The Sunday Times
Γιατί είμαστε όλοι εγκλωβισμένοι στη σπηλιά του Τραμπ
«Είμαστε όλοι παιδιά της Ταϊλάνδης, παγιδευμένοι μέσα σε μια σπηλιά που λέγεται Τραμπ. Με τη διαφορά ότι για εμάς δεν υπάρχουν διασώστες δύτες», υποστηρίζει ο γνωστός βρετανοαμερικανός ακαδημαϊκός Νάιαλ Φέργκιουσον, αποδεικνύοντας πως όταν οι ιστορικοί αφιερώνουν λόγο από τον χρόνο τους ώστε να προσφέρουν στους αναγνώστες ένα σύντομο σχόλιο πάνω στην επικαιρότητα, το αποτέλεσμα είναι σίγουρα διαφωτιστικό. Στο εν λόγω κείμενό του που δημοσιεύτηκε στους Sunday Times, ο Φέργκιουσον γράφει για τους πολλούς επικριτές του Ντόναλντ Τραμπ.
Αναφέροντας πως έχει πολλούς φίλους οι οποίοι μισούν τον Ντόναλντ, προσδιορίζει πως «η πλειονότητα αυτών είναι φιλελεύθεροι διανοούμενοι που τον μισούν, όπως οι γονείς και οι παππούδες τους μισούσαν τον Νίξον». Πρόκειται, όμως, για ένα μίσος που μετριάζεται από το γεγονός ότι, προς το παρόν, ο Τραμπ δεν βομβαρδίζει κανέναν και ούτε σκοπεύει να εισβάλει σε κάποιο κράτος. Αλλά αυτοί που πραγματικά μισούν τον πρόεδρο τους είναι οι αποκαλούμενοι «Never Trumpers» των Ρεπουμπλικανών. «Πολλοί από αυτούς ήταν ή είναι νεο-συντηρητικοί, οπότε ο πασιφισμός δεν αποτελεί ένα από τα στοιχεία που τους χαρακτηρίζουν. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι εάν ο Τραμπ κήρυττε τον πόλεμο -κατά προτίμηση στη Ρωσία, αλλά θα συμβιβάζονταν και με το Ιράν ή η Συρία- θα του συγχωρούσαν τα πάντα».
Οι Δημοκρατικοί μισούν τον Τραμπ επειδή τον θεωρούν «σεξιστή, ρατσιστή, λωποδύτη και καραγκιόζη» ενώ οι «Never-Trumpers» λόγω της εξωτερικής του πολιτικής, καθώς εκείνοι «τάσσονται υπέρ του ελεύθερου εμπορίου ενώ εκείνος υπέρ του προστατευτισμού, εκείνοι επιδιώκουν τη διάδοση της δημοκρατίας ενώ εκείνος θαυμάζει τους αυταρχικούς ηγέτες». Κανένα από τα δύο στρατόπεδα που αντιτίθεται στις βουλές του αμερικανού προέδρου δεν μπορεί να αποδεχτεί τα συναισθήματα που τρέφει για τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Ειδικά μετά την πρόσφατη συνάντηση των δύο ηγετών, την προηγούμενη εβδομάδα, στο Ελσίνκι, με τον Τραμπ να διαψεύδει κάποια από τα λεγόμενά του, διαψεύδοντας στη συνέχεια εκ νέου, τις όποιες αρχικές διαψεύσεις του.
«Το να μην έχεις ντροπή σημαίνει πως δεν σε απασχολεί το να λες άσχημα πράγματα και μετά να τα αναιρείς και στη συνέχεια να τα αναιρείς ξανά. Είναι μια από τις δοκιμασμένες τεχνικές του Τραμπ με στόχο να διατηρήσει υπό τον απόλυτο έλεγχό του το παγκόσμιο μιντιακό δίκτυο», σημειώνει ο Φέργκιουσον. Μισώντας, ωστόσο, τον Τραμπ, πολλοί στην Αμερική δεν αντιλαμβάνονται πως ο Ντόναλντ μεταλλάσσει τη χώρα. «Το ανώτατο δικαστήριο μετατοπίζεται όλο και δεξιότερα, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα αποπειράται να παγώσει μια καλπάζουσα οικονομία, το Πεντάγωνο αναδιαρθρώνεται συθέμελα». Αλλά εμείς είμαστε εγκλωβισμένοι στη σπηλιά του Τραμπ.
