν τη δεύτερη, κρίσιμη ψηφοφορία για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Κι εδώ τα πράγματα αρχίζουν να σκοτεινιάζουν, και από το γεγονός της χρονικής σύμπτωσης αυτό καθαυτό, αλλά και καθώς μπήκαν στο παιχνίδι και άλλα πολιτικά πρόσωπα, με δηλώσεις, υπαινιγμούς, απόψεις. Εκπρόσωπος του Σύριζα είπε ότι «οι κατηγορίες του Χαϊκάλη είναι σοβαρές.» (Να θεωρήσουμε ότι ξέρει κάτι που δεν ξέρουμε; Αν ναι, νομίζω πρέπει να ειπωθεί στις αρμόδιες αρχές.) Η κα. Ρεπούση, της ΔΗΜΑΡ, είπε ότι «δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι απόπειρες εξαγοράς γίνονται προς βουλευτές ενός κόμματος». (Αυτό σημαίνει ότι τις αποδέχεται ως γεγονότα; Και αν ναι, τι ακριβώς υπονοεί γι’ αυτό το κόμμα.) Κι έπειτα κάποια βουλευτής των ΑΝΕΛ είπε ότι η κα. Κουντουρά της κατήγγειλε ότι προσπάθησαν να την εξαγοράσουν κι αυτήν, πράγμα που η κ. Κουντουρά αμέσως διέψευσε κατηγορηματικά. (Αυτό δε σχολιάστηκε περαιτέρω, ως επουσιώδες προφανώς.)
Από τις πρωινές ώρες, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και στις συζητήσεις μεταξύ γνωστών, καταγράφονταν ένα κύμα αντίδρασης, με μεγάλο αριθμό πολιτών να εκφράζει την εντύπωση ότι τα όσα λέγονται αποσκοπούν σε προσπάθεια πίεσης των βουλευτών που σκέπτονται να ψηφίσουν πρόεδρο. Και δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία ότι ένα τέτοιο κλίμα δημιουργήθηκε, ισχυρότατα μάλιστα, ακόμη και από το γεγονός της κυριαρχίας της «υπόθεσης Χαϊκάλη» στη δημοσιότητα. Όπου κι αν βρισκόσουν, άκουγες παραλλαγές της ίδιας φράσης: «άντε τώρα να τολμήσει βουλευτής να ψηφίσει πρόεδρο». Ομολογώ ότι όσο κι αν μου είναι απεχθής η σκέψη ότι ένας εκλεγμένος εκπρόσωπος του λαού θα επηρεασθεί από τέτοια φαινόμενα σήψης, η σκέψη ότι αυτό μπορεί να συμβεί, ύστερα από τα χθεσινά, μου πέρασε και μένα από το νου.
Το επιστέγασμα όμως των χθεσινών ήρθε στο τέλος της μέρας. Κι αυτό ήταν το χειρότερο απ’ όλα, γιατί ερχόταν από πολιτικά πρόσωπα. Αναφέρομαι στη δήλωση των κ.κ. Παραστατίδη και Βουδούρη, ανεξάρτητων βουλευτών, που αναφέρει, επί λέξει, ότι «η απόπειρα χρηματισμού, έστω και ενός βουλευτή, έστω και μόνο η σοβαρή πιθανότητα αυτής της απόπειρας, δημιουργεί μια βαριά σκιά, δυστυχώς για όλους τους βουλευτές, που άλλαξαν στάση απέναντι στην κυβέρνηση, από την ψηφοφορία του προϋπολογισμού στην ψηφοφορία για την προεδρία της Δημοκρατίας”. Με άλλα λόγια, μας λένε, η σκιά αυτή βαραίνει τέσσερις συγκεκριμένους συναδέλφους τους, με όνομα και επώνυμο. Αυτή είναι μια βαρύτατη κατηγορία, που ίσως να απαλύνονταν κάπως αν δεν υπήρχε και η συνέχεια: ότι, επί λέξει πάντα, ο “αδιαμφισβήτητος τρόπος, να αρθεί αυτή η σκιά για τους εν λόγω βουλευτές, είναι η αποχή τους από τις επόμενες ψηφοφορίες”. Με άλλα λόγια, ο μόνος τρόπος να πεισθούν οι κ.κ. Παραστατίδης και Βουδούρης ότι οι κ.κ. Λυκούδης, Ψαριανός, Αηδόνης και Νταβρής δεν είναι αργυρώνητοι, είναι να μην ψηφίσουν για πρόεδρο στη δεύτερη και στην τρίτη ψηφοφορία. (Εγώ μπορώ να το πάω και ένα βήμα παραπέρα: γιατί δε λέμε στους τέσσερις να πάνε στον εισαγγελέα και να ζητήσουν να τεθούν υπό περιορισμό ως τις 29, προληπτικά, μήπως τους πλησιάσει κανένας και τους κολάσει;)
