Ενας από τους σημαντικότερους ευρωπαίους κινηματογραφιστές μεταπολεμικά, δημιουργός εμβληματικών φιλμ όπως «Ο Κονφορμίστας», «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι», «1900», «Ο τελευταίος αυτοκράτορας» και το «Τσάι στη Σαχάρα», ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 77 ετών. Εδώ και έξι χρόνια αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας και είχε καθηλωθεί σε αναπηρικό καροτσάκι.
Διατρέχοντας μια καριέρα μισού αιώνα, ο Μπερτολούτσι δεν υπήρξε αυτό που θα έλεγε κανείς ιδιαίτερα παραγωγικός σε αριθμό ταινιών –ιδίως με τα σημερινά δεδομένα που η βιομηχανία του θεάματος σπεύδει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο το ταλέντο. Ομως ό,τι έκανε ήταν εξαιρετικό. Αλλωστε είχε την σπάνια ικανότητα να γράφει και να σκηνοθετεί, με την ίδια επιτυχία.
Ο Μπερτολούτσι γεννήθηκε στην Πάρμα στην καρδιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1941. Παιδί μιας Ιταλίας που άλλαζε και αποκτούσε την εξωστρέφεια που είχε καταπνίξει το μουσολινικό καθεστώς, ο Μπερτολούτσι σπούδασε στη Ρώμη, όπου έγινε διάσημος ως ποιητής –ήταν άλλωστε γιος του λογοτέχνη Ατίλιο Μπερτολούτσι– προτού στραφεί στο σινεμά που τότε άνθιζε μέσα και από τα στούντιο της Cinecita.
Πρώτη του δουλειά, ως βοηθός σκηνοθέτης, στο περίφημο «Accattone» του Πιερ Πάολο Παζολίνι, το 1961.
Εναν χρόνο αργότερα, ο Παζολίνι θα του εμπιστευόταν ένα σενάριό του για να γυρίσει την πρώτη του ταινία: Σε ηλικία 21 ετών ο Μπερτολούτσι θα καθόταν στην καρέκλα του σκηνοθέτη για το «La Commare Secca» (στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον τίτλο «Βίαιος Θάνατος»).
Από εκεί ξεκίνησε μια αληθινή εποποιία που οδήγησε τον Μπερτολούτσι αλλεπάλληλες φορές στα Οσκαρ, καθιερώνοντάς τον ως σκηνοθέτη-αναφοράς για τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και όχι μόνον. Ηταν τρόπον τινά, εκείνος που, μολονότι μαρξιστής, μπόρεσε να γεφυρώσει το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στο Χόλιγουντ και στο σινεμά των προκατόχων του όπως ο Παζολίνι ή ο Φελίνι.
Ηδη από τα μέσα της δεκαετίας ο νεαρός Μπερτολούτσι προκαλούσε αίσθηση. To 1964 το δεύτερό του φιλμ, «Πριν την Επανάσταση», ενθουσίασε στις Κάννες. Και από εκεί άρχισε η πορεία προς την Αμερική.
Το 1972 θα πήγαινε για πρώτη φορά στα Οσκαρ ως υποψήφιος για το βραβείο Διασκευασμένου Σεναρίου για τον «Κονφορμίστα».
Ακολούθησε, δύο χρόνια αργότερα η υποψηφιότητά του για το Οσκαρ Σκηνοθεσίας για το «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» –το έχασε από τον Τζορτζ Ρόι Χιλ για το «Κεντρί».
Η αριστερή, ανατρεπτική ματιά στα σενάρια και στη σκηνοθεσία του Μπερτολούτσι ήταν ευδιάκριτη. Στα πολιτικά ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του ’70, ο Μπερτολούτσι γύρισε το ταξικό «1900», με τους Ρόμπερτ ντε Νίρο και Ζεράρ Ντεπαρντιέ.
Το 1984 τα παράτησε όλα για να γυρίσει το ντοκιμαντέρ «Ciao Enrico», ένα αντίο στον θρυλικό ηγέτη της ιταλικής Αριστερά, Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Και έπειτα ήρθε η απόλυτη, χολιγουντιανή δόξα: Ο Μπερτολούτσι γράφει και σκηνοθετεί τον «Τελευταίο αυτοκράτορα» (1987) που την άνοιξη του 1988 φεύγει από την τελετή των Οσκαρ με εννέα χρυσά αγαλματάκια, μεταξύ αυτών δύο για τον μεγάλο Ιταλό και βεβαίως αυτό της Καλύτερης Ταινίας.
Ακολούθησε το εξαιρετικό «Τσάι στη Σαχάρα» («The Sheltering Sky», 1990) με τον Τζον Μάλκοβιτς και την Ντέμπρα Γουίνγκερ, που όμως υποτιμήθηκε από την Ακαδημία και έφτασε μόνο ως τις Χρυσές Σφαίρες. Ο Μπερτολούτσι συνέχισε ωστόσο να απολαμβάνει μιας σπάνιας εμπιστοσύνης από τους πρωταγωνιστές του. Το 1993 γυρίζει τον «Μικρό Βούδα» με τον τότε ανερχόμενο αστέρα Κιάνου Ριβς, το 1996 σκηνοθετεί τη Λιβ Τάιλερ και τον Τζέρεμι Αϊρονς στο «Κλεμμένη ομορφιά», το 2003 ανακαλύπτει την Εβα Γκριν για τους «Ονειροπόλους» την ιστορία για έναν Αμερικανό που ζει στο Παρίσι του Μάη του 1968.
Υπό μία έννοια ο Μπερτολούτσι ήταν αυτό. Ενα «Παρίσι» για τους Αμερικανούς.