Για τρίτη φορά εφέτος, ο Παναθηναϊκός άφησε ένα μεγάλο «διπλό» να ξεγλιστρήσει μέσα από τα χέρια του. Στο «σπίτι» της Ρεάλ -εκεί όπου καμία ομάδα δεν θα καλοπεράσει- τα έκανε (σχεδόν) όλα τέλεια επί 39′:30″. Στο τέλος έφυγε με σκυμμένο κεφάλι (87-84), επειδή του έλειψε ο καθοριστικός παίκτης: αυτός που ξέρει τι να κάνει, όταν η μπάλα… καίει.
Η χθεσινή (Τετάρτη) «ωραία» ήττα του Παναθηναϊκού είναι για σεμινάριο: για να διδάσκεται η διαφορά του μεγάλου παίκτη από τον καλό παίκτη. Ο Δημήτρης Διαμαντίδης, ο απόμαχος ήρωάς του, πιθανότατα θα είχε «καθαρίσει» στη Μαδρίτη, στην Πόλη ή στη Μόσχα. Μπορεί και στα τρία αυτά παιχνίδια, στα οποία η ομάδα έχασε μετ’ επαίνων. Ηταν ένας μεγάλος παίκτης. Ο Τζέιμς Φελντέιν ήταν ο MVP της αναμέτρησης. Εκανε ρεκόρ καριέρας σε πόντους (19), και είχε έξι εύστοχα τρίποντα στα επτά. Αλλά, στα δευτερόλεπτα που έκριναν την έκβαση του αγώνα, έκανε δυο διαδοχικά -μοιραία- λάθη. Είναι ένας καλός παίκτης.
Να φέρει πίσω τον Διαμαντίδη, ο Παναθηναϊκός δεν μπορεί. Ούτε να αγοράσει έναν τέτοιον -δεν υπάρχει- ή να φτιάξει έναν ίδιο. Διαμαντίδης γεννιέσαι, δεν γίνεσαι. Αλλά θα μπορούσε (και θα έπρεπε) να έχει διορθώσει την πιο χτυπητή αδυναμία του: την έλλειψη δεύτερου δημιουργού πίσω από τον Καλάθη. Ωσπου ο Τζέιμς να επιστρέψει -ή να αντικατασταθεί- οι επιλογές του Πασκουάλ είναι δυο: είτε να «ξεζουμίσει» τον μοναδικό του πλέι-μέικερ, τον Καλάθη, βάζοντάς τον να παίζει επί τουλάχιστον 35 λεπτά σε κάθε ματς, είτε να στραφεί σε λιγότερο ποιοτικές λύσεις. Προβληματικές εκδοχές, και οι δύο.
Περισσότερο από τα δέκα λάθη του στο δεύτερο ημίχρονο, τις έξι άστοχες βολές και την αδυναμία του να σταματήσει τον δαίμονα Γιουλ που έκανε «το παιχνίδι της ζωής του» (30 πόντοι), στον Παναθηναϊκό κόστισε η απουσία ενός τέτοιου back-up ηγέτη. Κρίμα. Νίκησε την Μπάμπεργκ στη Γερμανία, κράτησε την έδρα του απόρθητη, λαχτάρησε δυο «θηρία» όπως η ΤΣΣΚΑ και η Ρεάλ Μαδρίτης. Αποδεικνύει ότι μπορεί να τα βάλει με οποιαδήποτε ομάδα, σε οποιοδήποτε γήπεδο -ακόμα και τώρα, που βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο- όμως το ρεκόρ του γράφει μόνο 4-3. Η βαθμολογία δεν μετράει τα «γαμώτο». Μόνο τις νίκες.
Η χθεσινή, ήταν η πιο πειστική εμφάνιση του Παναθηναϊκού στη σεζόν. Με εξαίρεση το αμυντικό κομμάτι, άγγιξε το «άριστα». Μέσα σε έναν μήνα, η καραβοτσακισμένη ομάδα που είχε χάσει με 25 πόντους διαφορά από τον Ολυμπιακό, άρχισε να παίζει σαν την Μπαρτσελόνα του Πασκουάλ: με έφεση στην επίθεση, πολλούς τρόπους δημιουργίας, μεγάλα σκορ, παραγωγικό και θεαματικό μπάσκετ. Μόνο που, η συζήτηση για το πώς ένας σπουδαίος προπονητής μπορεί να μεταμορφώσει μια ομάδα χωρίς να αλλάξει παίκτες, έχει κουκουλώσει την κουβέντα γι’ αυτό το «κάτι» που λείπει.
