«Στο Μαρόκο, όπου μεγάλωσα, με έβλεπαν πάντα σαν Γαλλίδα. Στη Γαλλία, αντίθετα, με θεωρούσαν Μαροκινή. Αρχισα τελικά να εκτιμώ την διπλή καταγωγή μου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και πάντα θα αισθάνομαι ότι είμαι μια γυναίκα της Μεσογείου». Αυτή ήταν η μικρή εισαγωγή της Λεϊλά Αλαουί σε μια έκθεση που είχε παρουσιάσει πριν από μερικούς μήνες. Η 33χρονη φωτογράφος και κινηματογραφίστρια άφησε την τελευταία της πνοή την περασμένη Δευτέρα και έπειτα από τον βαρύ τραυματισμό που υπέστη δύο ημέρες νωρίτερα κατά την τρομοκρατική επίθεση στο Ουαγκαντούγκου.
Η Λεϊλά ήταν στο αυτοκίνητο μαζί με τον οδηγό της Μαχαμαντί Κουεντράγκο. Και είχε την ατυχία να βρίσκεται κοντά στο ιταλικό εστιατόριο «Capuccino» και το ξενοδοχείο «Splendid» όταν οι τζιχαντιστές εξαπέλυσαν την επίθεσή τους. Ο οδηγός πέθανε αμέσως, εκείνη άντεξε δύο ημέρες. Στην πρωτεύουσα της Μπουρκίνα Φάσο είχε πάει για να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ. Το θέμα του; Η βία που υφίστανται οι γυναίκες στη Δυτική Αφρική.
Γεννημένη στο Παρίσι από μια γαλλίδα φωτογράφο και έναν μαροκινό επιχειρηματία, η Λεϊλά σπούδασε κοινωνιολογία και φωτογραφία στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης πριν ταξιδέψει στη βόρεια Αφρική για μια σειρά από ρεπορτάζ. Ο μαροκινός συγγραφέας Ταχάρ Μπεν Τζελούν (πολλά βιβλία του έχουν κυκλοφορήσει και στα ελληνικά), τη θυμάται σαν μια «παθιασμένη καλλιτέχνιδα που ήξερε να αποκαλύπτει την αλήθεια πίσω από την επιφάνεια και να ξετρυπώνει την ακτινοβολία ενός σώματος πίσω από το πέπλο των προκαταλήψεων».
«Είχε ένα υπέροχο χαμόγελο, φωτεινό και γενναιόδωρο. Για τελευταία φορά την είχα δει στις 30 Δεκεμβρίου του περασμένου χρόνου στους κήπους Μαζορέλ του Μαρακές, όμορφη και ευτυχισμένη» θυμάται.
Δεν είναι μόνο ο μαροκινός συγγραφέας που πενθεί. Πενθεί και ο γαλλικός κόσμος της τέχνης και της φωτογραφίας. Δεν θα αναπαυθεί, όμως, στο Παρίσι. Αλλά στο αγαπημένο της Μαρακές. Αφήνει πίσω της υπέροχες φωτογραφίες, πορτρέτα ανδρών και γυναικών από το Μαρόκο, πίσω από τα καλυμμένα σώματα των οποίων αποκαλύπτεται ακτινοβολία και αλήθεια.