Ο χρόνος στα ελληνοτουρκικά έχει πυκνώσει εντυπωσιακά. Οι πληροφορίες από τις Βρυξέλλες θέλουν την Ευρωπαϊκή Ενωση να οδηγείται σε μια έκτακτη Σύνοδο Κορυφής στις 24 και 25 Σεπτεμβρίου, με θέμα τις σχέσεις της με την Τουρκία (και την Κίνα). Παράλληλα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στέλνει σαφές μήνυμα στον Ταγίπ Ερντογάν για διάλογο σχετικά με τις θαλάσσιες ζώνες και με κατάληξη είτε μια συμφωνία είτε προσφυγή στη Χάγη (εδώ). Και την ίδια ώρα ανακοινώνεται επισήμως από την κυβέρνηση η ετοιμότητα για την έναρξη διερευνητικών επαφών, τις οποίες μάλιστα θα αναλάβει συγκεκριμένο πρόσωπο: είναι ο έμπειρος διπλωμάτης Παύλος Αποστολίδης, το όνομα του οποίου επιβεβαίωσε την Πέμπτη ο Στέλιος Πέτσας.
Συγκεκριμένα, σε ερώτηση για τις διερευνητικές επαφές με την Τουρκία, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε «είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε διερευνητικές επαφές, έχει επιλεγεί ο επικεφαλής της ομάδας, που είναι ο κ. Αποστολίδης, ο οποίος έχει παίξει αυτόν τον ρόλο με επιτυχία σε προηγούμενο διάστημα και αναμένουμε από την Τουρκία, αν αυτά που λέει τα εννοεί, να προχωρήσουμε ακόμη και μέσα στον Αύγουστο στις διερευνητικές επαφές». Για τον χρόνο έναρξης των επαφών, σημείωσε ότι εξαρτάται και από τις δύο πλευρές, «εμείς είμαστε έτοιμοι, εφόσον υπάρξει αυτή η έμπρακτη αποκλιμάκωση, με συνέχεια και συνέπεια, να ξεκινήσουμε ακόμη και τον Αύγουστο» είπε.
Ο κ. Αποστολίδης περιγράφεται ως ο άνθρωπος του Κυριάκου Μητσοτάκη για να βάλει τα ελληνοτουρκικά ξανά σε ράγες συνεννόησης. Δεν είναι απλή δουλειά, αλλά ούτε και ο κ. Αποστολίδης είναι μια συνηθισμένη περίπτωση διπλωμάτη: είχε θητεύσει στην ελληνική πρεσβεία στην Αγκυρα τη δύσκολη εποχή της ελληνοτουρκικής καχυποψίας στα 80s, ενώ αργότερα διετέλεσε επί χρόνια διοικητής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στην πλέον πολυσύνθετη περίοδο, την εποχή αμέσως μετά το φιάσκο Οτσαλάν, αλλά και αυτή των Διδύμων Πύργων, της αμερικανοβρετανικής εισβολής στο Ιράκ και της προετοιμασίας της χώρας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Τα ελληνοτουρκικά υπήρξαν μόνιμος καμβάς τόσο για τον διπλωμάτη, όσο και τον «αρχικατάσκοπο» κ. Αποστολίδη, ο οποίος μεταξύ άλλων είχε οργανώσει την πρώτη συνάντηση της ΕΥΠ με τη ΜΙΤ.
Το 2014 είχε γράψει το βιβλίο «Μυστική δράση: υπηρεσίες πληροφοριών στην Ελλάδα» (εκδ. Παπαζήση).
Οι θέσεις του για τις σχέσεις Αθήνας – Αγκυρας δεν είναι εντελώς άγνωστες.
