Ο Σταύρος Θεοδωράκης έκανε μια ιδιαιτέρως συγκινητική ανάρτηση για τον χαρταετό, την Καθαρά Δευτέρα, τις μνήμες και τους συμβολισμούς της. Μάλιστα, ο επικεφαλής του Ποταμιού, ανέβασε στον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook και μια φωτογραφία από το παρελθόν, όταν ο ίδιος κατασκεύαζε τον δικό του χαρταετό.
Διαβάστε το μήνυμά του
«Τέτοιες ώρες ρωτούσαμε ο ένας τον άλλο για τον καιρό. Για τον αέρα. Αν και στις πλαγιές του βουνού μας, πάντα φυσούσε. Μόνο που έπρεπε να αποφύγεις τα καλώδια υψηλής τάσης που ξεχύνονταν από την κορυφή. Κι αν αργούσες και γέμιζαν οι πλαγιές, κατέβαινες στο Δρομοκαΐτειο.
Ο αετός περίμενε όρθιος στην σαλονοτραπεζαρία από μέρες. Χαρτί εφημερίδας, καλάμια σχισμένα στα δύο και αλευρόκολλα. Μετά ανακαλύψαμε τα γυαλιστερά χαρτιά και την UHU αλλά η ουρά έμεινε πάντα με εφημερίδες.
Η Καθαρά Δευτέρα ήταν η μέρα των φτωχών. Δεν λέω για τον χαρταετό αλλά για την κουβέρτα που στρώναμε στο χώμα. Ταραμοσαλάτα από κόκκινο ταραμά, λαγάνα, χαλβάς, τουρσί, αγγούρια, ντομάτες, ελιές, ντολμαδάκια. Άντε και μια κονσέρβα καλαμαράκια – αυτά στο κόκκινο τενεκεδάκι.
Δεν ήμουν ο καλύτερος. Με δυσκόλευαν καμιά φορά τα ζύγια. Δύσκολο πράγμα. Ανέβαινε ψηλά και μετά ουπς δεξιά ή ουπς αριστερά, ανάλογα που σου είχε φύγει το ζύγι. Και υπήρχαν κάποιοι που έκαναν επίτηδες κρεμάλες. Αμολούσαν δηλαδή τον καχεκτικό τους αετό στα 20 – 30 μέτρα ύψος – εσύ ήσουν στα 70 – έχαναν επίτηδες απότομα ύψος και η πτώση τους γινόταν βαρίδι για τον αετό σου. Γι’ αυτό δεν έπρεπε να αφήνεις τον σπάγκο σου να κάνει κοιλιά. Να μην περνάνε από πάνω του οι σπάγκοι των άλλων. Όσο πιο κάθετα τον πετούσες τόσο πιο δύσκολα στον έριχναν. Ήθελες γάντια λοιπόν και γερό σπάγκο. Ακόμη έχω μερικές καλές καλούμπες. Μετά βγήκαν και οι πολύχρωμο, οι νάιλον. Πιο ανθεκτικοί αλλά δεν τους συμπάθησα.
Μα γιατί τα γράφω όλα αυτά τώρα; Τι με έπιασε; Γιατί θυμήθηκα ξανά τις λέξεις του ποιητή; «Να γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη και όταν ουρανός δεν υπάρχει».
Καθαρά Δευτέρα του 1983. Επουλώνοντας τις πληγές μετά από μια πτώση».