Στο Μουσείο Ολοκαυτώματος Γιαντ Βασέμ στο Ισραήλ υπάρχει ο φάκελος με αριθμό 13507. Αφορά την Ελλάδα, τη Θεσσαλονίκη, τους διασώστες Κώστα και Βασιλική Αθυρίδου και τους διασωθέντες Μάρκο, Ίντα, Φρέντυ, Ζανίν και Ζακλίν Ασσαέλ και ως χρονολογία αναφέρεται 23-30 Οκτωβρίου 1944.
Τότε γράφτηκε ένα από τα πάρα πολλά επεισόδια της Κατοχής, που οδήγησε στην απονομή από το Γιαντ Βασέμ στην κυρία Βασιλική Αθυρίδου τής διάκρισης «Δίκαιοι των Εθνών». Η τελετή πραγματοποιήθηκε το μεσημέρι της Τετάρτης, στο Κολέγιο Ανατόλια της Θεσσαλονίκης.
Η κυρία Αθυρίδου είναι 106 ετών. Για να αντιληφθούμε τι σημαίνει αυτό, παραθέτω τα λόγια του εγγονού της, Γιάννη, κατά τη διάρκεια της τελετής:
«Η γιαγιά μου γεννήθηκε Οθωμανή υπήκοος. Είναι η μοναδική, πια, αυτόπτης μάρτυς της μεγάλης πυρκαγιάς της Θεσσαλονίκης και την θυμάται με πάρα πολλές λεπτομέρειες. Υπήρξε θύμα του πρώτου αυτοκινητιστικού ατυχήματος στην Θεσσαλονίκη, όταν το ταξί στο οποίο επέβαινε συγκρούστηκε με λεωφορείο εκεί όπου είναι σήμερα η Νέα Παραλία, προτού βέβαια υπάρξουν σηματοδότες και τροχονόμοι. Έζησε δυο παγκοσμίους πολέμους, κατοχή, έναν εμφύλιο και πολλά άλλα και πέρασε ακόμη περισσότερα. Και εάν αναρωτιέστε πως τα κατάφερε και έφτασε σε αυτήν την ηλικία, οι απαντήσεις μπορεί να είναι πολλές, αλλά σίγουρα μέσα σε αυτές είναι το ασίγαστο πάθος της για την ζωή. Αυτό το οποίο την οδηγεί ακόμη και στα 106 χρόνια της να ζωγραφίζει έναν πίνακα για τα δισέγγονά της».
Η κυρία Αθυρίδου παντρεύτηκε έναν άντρα ο οποίος ήταν αρκετά διαφορετικός από την ίδια. Ο Γιάννης τον περιγράφει ως εξής: «O παππούς μου Κωνσταντίνος Αθυρίδης ήταν ένας πολύ συνηθισμένος άνθρωπος. Χωρίς εξάρσεις, χαμηλών τόνων, χωρίς να τον διατρέχει κανενός είδους εμφανής αγωνιστικότητα. Δεν έπινε, δεν κάπνιζε, δεν τραγουδούσε, και προς παράπονο της γιαγιά μου που είναι καλλιτεχνική φύση, δεν του άρεσε ούτε ο χορός. Ήταν όμως επιτυχημένος αγωνιστής της ζωής. Ήρθε από την Πόλη θεόφτωχος στα 15 του, το 1915, την χρονιά που έγινε η πρώτη οργανωμένη γενοκτονία του αιώνα, αυτή των Αρμενίων στην Τουρκία. Με σκληρή δουλειά και συνέπεια έφτιαξε όντως κάτι, το οποίο και εμείς ακόμη σήμερα απολαμβάνουμε».
Το Γιαντ Βασέμ καταγράφει ένα επεισόδιο από την ιστορία μιας οικογένειας από δύο «συνηθισμένους ανθρώπους» ως εξής:
«Ο Μάρκος και η Ίντα Ασσαέλ ζούσαν στη Θεσσαλονίκη με τα τρία παιδιά τους, τον Φρέντυ, τη Ζανίν και τη Ζακλίν. Με τον εγκλεισμό του εβραϊκού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης στα γκέτο, η οικογένεια Ασσαέλ εκδιώχθηκε από το σπίτι της και οδηγήθηκε κι αυτή μαζί με τους υπόλοιπους Εβραίους στην περιφραγμένη συνοικία. Σύντομα, όμως, κατάφεραν να δραπετεύσουν από το γκέτο, βρίσκοντας καταφύγιο στο φιλικό σπίτι της Μαρίας Βουδούρογλου και του γιου της (οι οποίοι αναγνωρίστηκαν ως Δίκαιοι των Εθνών το 1991).