Τον περασμένο Δεκέμβριο, σε εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και με αφορμή το φρέσκο τότε τουρκολιβυκό μνημόνιο, ο κ. Αποστολίδης είχε πει:
«Θα προσπαθήσω με λίγα λόγια να δώσω μια εικόνα τού πού βρισκόμαστε σήμερα στις διαφορές μας με την Τουρκία για τις θαλάσσιες ζώνες και το πρώτο που θέλω να πω είναι ότι, χωρίς να το πολυκαταλάβουμε, η διαφορά μας με την Τουρκία μεταφέρθηκε από το Αιγαίο, τουλάχιστον όπως εν στενή εννοία το ορίζουμε, στην Ανατολική Μεσόγειο. Πώς συνέβη αυτό; Στο Αιγαίο, όπως ξέρετε, επί δεκαετίες προσπαθούμε να βρούμε λύσεις, σκοντάφτουμε όμως συνεχώς, είναι πάρα πολύ δύσκολη η επίτευξη προόδου, λόγω του ότι τα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, που είναι πολλά, μεγάλα και με οικονομική ζωή, είναι πολύ κοντά στις τουρκικές ακτές. Η τουρκική πλευρά, προκειμένου να ξεπεράσει το εμπόδιο των νησιών μας, που σχεδόν την αποκλείει από τη διεκδίκηση υφαλοκρηπίδας, αρνείται την επήρεια των νησιών στην οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Εμείς υποστηρίζουμε την πλήρη επήρειά τους, όπως προβλέπει η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας.
»Ενα άλλο βασικό πρόβλημα, που θα το ξέρετε, είναι ότι η ίδια Σύμβαση μας δίνει το δικαίωμα να επεκτείνουμε τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια, από 6 που είναι σήμερα. Αυτή όμως η επέκταση συναντά πάλι την αντίδραση της άλλης μεριάς, που αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να μετατραπεί το μεγαλύτερο ποσοστό των διεθνών υδάτων του Αιγαίου σε θαλάσσια ζώνη ελληνικής κυριαρχίας.
»Δεν έχουμε καταφέρει, μετά πολλά χρόνια ανταλλαγής απόψεων με την άλλη πλευρά, να βρούμε μια συνεννόηση να επεκτείνουμε στα 12 μίλια, είτε έναν συμβιβασμό, ή να προχωρήσουμε στην οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, αφήνοντας το θέμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων στην άκρη. Υπάρχει όμως σχετική ησυχία στο Αιγαίο, στα θαλάσσια θέματα, δεν λέω τα γνωστά, τα αεροπορικά συνεχίζονται, οι παραβιάσεις, οι αναχαιτίσεις, οι παράνομες NAVTEX της Τουρκίας για γυμνάσια, αλλά σε ό,τι αφορά τις έρευνες στην υφαλοκρηπίδα, που παλαιότερα είχαν προκαλέσει εντάσεις στις σχέσεις των δύο χωρών, σήμερα υπάρχει μια ηρεμία που οφείλεται στο πάγωμα ερευνών στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου, που υπάρχει μερικό από το 1976 και συνολικό από το 1987.
Πώς περάσαμε, λοιπόν, στις διεκδικήσεις των θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο; Νομίζω ότι ξεκίνησε η ιστορία με τις Συμφωνίες οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ που συνήψε η Κύπρος με την Αίγυπτο το 2003 και αργότερα με το Ισραήλ και τον Λίβανο (με τον Λίβανο δεν έχει κυρωθεί ποτέ από τη Λιβανική Βουλή λόγω των εσωτερικών εκεί προβλημάτων). Η κυπριακή κυβέρνηση προχώρησε στη συνέχεια, χωρίζοντας την ΑΟΖ σε οικόπεδα και χορηγώντας άδειες ερευνών. Η πρώτη ουσιαστική αντίδραση της Τουρκίας (είχε από το 2003 αμφισβητήσει το δικαίωμα της Κύπρου να συνάπτει συμφωνίες όσο δεν είχε λυθεί το πολιτικό πρόβλημα) εκδηλώθηκε όταν εντοπίστηκε το κοίτασμα Αφροδίτη, νότια της Κύπρου, το 2011. Η Τουρκία αντέδρασε τότε πολύ έντονα, απείλησε με διακοίνωσή της ότι εάν δεν ακυρωθεί η προγραμματισμένη κίνηση του γεωτρύπανου της εταιρείας Noble στην οποία η κυπριακή κυβέρνηση είχε παραχωρήσει τις έρευνες στο οικόπεδο 12 (κοίτασμα Αφροδίτη), θα συνήπτε συμφωνία οριοθέτησης με την τουρκοκυπριακή πλευρά ( ΤΔΒΚ). Η κίνηση δεν ακυρώθηκε και, λίγες ημέρες μετά, η Τουρκία ανακοίνωσε τη σύναψη διμερούς Συμφωνίας οριοθέτησης με την ΤΔΒΚ, που μόνο εκείνη αναγνωρίζει ως κράτος.
