Ούτε ρόλοι. Ούτε τύποι. Μόνον χαρακτήρες. Επιμένει σε αυτό ο Πέτρος Φιλιππίδης και τόσα χρόνια… φούρναρης ξέρει πως και πόσο να τον «ψήσει» αυτό τον χαρακτήρα. «Αυτό με ενδιαφέρει στη σκηνή», μου ξεκαθαρίζει από την αρχή. «Να βρίσκω την αξία του χαρακτήρα». Σαν να είναι ένας από μας και να μιλάει για μας, αλλά και μόνος και (αναρχο)αυτόνομος, εκεί πάνω στην σκηνή, αυτός ο χαρακτήρας.
Όμως έχει βάλει και ένα ακόμη στοίχημα στον εαυτό του: εκείνο του σκηνοθέτη. Ε, πάνε και τριάντα χρόνια από τότε που αποφοίτησε από τη Σχολή του Κάρολου Κουν και το Ωδείο Αθηνών. Δεν την θέλει, λέει, «αυτή την ανασφάλεια του εγωισμού του σκηνοθέτη. Ο σκηνοθέτης με ενδιαφέρει να είναι εκείνος που θα κάνει τους ηθοποιούς να παίξουν όπως δεν έχουν ξαναπαίξει ή όπως θα ήθελαν να παίξουν αλλά δεν το έχουν κάνει. Το κέντρο σε μια παράσταση (σ.σ.: άλλο ένα εξαρχής ξεκαθάρισμά του) είναι ο ηθοποιός. Εκείνος έχει την άποψη, τελικά». Το παραδέχεται: «Η σκηνοθεσία με έκανε καλύτερο ηθοποιό. Ως ηθοποιός που βλέπει το σύνολο». Έλα όμως που τελευταία οι σκηνοθέτες εμφορούν – κάποτε πολύ μεγαλόφωνα – τις παραστάσεις με την εκ των προτέρων άποψή τους. «Δεν είμαι εναντίον του μοντέρνου, είμαι εναντίον της μοντερνιάς. Ούτε εναντίον της πρωτοπορίας, αλλά εναντίον της δηθενιάς», μου αντιτείνει σιβυλλικά.
Α, ξέχασα να σας συστήσω. Βρίσκεστε λίγο μετά την αρχή μιας συζήτησης με τον Πέτρο Φιλιππίδη. Τον πολυσχιδή – και φέτος – Φιλιππίδη. Εφ’ όλης της ύλης. Και είναι πολλή αυτή η… ύλη. Και είμασταν σε εκείνη την παράξενη εμμονή του στους χαρακτήρες και όχι στους τύπους, επί σκηνής. «Οι χαρακτήρες είναι πιο αθώοι και πολύ πιο εύκολα μπλέκονται στα γρανάζια της μηχανής», ξεκινάει να μου εξηγεί. Και φέρνει σαν παράδειγμα τον πρώτο πόλο του φετινού… πολυσχιδούς του: το «Ψέμα στο Ψέμα» του Άντονι Νίλσον, μια επιτυχία που επαναλαμβάνει δέκα χρόνια μετά στο Μουσούρη. Όπου οι χαρακτήρες μπλέκονται στο γρανάζι της μηχανής και του ψέματός τους. Βέβαια, αυτό ελευθερώνει κάτι. «Διατρέχουμε όλη την γκάμα της κωμωδίας. Από το βωβό κινηματογράφο και τα γκαγκς του ως την Stand-up comedy». Γέλιο; Αισιοδοξία; Ρομαντισμός;
Αυτά είναι τα ζητούμενα ή τα δεδομένα του, ως «πολιτογραφημένος κωμικός» που δηλώνει (πάντα); «Παραμένω ρομαντικός και αυτό φαίνεται από πράξεις και δεν γίνεται από κενή ματαιοδοξία. Η ανάγκη μου, ακόμη και σε αυτές τις εποχές, είναι να οραματίζομαι. Να γίνει ή να γίνεται πάντα κάτι στο θέατρο που θα πάει το πράγμα παραπέρα. Δίχως ταμπέλες. Με ρομαντισμό και επαγγελματικό τρόπο ταυτόχρονα».
Τελικά, το θέατρο μιμείται την ζωή ή διαφέρει από την ζωή, τον ρωτάω.
