Μία συζήτηση μεταξύ δύο… αποστρατευμένων πολιτικών που έχει τη μορφή συνέντευξης δημοσίευσε η Corriere della Sera. Ο άνθρωπος που ρώτησε για λογαριασμό της είναι ο πολυσχιδής Βάλτερ Βελτρόνι, πολιτικός της ιταλικής Κεντροαριστεράς (ευρωκομμουνιστικής νεότητος), ο οποίος ηγήθηκε και του Δημοκρατικού Κόμματος της Ιταλίας, ενώ ο άνθρωπος που απάντησε στις ερωτήσεις είναι ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ, πολιτικός της γαλλικής Κεντροαριστεράς.
Η συζήτηση ξεκίνησε από τον κορονοϊό και κατέληξε στον νυν πρόεδρο της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν. Στο ενδιάμεσο σχολιάστηκε η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην κορονοϊκή ύφεση, αλλά και διεθνή ζητήματα. Ολη η κουβέντα είχε το ενδιαφέρον της.
Το εισαγωγικό σημείωμα της εφημερίδας θύμισε στους αναγνώστες ότι ο Ολάντ την εποχή της προεδρίας του ήρθε αντιμέτωπος με την ισλαμιστική τρομοκρατία, αλλά και ότι ο ίδιος ήταν και παραμένει συνειδητός Ευρωπαίος και πάντα κεντροαριστερός. Δεν βρίσκεται στο προσκήνιο πια, αλλά διατηρεί το πάθος του για την πολιτική.
Ο Ολάντ είπε στον Βελτρόνι ότι η πανδημία ήταν ένα σοκ για όλους, με παγκόσμιο αποτύπωμα στη δημόσια υγεία και στην οικονομία. Αλλά και ένα έναυσμα επίγνωσης: «Κατανοήσαμε την ευπάθεια των κοινωνιών μας». Τώρα, είπε, «η ανθρωπότητα έχει συμφωνήσει να κάνει σημαντικές οικονομικές θυσίες για τη συλλογική μας σωτηρία».
Σε ποιο επίπεδο; «Πρέπει να ξανασκεφτούμε το μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο απεδείχθη πολύ εύθραυστο». Η αλλαγή του τρόπου ζωής μας, για τον Ολαντ, είναι το μείζον ζήτημα, αφού ενδέχεται να αντιμετωπίσουμε στο μέλλον τις «δραματικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής». Ετσι «πρέπει να υιοθετήσουμε ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο». Τώρα πάντως έχουμε κατακτήσει τη συνειδητοποίηση ότι «όλοι ανήκουμε στον ίδιο πλανήτη». Αυτό δεν είναι λίγο. «Οι παγκόσμιοι ιοί δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με εθνικιστική πολιτική» είπε ο Ολάντ, και αμέσως αναφέρθηκε ονομαστικώς στις (κατακριτέες) περιπτώσεις των Τραμπ, Μπολσονάρο και Τζόνσον.
Η Ευρώπη σε κρίσιμο σταυροδρόμι
Για το Ταμείο Ανάκαμψης ο Ολάντ έχει θετική γνώμη, αν και κρίνει ότι η αντίδραση της Ευρώπης ήταν καθυστερημένη όσον αφορά το υγειονομικό σκέλος της πανδημίας. «Τώρα όμως έχει ξυπνήσει. Πρώτη φορά αποφασίστηκε η διάθεση ενός πρόσθετου προϋπολογισμού για την ανάκαμψη, και η διαδικασία σύγκλισης των δημοσιονομικών πολιτικών που πάντα ελπίζαμε και υποστηρίξαμε επιταχύνθηκε. Αυτά είναι σημαντικά βήματα, τα οποία πάνε προς τη σωστή κατεύθυνση». Ο Ολάντ υπογράμμισε τη σημασία του Ταμείου Ανάκαμψης: «Είναι καλύτερη λύση από αυτή των ευρω-ομολόγων. Είναι ισχυρή δέσμευση, εκφράζει ένα υψηλό επίπεδο αλληλεγγύης μεταξύ μας».
Η απόλυτη πεποίθησή του αφορά την «ειδική σχέση μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας», η οποία οδηγεί κάθε φορά στη συμφωνία εκείνη που εξασφαλίζει τη δύναμη της Ευρώπης: «Χωρίς συμφωνία μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας δεν υπάρχει, δεν υπήρξε και δεν μπορεί να υπάρξει ισχυρή Ευρώπη». Κάθε φορά που η Γαλλία και η Γερμανία αποκλίνουν, είπε ο Ολάντ, «η Ευρώπη σταματά». Πρόκειται για «την ιστορία της ευρωπαϊκής οικοδόμησης».
Η ανησυχία του για το μέλλον της ΕΕ έγκειται στο ότι «δεν έχουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες το ίδιο όραμα για την ενωμένη Ευρώπη». Και εξηγείται: «Οι ανατολικές χώρες ζητούν οικονομική στήριξη, ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων, πρόσβαση στην κοινή αγορά. Οι Βόρειοι προσπαθούν να ενισχύσουν την εμπορική τους κατάσταση. Οι Νότιοι εύουν περισσότερο στις πολιτικές της ΕΕ».