Η άρνηση της Τουρκίας να δεχθεί ότι η Κύπρος έχει δικαίωμα να αδειοδοτήσει έρευνες και να εκμεταλλευτεί τους θαλάσσιους πόρους της, εντάθηκε με την πάροδο του χρόνου. Αρχισαν πρώτα να στέλνουν πλοία να διεξάγουν σεισμικές έρευνες και ανέπτυξαν την εξής θεωρία: ότι οι έρευνες των τουρκικών πλοίων στην ανατολική πλευρά της Κύπρου πραγματοποιούνται για τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων, ενώ εκείνες στη δυτική πλευρά αφορούν τα συμφέροντα της Τουρκίας. Κατά την τουρκική άποψη, η Κύπρος ως νησί δεν δικαιούται καθόλου ή έχει λίγη επήρεια στην υφαλοκρηπίδα, και επομένως η Τουρκία έχει δικαίωμα στην υφαλοκρηπίδα δυτικά της Κύπρου λόγω της μέχρι εκεί προβολής των τουρκικών ηπειρωτικών ακτών.
Αγόρασε δε δύο μεγάλα γεωτρύπανα, τα οποία έστειλε το ένα ανατολικά, στην ΑΟΖ που έχει οριοθετήσει με τους Τουρκοκύπριους, και το άλλο δυτικά. Η Τουρκία επιδιώκει στην Κύπρο ή να διακόψει η Κυπριακή Δημοκρατία το πρόγραμμα ερευνών ή να συνάψει δεσμευτική συμφωνία διαμοιρασμού των εσόδων από τα μελλοντικά κοιτάσματα με την τουρκοκυπριακή πλευρά. Η Κύπρος δέχεται κατ’ αρχάς, αλλά με υλοποίηση όταν υπάρξει πολιτική συμφωνία στο Κυπριακό. Η Τουρκία προοδευτικά αυξάνει τις πιέσεις της. Οι φετινές εξελίξεις είναι πιο σοβαρές και εμπλέκουν άμεσα τη χώρα μας. Με τη δικαιολογία ότι η Κύπρος κατέθεσε τις γεωγραφικές συντεταγμένες των διεκδικήσεών της βόρεια-βορειοδυτικά, δηλαδή νότια και νοτιοδυτικά της Τουρκίας, η Τουρκία αντέδρασε καταθέτοντας και εκείνη συντεταγμένες των δικών της διεκδικήσεων στις θαλασσίες ζώνες δυτικά των ακτών της. Ηταν η πρώτη φορά που κατέθετε συντεταγμένες η Τουρκία, σας υπενθυμίζω ότι στο Αιγαίο, ούτε η Τουρκία ούτε η Ελλάδα έχουν καταθέσει ποτέ συντεταγμένες, διότι ο λεπτομερής καθορισμός των ορίων διεκδικήσεων κρατών με αλληλοκαλυπτόμενες ζώνες καθιστά δυσχερέστερη την οποιαδήποτε μελλοντική διαπραγμάτευση οριοθέτησης μεταξύ τους.
Το πιο όμως σοβαρό γεγονός ήταν η συμφωνία που ανακοίνωσε η Τουρκία, λίγες ημέρες μετά την κατάθεση συντεταγμένων στον ΟΗΕ, με τη Λιβύη. Η Συμφωνία/ Μνημόνιο οριοθέτησης ζωνών, επικαλύπτει περιοχές νότια των νησιών μας και ειδικά της Κρήτης, που νόμιμα θεωρούμε ότι ανήκουν στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Εμείς κρίνουμε τον διαμοιρασμό θαλασσίων ζωνών μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης ανυπόστατο, διότι δεν αλληλοκαλύπτονται η τουρκική θαλάσσια ζώνη με τη λιβυκή, δεν έχουν απέναντι ακτές. Αποτελεί πάντως η οριοθέτηση αυτή ένα προηγούμενο. Ζητήσαμε από το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ να μη καταχωριστεί η Συμφωνία και την καταγγείλαμε στο Συμβούλιο Ασφαλείας επικαλούμενοι τον κίνδυνο για την ειρήνη στην περιοχή και την σταθερότητα. Οι πρώτες αντιδράσεις της Γενικής Γραμματείας δεν δείχνουν ότι θα έχουν συνέχεια οι διαμαρτυρίες μας.