«Το θέατρο είναι ένα παραμύθι και είναι πολύ γοητευτικό να είσαι χιλιάδες διαφορετικοί άνθρωποι, χιλιάδες διαφορετικοί χαρακτήρες, εκεί πάνω, στη σκηνή. Είναι καλό ακόμη και για να ξεφύγεις κι εσύ από τα ίδια τα προβλήματά σου. Δεν μπορούν όμως να το κάνουν όλοι αυτό. Δεν γίνεται όλοι να είναι ηθοποιοί. Είναι σαν να παίζεις σε 5Χ5 γήπεδο κάθε Σάββατο και να νομίζεις ότι, γι’ αυτό, μπορείς να παίξεις στον ΠΑΟ ή τον ΟΣΦΠ. Το θέατρο δεν πιστεύω ότι έχει σχέση με τη ζωή. Είναι δύο παράλληλα σήματα. Όπως το είπε πολύ γοητευτικά ο Πικάσο: Η Τέχνη είναι ένα ψέμα που μας αποκαλύπτει την αλήθεια. Το θέατρο δεν μπορούμε να πούμε ότι αναπαριστά την ζωή. Από τη στιγμή που παίρνει στοιχεία από τη φαντασία, δηλαδή από κάτι που δεν υπάρχει. Το είπαμε. Το θέατρο είναι ένα παραμύθι. Και η ζωή μας θα θέλαμε να είναι ένα παραμύθι αλλά δεν είναι».
Την ώρα που παίζει (και σκηνοθετεί) στο «Ψέμα στο Ψέμα», στήνει σκηνικά και τη νέα παράσταση για την Κάτια Δανδουλάκη στο θέατρό της – με τους Γιώργο Παρτσαλάκη, Αλμπέρτο Φάις και Δανάη Σκιάδη. Μιλάμε για μία ακόμη κωμωδία, που – σύμπτωση; – έχει πάλι να κάνει με ψέμα. «Έξυπνα, Μικρά Ψέματα» του Τζο Ντι Πιέτρο, με μια οικογένεια σε κρίση. Εδώ βέβαια κατά τον Πέτρο Φιλιππίδη το ζήτημα είναι η «θυσία». Πως αποφασίζεις να αφήσεις τα μικρά καθημερινά ψέματα και να ομολογήσεις τα μεγάλα. «Το χιούμορ είναι καταλυτικό σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας», ξεκινάει να μου εξηγεί. «Ακόμη και στον έρωτα λειτουργεί».
Το ζήτημα, για κείνον, είναι άλλο. Μια παθογένεια της εποχής: Η πολύ εύκολη κρίση για τα πάντα. «Πολύ εύκολα ανοίγουμε το στόμα μας και λέμε ό,τι να’ ναι. Αυτή η ευκολία μας λοιπόν προκαλεί το ό,τι να’ ναι». Και μια και μιλάμε για ένα αμερικανικό έργο, δεν είναι ένα παράδειγμα αυτός ο αντιαμερικανισμός – όψιμος και μη – που ξεσήκωσε η πρόσφατη επίσκεψη του πρωθυπουργού στις Ηνωμένες Πολιτείες; Κρίση κι αυτό; Εύκολη; «Δεν είμαι φιλοαμερικανός, αλλά δεν μπορεί κανείς να εθελοτυφλεί στα γεγονότα. Ζούμε με αμερικανικό τρόπο ζωής. Σκεφτόμαστε αμερικανικά. Αυτό αν το προστατεύαμε, ίσως να είμασταν καλύτερα. Σαν το δικό μας αλαλούμ δεν υπάρχει. Δεν λέω να μην διαμαρτυρηθούμε ή να μην επαναστατήσουμε σε κάτι. Αλλά μέσα από αυτό μπορεί να βγει κάτι αν υπάρχει γνώση και βαθιά κατανόηση του θέματος στο οποίο διαφωνούμε ή επαναστατούμε. Και με τη γνώση ότι το σύστημα πολεμιέται από μέσα. Όπως έχουν δείξει και όλες οι επαναστάσεις, π.χ. Κούβα». Όσο για τον αντιαμερικανισμό, «άλλο η θεωρία, άλλο η πράξη. Το ΚΚΕ γιατί δεν έρχεται ποτέ στην εξουσία; Για να λέει ό,τι θέλει. Στην πολιτική, άλλωστε, αυτό είναι το πρόβλημα. Ότι πολλές φορές έρχεσαι αντιμέτωπος με τα λεγόμενά σου».