Φυσικά, το επιχείρημα ότι «αφού ένας βουλευτής εξαγοράσθηκε, ή έστω και είναι πιθανό να εξαγοράσθηκε, τότε, δυστυχώς, όλοι είναι πιθανό να εξαγοράσθηκαν», αντέχει σε λογικό έλεγχο όσο το «αφού μια ξανθιά είπε μια ανοησία, ή και είναι πιθανό να είπε μια ανοησία, τότε όλες οι ξανθές είναι, δυστυχώς, πιθανά ανόητες». Και ακριβώς το γεγονός ότι δεν στέκει λογικά μεταφέρει τη δήλωση των δυο βουλευτών στο χώρο της πολιτικής. Και κάνει πολλούς, κι εμένα μαζί, να αναρωτιόμαστε: η δήλωση αυτή δε συνιστά απόπειρα πίεσης, και μάλιστα δημόσια, όσων βουλευτών θέλουν να ψηφίσουν υπέρ του κ. Δήμα να το ξανασκεφτούν, γιατί κάποιοι, ίσως ο κ. Παραστατίδης, ίσως ο κ. Λαζόπουλος, ή ίσως κάποιοι άλλοι, θα τους θεωρούν πουλημένους, και θα χαρακτηρίσουν την ψήφο τους «σοβαρό ενοχοποιητικό στοιχείο» που μπορεί, ποιος ξέρει, να τους οδηγήσει και κατηγορούμενους, σε κάποιου νέου τύπου μελλοντικό δικαστήριο;
Την πνιγηρή, βρωμερή ατμόσφαιρα την κάνει όμως πολύ χειρότερη η σιωπή. Διάβασα χθες βράδι τις αντιδράσεις των τεσσάρων «δυνάμει υπόπτων» βουλευτών, που εκφράζουν τη δίκαια οργή τους για τη συκοφαντία και την προσπάθεια χειραγώγησής της ψήφου τους. Αλλά δεν είδα καμία δήλωση πολιτικού της αντιπολίτευσης που να καταδικάζει την έμμεση πλην σαφή απειλή, αυτό το ύπουλο «μην ψηφίσετε, ώστε να καθαρίσετε το όνομά σας από την υποψία». Καμία δήλωση, δηλαδή, που να καταδικάζει την προσπάθεια υποταγής της πολιτικής ζωής σε σκοτεινά κέντρα, σε εκβιαστές και συκοφάντες. Κύριοι αρχηγοί των κομμάτων της αντιπολίτευσης, κυρίες και κύριοι βουλευτές της αντιπολίτευσης, αλλά και ανεξάρτητοι, γιατί δε μιλάτε; Το έχουν ανάγκη οι τίμιοι συνάδελφοί σας, που σπιλώνονται, και πάνω από όλα το έχουν ανάγκη οι απλοί πολίτες, που θέλουν να νοιώσουν κάποια αντίδραση, κάποια ένδειξη ότι η βρωμιά δε θα περάσει έτσι.
Καταλήγω. Αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι έγινε απόπειρα χρηματισμού βουλευτή, του οποιουδήποτε και από οποιονδήποτε, πρέπει να τις τεκμηριώσει τάχιστα ο εισαγγελέας και να παραπέμψει τους υπαίτιους σε δίκη. Όμως για τη βίαια απόπειρα χειραγώγησης των συνειδήσεων των βουλευτών που ξετυλίγεται από χτες μπροστά στα μάτια μας, πασιφανώς και αυταπόδεικτα, ποιος αναλαμβάνει τις ευθύνες; Γιατί, αναρωτιέμαι, αν δε μπορούν να την καταπνίξουν, με την ξεκάθαρη στάση τους, οι πολιτικοί, τότε σε ποιον πρέπει να ελπίζει αυτός ο έρμος ο λαός, για να προστατευθεί;
Κάποτε η δημοκρατία μας κινδύνευε από τα τανκς. Τώρα, στη θέση τους, την απειλεί ο βόθρος. Από δημοκρατία, απειλεί να την κάνει βοθροκρατία.