Θα είναι διαφορετικά αν υπάρξει προσπάθεια έμπρακτης υλοποίησης της Συμφωνίας, δεδομένου ότι διατυπώνονται τουρκικές απειλές, προθέσεις για έρευνες όχι μόνο στη τουρκική ζώνη, όπως η Τουρκία τη θεωρεί, αλλά και στη λιβυκή για λογαριασμό της Λιβύης. Η Λιβύη δεν έχει τη δυνατότητα να διεξάγει έρευνες με δικά της μέσα.
Θέλω να τελειώσω υπενθυμίζοντας το εξής, ότι όλες οι διενέξεις, οι διαφορές γύρω από θαλάσσιες ζώνες, λύνονται με ειρηνικό τρόπο. Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών προβλέπει διάφορες μεθόδους, τη διαπραγμάτευση, τη διαιτησία, τη προσφυγή στα δικαστήρια. Ο διάλογος και η διαπραγμάτευση είναι ο αναγκαστικός δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε σε πρώτη φάση τουλάχιστον. Εχει όμως δημιουργηθεί ένα αρνητικό κλίμα με τις τελευταίες τουρκικές ενέργειες που συντηρείται, με συνεχείς δηλώσεις της τουρκικής πλευράς και ιδίως του τούρκου προέδρου, που έχουν και άλλη βαρύτητα. Ισως ο κ. Ερντογάν απευθύνεται στο εσωτερικό του ακροατήριο, αλλά εν πάση περιπτώσει, δεν δείχνει πρόθεση να προχωρήσει σε διάλογο. Εξαίρεση δείχνει να είναι ο υπουργός Εξωτερικών κ. Τσαβούσογλου, ο οποίος με δηλώσεις του τάσσεται υπέρ του διαλόγου και διαπραγματεύσεων μαζί μας. Δεν πιστεύω ότι η κατάσταση θα χειροτερεύσει και ελπίζω να καταστεί δυνατή σύντομα η επανάληψη του διαλόγου με την Τουρκία για το θέμα των θαλασσίων ζωνών. Αλλά η διμερής Σύμφωνία της με τη Λιβύη θα αποτελέσει ένα εμπόδιο στις διαπραγματεύσεις, όποτε αυτές πραγματοποιηθούν».
Ποιος είναι ο Παύλος Αποστολίδης
Γεννημένος το 1942 στην Αθήνα, ο κ. Αποστολίδης σπούδασε Νομική, μπήκε στο Διπλωματικό Σώμα το 1965 και το 1984 ανέλαβε σύμβουλος της ελληνικής πρεσβείας στην Αγκυρα. Το 1987 ανέλαβε το πρώτο του πρεσβευτικό πόστο στη Σαουδική Αραβία, στην Υεμένη και στο Ομάν. Το 1990 έγινε πρεσβευτής της Ελλάδας στην Κύπρο και τρία χρόνια αργότερα επέστρεψε στο υπουργείο ως γενικός διευθυντής Διμερών Σχέσεων. Το 1995 τοποθετήθηκε επικεφαλής της Μόνιμης Ελληνικής Αντιπροσωπείας στην ΕΕ, θέση στην οποία παρέμεινε ως το 1998, οπότε και ανέλαβε τα καθήκοντα του γενικού γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών. Το 1999, επί κυβέρνησης Σημίτη και αμέσως μετά την ιλαροτραγωδία με τον Οτσαλάν, ανέλαβε διοικητής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών μέχρι το 2004, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Αξιοποίησε στο έπακρο τη «διπλωματία των σεισμών» για την ανάπτυξη σχέσεων και συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ενώ είχε ρόλο και στην επαφή των μυστικών υπηρεσιών των δύο χωρών.