Την ώρα που η παγκόσμια κοινότητα ασχολείται με τα μιντιακά τερτίπια του Ντόναλντ Τραμπ, η κυβέρνησή του μεταλλάσσει την Αμερική. Φωτογραφία: REUTERS/Kevin Lamarque/File Photo
The New York Times
Στην Κύπρο παντρεύονται Λιβανέζοι και Ισραηλινοί
O Λίβανος και το Ισραήλ είναι δύο χώρες σε εμπόλεμη κατάσταση από το 1978, όταν τα ισραηλινά στρατεύματα εισέβαλαν στη Χώρα του Κέδρου. Η απόσυρσή τους, το 2000, φυσικά και δεν σήμανε των τέλος της εχθρότητας μεταξύ των δύο κρατών, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ένας νέος πόλεμος το 2006. Και καθώς οι κυβερνήσεις των δύο χωρών δεν έχουν ποτέ αναπτύξει οικονομικές και διπλωματικές σχέσεις, το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τους πολίτες τους. Ειδικά στον Λίβανο, οποιαδήποτε μορφή ανεπίσημης επικοινωνίας με έναν πολίτη του Ισραήλ μπορεί κάλλιστα να αντιμετωπισθεί έως και ποινικό αδίκημα.
Υπάρχει, ωστόσο, ένας τόπος στην Ανατολική Μεσόγειο -αναφέρουν σε ρεπορτάζ τους οι New York Times– όπου οι Λιβανέζοι και οι Ισραηλινοί, άνδρες και γυναίκες, συναντιούνται λόγω μιας κοινής επιθυμίας τους: «να παρακάμψουν τις αντίστοιχες θρησκευτικές αρχές των χωρών τους όταν αποφασίσουν να παντρευτούν». Ο τόπος αυτός είναι η Κύπρος και ειδικά η Λάρνακα όπου έχει στηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία για τη διευκόλυνση των κοσμικών Λιβανέζων και Ισραηλινών, «όλων των μελλόνυμφων που θέλουν να κρατήσουν εκτός της συναισθηματικής τους ζωής, τους ραβίνους, τους σεΐχηδες, τους παπάδες και τους πάστορες», τους μοναδικούς που έχουν τη δικαιοδοσία να τελούν γάμους στις χώρες τους.
Χάρη στις 7.000 γαμήλιες τελετές που πραγματοποιούνται κάθε χρόνο στην Κύπρο, εισέρχεται τουλάχιστον ένα εκατομμύριο ευρώ στα κρατικά ταμεία. Στη Λάρνακα για να παντρευτούν με πολιτικό γάμο δύο άνθρωποι, αρκεί να έχουν τα απαραίτητα έγγραφα και να καταβάλουν στις αρμόδιες αρχές το ποσό των 281,90 ευρώ. Εξαιρούνται τα πρώτα και τα δεύτερα ξαδέλφια, οι ανήλικοι και τα άτομα που τελούν υπό κατάσταση μέθης ή υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών.
Όλοι όσοι θέλουν να τους μείνει αξέχαστη η ημέρα του γάμου τους, μπορούν, πληρώνοντας κάτι παραπάνω, να ανταλλάξουν τους όρκους τους είτε σε κάποια παραλία ή στο μεσαιωνικό κάστρο της Λάρνακας. Οι δημοτικές Αρχές δεν μπορούν επίσης να τελέσουν γάμους μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, αλλά δεν απαγορεύεται, φυσικά, η σύναψη συμφώνου συμβίωσης, ανεξάρτητα από το σεξουαλικό προσανατολισμό των ενδιαφερομένων. «Ζευγάρια από δύο εχθρικές χώρες στέκονται στην ουρά μαζί, ανταλλάσσουν ευχές και κάποιες φορές κοινωνικοποιούνται στη δημοτική καφετερία καθώς περιμένουν τη σειρά τους για να παντρευτούν». Πρόκειται για μια μικρή βιομηχανία που κατέληξε «τυχαία και διακριτικά να γεφυρώσει ένα από τα πιο βαθιά χάσματα της Μέσης Ανατολής».
Αφότου ενωθούν με τα δεσμά του γάμου, οι νεόνυμφοι, είτε Λιβανέζοι είτε Ισραηλινοί, συνήθως απολαμβάνουν τις μοναδικές ομορφιές τις Κύπρου. Φωτογραφία: Tasneem Alsultan for The New York Times
LINKIESTA
H λαϊκίστρια πορνοστάρ που θα σώσει το πορνό από τις τράπεζες
Ζούμε σε τεταμένους και περίεργους καιρούς, σε τέτοιο βαθμό που ακόμα και μια πορνοστάρ μπορεί να κλονίσει, έστω και μερικές εβδομάδες, τις πολιτικές ισορροπίες. Το απέδειξε η Στόρμι Ντάνιελς, βάζοντας στο στόχαστρό της τον ίδιο τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Τώρα, όμως, φαίνεται πως ήρθε η ώρα μιας άλλης διάσημης προσωπικότητας από τη βιομηχανία της πορνογραφίας να απασχολήσει το ευρύτερο κοινό. Πρόκειται για την Σαμπρίνα Ντιπ (Sabrina Deep) η οποία βάλθηκε να σώσει την πορνογραφία από τις τράπεζες και τις πολυεθνικές της ψηφιακής εποχής.
Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Φραντσέσκο Φράντσιο Μάτσα της ιταλικής διαδικτυακής ειδησεογραφικής κοινότητας LINKIESTA, ο οποίος συνομίλησε εκτενώς με την 39χρονη ηθοποιό ερωτικών ταινιών από το Τορόντο, η Σαμπρίνα Ντιπ είναι πρώτη «λαϊκίστρια πορνοστάρ της ιστορίας, ικανή να φέρει την επανάσταση στον κόσμο τoυ πορνό».
Πώς, όμως, συνέβη αυτό; Αρχικά η Σαμπρίνα πήρε την τολμηρή απόφαση να γυρίσει βίντεο με πρωταγωνιστές τους ίδιους της τους θαυμαστές ενώ στη συνέχεια ξεκίνησε να τα διαθέτει, έναντι αντιτίμου, φυσικά, αλλά δίχως την εμπλοκή μεσαζόντων, στο Διαδίκτυο. Γιατί παρότι τα κέρδη της βιομηχανίας του πορνό ανέρχονται σε πολλά δισεκατομμύρια, «σπάνια μοιράζονται ισότιμα, με την έννοια ότι τα έσοδα όλων όσοι εμφανίζονται στα βίντεο δεν συγκρίνονται σε καμιά περίπτωση με τα συνολικά έσοδα». Ο ερασιτεχνικός χαρακτήρας των παραγωγών της Σαμπρίνα διαφοροποιείται σημαντικά από τις υπερπαραγωγές της Κοιλάδας του Σαν Φερνάντο (San Fernando Valley, γνωστής και ως «Porn Valley») στο Λος Άντζελες, την έδρα της παγκόσμιας βιομηχανίας του πορνό, και σύντομα και άλλες ηθοποιοί ακολούθησαν το παράδειγμά της, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία ενός «νέου κύματος» στην πορνογραφία, εντός του οποίου διαδραματίζουν καίριο ρόλο οι ίδιοι οι θεατές ενώ οι επαγγελματίες αμείβονται καλύτερα για τη δουλειά τους.
Πρόσφατα, ωστόσο, προέκυψε και ένα άλλο ζήτημα, ηθικής φύσεως. Στο πλαίσιο μιας εκστρατείας κατά της διάδοσης της πορνείας στο Διαδίκτυο (η οποία πλήττει, ωστόσο, και την ανεξάρτητη πορνογραφία) «οι πλατφόρμες για διαδικτυακές πληρωμές, με πρώτο το Paypal, διαγράφουν και μπλοκάρουν τους λογαριασμούς όλων όσοι ασχολούνται με την πορνογραφία», όχι μόνον ηθοποιών αλλά ακόμα και ενός σχεδιαστή ιστοσελίδων, για παράδειγμα, που συνέβαλε στη δημιουργία ενός ιστοτόπου ερωτικού περιεχομένου. Αυτό συμβαίνει και σε χώρες που η πορνογραφία είναι νόμιμη. Αλλά δεν πρόκειται απλά για μια πολιτική της συγκεκριμένης εταιρείας.
Γιατί η Visa και η MasterCard λαμβάνουν υψηλότερη προμήθεια για συναλλαγές που αφορούν πορνογραφικό υλικό. Γιατί πολλοί πορνοστάρ έχουν εξοστρακιστεί από Airbnb ενώ τράπεζες έφτασαν στο σημείο να κλείσουν ακόμα και λογαριασμούς τους. Γιατί δεν μπορούν να νοικιάσουν χώρους για να κάνουν τη δουλειά τους μέσω της οποίας πληρώνουν φόρους. Όλα αυτά αποτελούν μια απαράδεκτη διάκριση «ηθικού χαρακτήρα», τονίζει η Σαμπρίνα, στην οποία υπόσχεται πως θα αντιταχθεί. Γιατί εάν συνεχιστεί η καταπάτηση των δικαιωμάτων όλων όσοι εργάζονται νόμιμα στη βιομηχανία του πορνό «θα είναι σαν να εξερχόμαστε από την επικράτεια της δυτικής δημοκρατίας και να εισερχόμαστε στην επικράτεια των αυταρχικών θεοκρατιών».