Παράλληλα, με τα δύο παραπάνω ήρθε και «μια ενδιαφέρουσα πρόταση που, όταν έχει τέτοιο ενδιαφέρον δημιουργικό, δεν μπορεί να την αρνηθεί», όπως μου λέει. Η πρόταση αφορούσε τη σκηνοθεσία του νέου έργου του Βασίλη Κατσικονούρη («Το γάλα»), «Καμ Μπακ» στο Ίδρυμα Κακογιάννη, με τους Μίνα Αδαμάκη, Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, Ιωάννη Παπαζήση και Χάρη Τζωρτζάκη (από 24 Νοεμβρίου). Με ήρωα έναν παροπλισμένο πρώην σταρ δημοσιογράφο, που ανακαλύπτει ένα DVD με υλικό που μπορεί να προκαλέσει «πολιτικό σεισμό». «Κωμωδία της μνήμης», την αποκαλεί ο συγγραφέας. Με τη μία από τις δύο γυναίκες της ιστορίας, που βρίσκει το DVD σε ένα ταξί, να παθαίνει διαλείψεις. «Πολύ γέλιο», μου λέει λακωνικά ο σκηνοθέτης Φιλιππίδης. «Και στα τρία έργα, στο βάθος». Τρεις απολύτως διαφορετικές κωμωδίες που πιστεύει, όμως, ότι πάνε το θέατρο παρακάτω.
«Η κωμωδία είναι το πιο ισχυρό είδος και, πιστεύω, το ζητούμενο της εποχής», μου λέει. «Πάντως είναι το ζητούμενο το δικό μου και, πιστεύω επίσης, του κοινού, Και γενικώς της επικοινωνίας και της τέχνης του θεάτρου. Αυτό. Το αγνό, καθαρό γέλιο. Που είναι πολύ δύσκολο. Αυτό που με ενδιαφέρει επίσης είναι να δείξω πως η κωμωδία εισβάλλει σε όλα τα είδη. Όμως, το δράμα της κωμωδίας είναι ότι δεν μπορούν όλοι να κάνουν κωμωδία».
Τέταρτος φετινός σταθμός του. Ο πρίγκιπας Μίσκιν (αυτό το «πρίγκιπας», θεωρεί, τα λέει όλα για τον χαρακτήρα) σε ένα «πολύ σπουδαίο έργο του Ντοστογιέφσκι με όλα τα φιλοσοφικά, υπαρξιακά ερωτήματα». Τον «Ηλίθιο» (από το Φεβρουάριο – Μάρτιο, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σε σκηνοθεσία Νίκου Διαμαντή). «Ο Μίσκιν πιστεύω ότι είναι ο καθρέφτης των καλών πραγμάτων που έχει ένας άνθρωπος μέσα του. Είναι η κρίση στον άνθρωπο. Και η αποτίμηση». Η άλλη του χαρά, πέρα από τον πρίγκιπα, είναι ο θίασος, που «σπανίως γίνεται τέτοιος»: Γιάννης Στάνκογλου, Μαρία Κίτσου, Λένα Παπαληγούρα, Γιώργος Κωνσταντίνου, Γιώτα Φέστα, Ιωάννης Παπαζήσης, Χάρης Τζωρτζάκης, Γιώργος Δεπάστας. «Έχω μεγάλη αγωνία γι’ αυτό. Θέλω να το κάνω. Πολύ. Θέλω να το δω, καμωμένο».
Και αυτό, προτού μπει σε άλλο ένα all-star cast. Καλοκαιρινό και αριστοφανικό. Με τους «Αχαρνής», σε σκηνοθεσία του Κώστα Τσιάνου και με τους Κώστα Κόκλα, Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, Παύλο Χαϊκάλη, με σκηνικά Γιάννη Μετζικώφ, μουσική Γιώργου Ανδρέου και προορισμό την Επίδαυρο, αρχικά, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και πανελλήνια περιοδεία στη συνέχεια. Ε, δεν είναι και λίγα. Να λοιπόν γιατί κι ο Πέτρος Φιλιππίδης δεν είναι τύπος. Αλλά χαρακτήρας. Σαν αυτούς που προτιμά στη σκηνή. Ίσως κάποιος πιο πολυσχιδής και πολυπράγμων.