Κάτι αντίστοιχο φαίνεται να συμβαίνει και στον Ολυμπιακό, που χθες έκανε μια «άσχημη» νίκη. Ασφαλώς υπάρχουν αγώνες που πρέπει να τους πάρεις οπωσδήποτε, χωρίς να πολυ-νοιάζεσαι για το θέαμα, και η αναμέτρηση με την Μπαρτσελόνα ήταν ένας απ’ αυτούς. Θυμίζοντας τα χρόνια του Γιάννη Ιωαννίδη, ο Ολυμπιακός κράτησε τους Καταλανούς στους 52 πόντους – πράγμα που δεν τους έχει ξανασυμβεί εδώ και δεκαετίες. Αλλά και ο Γιώργος Μπαρτζώκας, στην επιστροφή του στο ΣΕΦ, φρέναρε τον πρωταθλητή Ελλάδας στους 59. Η διαφορά των νικητών από τους ηττημένους ήταν ο Βασίλης Σπανούλης. Υπάρχει μόνον ένας και παίζει στον Ολυμπιακό.
Ο αρχηγός ξεπέρασε -χθες- τις 1.000 τελικές πάσες, στην 227η συμμετοχή του στην Euroleague (στην κορυφή της λίστας βρίσκεται ο Δημήτρης Διαμαντίδης, με 1.255 ασίστ σε 278 συμμετοχές). Μπράβο του. Αλλά, μέχρι πότε θα καταφέρνει να καλύπτει -με τη μεγάλη του κλάση- τις αδυναμίες της ομάδας του;
Αυτή η συζήτηση γίνεται από πέρυσι, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Ο Ολυμπιακός στηρίζεται, εκ κατασκευής, πάνω σε δυο παίκτες: τον Σπανούλη και τον Πρίντεζη. Ιδίως στον πρώτο. Η ομάδα έχει μεγάλη δυσκολία να νικήσει έναν σοβαρό αντίπαλο, εάν ο Σπανούλης δεν είναι αρκετά παραγωγικός. Συνήθως είναι. Συνήθως ήταν και την περασμένη σεζόν, όμως ο Ολυμπιακός απέτυχε στην Ευρωλίγκα χάνοντας κάποια κομβικά ματς στα οποία ο Σπανούλης δεν σκόραρε ή δεν πάσαρε αρκετά.
Υποτίθεται ότι το καλοκαίρι «χτίστηκε» μια ομάδα στην οποία ο Σπανούλης θα είχε τα κατάλληλα buck up. Αλλά, όπως και πέρυσι, η δική του απόδοση (και, δευτερευόντως, του Πρίντεζη) καθορίζει την εικόνα και τα αποτελέσματα του Ολυμπιακού. Ολες -σχεδόν- οι σημαντικές νίκες βασίζονται στα «κέφια» του αρχηγού. Ο Ολυμπιακός είναι κι εφέτος μια ημιτελής ομάδα, η οποία -όπως αποδεικνύεται ακόμη και στις καλές βραδιές της- δεν ενισχύθηκε αρκετά.
Εκτός κι αν κάποιος πιστεύει ότι ο Γκριν που αποκτήθηκε, μπορεί να παίξει -έστω υποφερτά- τον ρόλο του Σπανούλη… Για την ώρα, ο Αμερικανός είναι ένας κλασσικός σουτέρ (και μάλιστα, έδρας), καλός στα τρίποντα, που ξέρει να τελειώνει τις φάσεις. Κατά τα άλλα, πασάρει ελάχιστα -σχεδόν αγνοεί τους συμπαίκτες του- δεν γουστάρει να μαρκάρει και, το κυριότερο, δεν του μοιάζει σε προσωπικότητα ούτε στο ελάχιστο. Αν προσμετρήσουμε και την πτώση του Χάκετ, είναι πολύ απλό να εξηγηθεί γιατί στη Μόσχα και στην Πόλη η ομάδα «έχασε την μπάλα» όταν βγήκε ο Σπανούλης. Με την ΤΣΣΚΑ έβαλε πέντε πόντους σε εννέα λεπτά, ενώ με τη Γαλατά δέχτηκε ένα μοιραίο 27-2 στο δεύτερο δεκάλεπτο (που, μάλλον, αποτελεί αρνητικό ρεκόρ στα χρονικά του).
Με ρεκόρ 4-3 και οι δύο, Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός παραμένουν ψηλά στην κατάταξη της Ευρωλίγκας, μετά τη χθεσινή 7η αγωνιστική. Μάλιστα, μετά την ήττα της ΤΣΣΚΑ στην Κωνσταντινούπολη, καμία ομάδα -πλέον- δεν είναι αήττητη. Οποιος από τους «αιώνιους» αντιπάλους νικήσει αύριο (Παρασκευή) στο «Νίκος Γκάλης», θα αρχίσει να ονειρεύεται μεγαλεία στην εφετινή Ευρωλίγκα. Οι νίκες φτιάχνουν το κλίμα, γαληνεύουν τα αποδυτήρια, ανεβάζουν την αυτοπεποίθηση. Αλλά, έχουν και ένα κακό: κρύβουν όλα όσα πρέπει να διορθωθούν.