Τον Απρίλιο του 2012 η Σαμπρίνα Ντιπ έγινε η πρώτη πορνοστάρ στον κόσμο που κυκλοφόρησε την προσωπική της εφαρμογή για έξυπνα κινητά. Φωτογραφία: Twitter
The New York Times
Η βραβευμένη με Πούλιτζερ Μάγκι Χάμπερμαν αφήνει το Twitter
Αποφάσισε να εγκαταλείψει το Twitter. Έπειτα από σχεδόν εννέα χρόνια εντατικής χρήσης και 187.000 tweets. Γιατί κατάλαβε πως δεν της προσφέρει πλέον τίποτα που η ίδια να θεωρεί αξιόλογο. Για την Μάγκι Χάμπερμαν, ο λόγος, την ανταποκρίτρια των New York Times στον Λευκό Οίκο και μέλος της ομάδας της νεοϋορκέζικης εφημερίδας που κέρδισε φέτος το βραβείο Πούλιτζερ για τις αποκαλύψεις σχετικά με διασυνδέσεις συνεργατών του Τραμπ με τη Ρωσία. Σε πρόσφατο άρθρο της, η αμερικανίδα δημοσιογράφος εξηγεί πως έφτασε στο σημείο να «μισεί» το δημοφιλές (και αγαπημένο του αμερικανού προέδρου) μέσο κοινωνικής δικτύωσης.
«Το Twitter δεν είναι πλέον ένα μέρος όπου θα μπορούσα να μάθω πράγματα που δεν γνωρίζω, να συλλέξω ακριβείς πληροφορίες για μια έκτακτη είδηση ή να συμμετάσχω σε μια συζήτηση και να είμαι αρκετά σίγουρη ότι οι κριτικές των ανθρώπων είναι καλόπιστες», αναφέρει χαρακτηριστικά, υποστηρίζοντας πως «η κακία, ο τοξικός πολιτικός θυμός, η πνευματική ανεντιμότητα και ο σεξισμός βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα». Σύμφωνα με την Χάμπερμαν, το Twitter κατέληξε να αποτελεί σήμερα ένα «video game θυμού για πολλούς χρήστες» και ταυτόχρονα «μια τεράστια σπατάλη του χρόνου μου και της πνευματικής μου ενέργειας».
Διστακτική, έως και επιφυλακτική στην αρχή, η Μάγκι Χάμπερμαν, που ακολουθεί και καλύπτει την έως τώρα πορεία του Ντόναλντ Τραμπ με αφετηρία την προεκλογική του εκστρατεία, αποφάσισε τελικά να αποπειραθεί να κατανοήσει αυτόν τον ιδιότυπο κόσμο των 140 χαρακτήρων. Και τα κατάφερε ιδιαίτερα καλά, δεδομένου ότι κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη τουλάχιστον 700.000 ανθρώπων. Ταυτόχρονα, ωστόσο, έφτασε στο σημείο να μην μπορεί πλέον να συζητήσει και να ανταλλάξει απόψεις για το όποιο ζήτημα, όντας αναγκασμένη να αμύνεται για τα γραφόμενά της και να αιτιολογεί την κάθε φράση και την κάθε της λέξη. Μέσα σε αυτήν την πληθώρα μηνυμάτων και πληροφοριών, η έμπειρη δημοσιογράφος δυσκολευόταν, πλέον, «να διακρίνει το σημαντικό από το ασήμαντο».
Στα σχόλια της Χάμπερμαν, απάντησε με μια σειρά από tweets ο Τζακ Ντόρσεϊ, συντάσσοντας «μερικές σκέψεις για ένα άρθρο που εμπεριέχει πολλές δίκαιες κριτικές». «Προσπαθούμε να βελτιωθούμε», παραδέχεται ο συνιδρυτής και εκτελεστικός διευθυντής του Twitter. Και η Μάγκι Χάμπερμαν το ελπίζει πραγματικά αυτό, αναγνωρίζοντας τις δυνατότητες του Twitter ως μέσο κοινοποίησης και ανάδειξης έκτακτων ειδήσεων εντός του οποίου όλες οι απόψεις είναι ισότιμες. «Μου άρεσε να επικοινωνώ με τους αναγνώστες. Και θα ήθελα να συνεχίσω να το κάνω μια μέρα. Μόνον που αυτό δεν θα συμβεί σύντομα».