Η κρίση ΗΠΑ – Κίνας. «Ο νέος Ψυχρός Πόλεμος έχει ήδη ξεκινήσει». Η κορονοϊκή παρόξυνση των αμερκανοσινικών σχέσεων ευνοεί την Ευρώπη, δήλωσε ο Ολάντ: «Αυτή η νέα περίοδος αντιπαράθεσης ανοίγει μεγάλες ευκαιρίες για την Ευρώπη. Εχουμε καθήκον να διαπραγματευτούμε με τους Κινέζους για να προστατεύσουμε τα αγαθά και τις επιχειρήσεις μας και να ενθαρρύνουμε τις αμοιβαίες επενδύσεις. Και έχουμε καθήκον να εργαστούμε με τις ΗΠΑ για να ανακαλύψουμε εκ νέου τον ρόλο τους ως φυσικού συμμάχου της ενωμένης Ευρώπης. Είναι καθήκον μας».
Ο φόνος του Τζορτζ Φλόιντ. Ο Ολάντ ρίχνει το φταίξιμο στον Τραμπ για την όξυνση των αντιθέσεων στις ΗΠΑ λέγοντας ότι ο αμερικανός πρόεδρος «αντί να αναζητεί τον διάλογο και την καταλλαγή, επιλέγει την αντιπαράθεση». Οι Ευρωπαίοι, είπε, θλίβονται με τα περί εμφάνισης στρατού στους δρόμους για την καταστολή των διαδηλώσεων. «Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η καταπίεση δεν θα επικρατήσει στην Αμερική και ότι δεν θα εμφανιστούν ρατσιστικές και ξενοφοβικές τάσεις στην Ευρώπη».
Το μέλλον της Κεντροαριστεράς. Η εξήγηση του Ολάντ για την υποχώρηση, διεθνώς, της Κεντροαριστεράς προς όφελος των Τραμπ, Μπολσονάρο κ.ά. είναι απλή: «Η Αριστερά είχε κυβερνητικές ευθύνες σχεδόν σε όλη την Ευρώπη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, αλλά δεν είδε και δεν κατάλαβε το μέγεθος της κρίσης». Το Μεταναστευτικό έπαιξε και αυτό τον ρόλο του και «άλλαξε τον προσανατολισμό της λαϊκής βάσης της Αριστεράς, μετατοπίζοντας σημαντικό μέρος της εργατικής τάξης και των ασθενέστερων τμημάτων της κοινωνίας προς τη λαϊκιστική Δεξιά» παραδέχθηκε ο Ολάντ. Παραδέχθηκε, επίσης, ότι η υποστήριξη των λαϊκών στρωμάτων πήγε περίπατο. «Η οικονομική κρίση οδήγησε στην απόρριψη της παγκοσμιοποίησης και στη ζήτηση για εθνική οικονομία, ντόπιες βιομηχανίες, τρόπο ζωής. Τα Κίτρινα Γιλέκα αυτό έκαναν. Κραύγασαν την εγκατάλειψή τους από το κράτος». Το μέλλον ανήκει στην Αριστερά είπε ο Ολάντ, υπό την εξής προϋπόθεση: «Πρέπει να ανακτήσει τον δημοφιλή χαρακτήρα της και να κάνει τον κόσμο να πιστέψει ξανά στην αλλαγή. Αν δεν τα καταφέρει, ο λαϊκισμός θα κερδίσει».
Ο Ολάντ επισήμανε ότι ήδη «έχουμε χάσει μεγάλο μέρος της ελευθερίας μας προτιμώντας την άνεσή μας», δίνοντας «τεράστιες πληροφορίες για τη ζωή μας στα τηλέφωνά μας», δωρίζοντας «μεγάλο μέρος της ατομικής μας ελευθερίας στη Google ή στην Amazon». Δήλωσε ότι η θέση του είναι πως η σύγχρονη ιδέα των εγγυήσεων υπέρ του απορρήτου και της ελευθερίας του καθενός μας είναι πεδίο νέων αγώνων για την Αριστερά.
Η Γαλλία και ο Μακρόν. Ο πρώην πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας είπε ότι κατά το διάστημα της προεδρίας του ο Εμανουέλ Μακρόν (τον οποίο ψήφισε και ο ίδιος για πρόεδρο, ώστε να υψωθεί δημοκρατικό τείχος στον δρόμο της Μαρίν Λεπέν) «δεν έχει οικοδομήσει νέα πολιτική δύναμη, ούτε καν κάποιον συνασπισμό». Και ότι μέχρι τις επόμενες προεδρικές εκλογές «οι σοσιαλιστές πρέπει να επαναπροσδιορίσουν την ταυτότητά τους και τους στόχους τους», επειδή «ανοίγεται πεδίο για μια νέα Αριστερά» (μακριά από τον «λαϊκιστή Μελανσόν», εννοείται).