Λίγο πριν από το τέλος της γερμανικής Κατοχής, η οικογένεια προδόθηκε και αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το κρησφύγετό της, διαφεύγοντας από την πίσω πόρτα της οικίας Βουδούρογλου στα γύρω χωράφια. Ήταν η πρώτη φορά μετά από 18 μήνες που η οικογένεια έβγαινε από το σπίτι. Προσέτρεξαν για βοήθεια σε μια οικογένεια που νοίκιαζε ένα από τα σπίτια τους, όμως η γυναίκα αρνήθηκε να τους φιλοξενήσει λέγοντάς τους, με δάκρυα στα μάτια, ότι τους αγαπούσε και θα ήθελε πολύ να τους βοηθήσει, αλλά φοβόταν να τους κρύψει στο σπίτι της.
Οι Ασσαέλ ήταν σε απόγνωση· δεν είχαν πού να πάνε κι ούτε μπορούσαν να μείνουν στον δρόμο λόγω της απαγόρευσης κυκλοφορίας. Τότε ο Μάρκος Ασσαέλ θυμήθηκε ότι πριν από τον πόλεμο είχε συνεργαστεί επιχειρηματικά και είχε βοηθήσει τον Κώστα Αθυρίδη, ο οποίος του είχε πει ότι δεν θα ξεχνούσε ποτέ το καλό που του έκανε. Τρέμοντας από τον φόβο, οι Ασσαέλ χτύπησαν την πόρτα της οικογένειας Αθυρίδη. Ο Κώστας Αθυρίδης και η σύζυγός του Βασιλική υποδέχθηκαν την κατατρεγμένη οικογένεια με ανοιχτές αγκάλες. Φοβούμενοι τις συνέπειες, αποφάσισαν να μην στείλουν τον 7χρονο γιο τους Γρηγόρη στο σχολείο, μην τυχόν και του ξεφύγει τίποτα στους φίλους του για τους “φιλοξενούμενους” της οικογένειας.
Μία εβδομάδα μετά την άφιξή τους στο σπίτι της οικογένειας Αθυρίδη, ο Κώστας επέστρεψε στο σπίτι από τη δουλειά και ανακοίνωσε στους προστατευόμενούς του πως οι Γερμανοί είχαν φύγει και η πόλη είχε απελευθερωθεί.
Στις 8 Αυγούστου 2017 το Yad Vashem αναγνώρισε τον Κώστα Αθυρίδη και τη Βασιλική Αθυρίδου ως Δικαίους των Εθνών».
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εγγονοί της Βασιλικής και του Κώστα Αθυρίδη δεν είχαν ιδέα για την ιστορία της διάσωσης της οικογένειας Ασσαέλ. «Έμεναν στην ίδια πολυκατοικία με τον παππού και τη γιαγιά όταν ήμασταν μικρά παιδιά, κι ως εκ τούτου βρισκόμασταν πολύ συχνά με τα παιδιά της οικογένειας για να παίζουμε», αφηγείται ο Γιάννης Αθυρίδης. «Ποτέ όμως δεν ακούσαμε κάτι για την ιστορία αυτή, την οποία μάθαμε μόλις φέτος, και βέβαια καταλαβαίνουμε το λόγο. Δεν ήθελαν με τίποτα να δέχονται τις παιδικές ενοχλητικές ερωτήσεις περί ηρωϊσμού και, πού περισσότερο, να διαχέεται η παραμικρή υποψία περί κάποιας υποχρέωσης στην ατμόσφαιρα».
Ο Γιάννης Αθυρίδης δεν δέχεται για τον παππού του τον χαρακτηρισμό «ήρωας». Χωρίς να μασάει τα λόγια του, μιλά για «υπερπαραγωγή ηρώων και αγωνιστών στην Ελλάδα», και αλίμονο στη χώρα που έχει τόσο ανάγκη. Αντιθέτως, περιγράφει τον παππού του ως έναν άνθρωπο ο οποίος βοηθούσε απόρους χωρίς τυμπανοκρουσίες και ανάγκη ανταπόδοσης, καθώς τόσο εκείνος όσο και η κυρία Βασιλική είχαν αναπτυγμένο πολύ έντονα το αίσθημα της κοινωνίας. «Ο παππούς δεν ήταν ήρωας, ήταν από την άλλη πλευρά. Ο απόλυτος αντιήρωας ή ένας ήρωας με παντόφλες. Το είδος των απλών καθημερινών ανθρώπων οι οποίοι, όποτε χρειαστεί, στέκονται στο ύψος τους και μπορούν να διαπράξουν τα μεγαλύτερα κατορθώματα. Και μετά να γυρίσουν ήσυχα στο σπίτι τους, μη αισθανόμενοι ότι έκαναν κάτι το σπουδαίο. Απλώς, σεβάστηκαν τους εαυτούς τους και τις αρχές τους».